ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΒΡΟΝΤΑΔΟ ΧΙΟΥ

Ο ΡΟΥΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ

Ο τόπος που μένουμε είναι η Χίος. Πολλά είναι τα έθιμα που επικρατούν εδώ, δυο όμως είναι τα πιο σπουδαία. Το ένα γίνεται το Μεγάλο Σάββατο και είναι ο ρουκετοπόλεμος και το άλλο γίνεται την παραμονή των Εισοδίων της Παναγίας το Νοέμβριο. Θα σας μιλήσουμε για το έθιμο του ρουκετοπόλεμου, που απασχολεί πολύ κόσμο, κάθε χρόνο, κυρίως τη νεολαία των δύο ενοριών.

Το έθιμο αυτό επικρατεί από τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν είχε την σημερινή του μορφή. Εκείνη την εποχή ήταν με την μορφή κανονακιών από τις δυο στέγες των εκκλησιών [ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΡΕΙΘΙΑΝΗΣ και ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ].

Αυτό το έθιμο είναι υπεραιωνόβιο με λίγες διακοπές, κατά τη διαδρομή των χρόνων, λόγω αστυνομικών παρεμβάσεων, που προξενεί ο μεγάλος βαθμός επικινδυνότητάς του. Συνεχίστηκε σε όλες τις εποχές ακόμα και επί Γερμανικής κατοχής και επί Δικτατορίας Παπαδόπουλου. Παρόλο το ανελέητο κυνηγητό των ρουκετατζήδων από τους αστυνομικούς, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σήμερα γίνεται από τα χωράφια που βρίσκονται κοντά στις δύο ενορίες. Η διαδικασία κατασκευής ρουκετών δεν είναι εύκολη και απλή. Πρέπει να αγαπήσεις αυτό που κάνεις. Εν τω μεταξύ έχει πάρα πολλούς κινδύνους γι' αυτό θέλει μεγάλη προσοχή.

Η κατασκευή των ρουκετών αρχίζει σχεδόν μετά τα Χριστούγεννα. Πρώτα γίνεται η κατασκευή των καλουπιών [καλούπια είναι το μέρος που γεμίζεται η ρουκέτα]. Αυτά κατασκευάζονται από ειδικό χαρτόνι, ορισμένων διαστάσεων και ξυλόκολλα. Μετά την κατασκευή των καλουπιών, ετοιμάζονται τα υλικά για το γέμισμα της ρουκέτας. Τα υλικά είναι τρία: κάρβουνο από πεύκο, νιτρικό κάλιο και θείο. Τα εργαλεία που χρειάζονται για το γέμισμα των καλουπιών είναι: ο μπρούτζος, η ματσόλα [ξύλινο σφυρί ], το καρφί και το βουβό.

Όταν είναι όλα έτοιμα παίρνεις ένα καλούπι το βάζεις πάνω στο καρφί και βάζεις μια δόση από το υλικό και αρχίζεις να στοκώνεις με 24 -27 σφυριές. Συνεχίζεις με τον ίδιο τρόπο μέχρι το υλικό να γεμίσει το καρφί. Αφού καλυφθεί το καρφί χρησιμοποιείς το βουβό και γεμίζεις το υπόλοιπο καλούπι. Το βουβό χρησιμοποιείται για να φαίνεται η λάμψη της ρουκέτας μέχρι να φτάσει στο έδαφος.

Από νωρίς το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου τα συνεργεία των ρουκετατζήδων προσπαθούν, με δοκιμές που κάνουν, να βρουν τον κατάλληλο στόχο

για να μπορέσουν να ρίξουν το βράδυ. Οι Παναγούσοι προσπαθούν να κανέψουν το καμπαναριό του Αγίου Μάρκου και οι Αγιομαρκούσοι το ρολόι της Παναγιάς.

Νυχτερινή Φωτό του ρουκετοπόλεμου

Οι πρώτες αψιμαχίες αρχίζουν στις 8 το βράδυ. Καθώς περνάει η ώρα, ολοένα πυκνώνουν για να κορυφωθούν στις 11 με 11.30΄ που χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών καλώντας τους πιστούς στην Ανάσταση με τη μεγάλη αποκορύφωση όταν οι ιερείς ψάλλουν το "Χριστός Ανέστη". Αυτή τη στιγμή νομίζεις ότι θα καούν στ' αλήθεια και οι δύο εκκλησιές.

Δεκάδες ρουκέτες φεύγουν από κάθε μεριά, αφήνοντας πίσω τις πύρινες γλώσσες και σύννεφα μαύρου καπνού για να πέσουν με ορμή στους αντίπαλους στόχους .Τη μία ρουκέτα ακολουθεί άλλη κι άλλες πολλές συνέχεια ασταμάτητα. Άλλες ψηλά, άλλες χαμηλά, άλλες σκάνε, άλλες δε φεύγουν καθόλου κι όλα αυτά γρήγορα, τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να τα παρακολουθήσεις όλα.

Για να πέσουν οι ρουκέτες χρειάζεται καλοκαιρία και οπωσδήποτε όχι βροχές που εξαφανίζουν την λάμψη της ρουκέτας. Παρόλα αυτά ακόμα και όταν βρέχει ο αγώνας δε διακόπτεται ούτε αναβάλλεται.

Τα παιδιά των συνεργείων μούσκεμα από την βροχή και μουτζαλωμένοι μοιάζουν σαν αράπηδες της Αφρικής, που μόνο δύο κατακόκκινα μάτια, από το θειάφι και την κάπνα, γυαλίζουν στο πρόσωπό τους.

Στο ρουκετοπόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και νικημένοι. Κάθε πλευρά λέει ότι νίκησε. Την επόμενη μέρα όλοι πάλι είναι μαζί και δίνουν τα χέρια της φιλίας.

Μυρτώ Κριμιζή, Μαίρη Δρίζου - ΤΑΞΗ ΣΤ΄ 2ου Δημοτ. Σχολ. Βροντάδου (Παναγίας Ερειθιανής)

Η ΓΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ

Μύθος του Αισώπου, σε διασκευή, από τη μαθήτρια της Ε΄ τάξης του 2ου Δημοτ. Σχολείου Βροντάδου Μαρία Παπουτσή

Σε μια πόλη πολύ παράξενη χώρα, την Πορτογαλαζιοφιογκία, σ' ένα πλουσιόσπιτο, ζούσαν μερικά ποντίκια πολύ έξυπνα και ζαβολιάρικα.

Μια μέρα, λοιπόν, που λέτε, η κυρα-Μάρω, η κουτσομπόλα, που το στόμα της κλειστό δεν το κρατάει - και δεν το κρατούσε ποτέ - πήγε στην κυρα-Σμαράγδα που είχε μια γάτα, τη Μελένια, και της είπε πως στο παλάτι είχε πολλά ποντίκια που τρώγανε όλα τα τρόφιμα που βάζανε στα ντουλάπια όπως παξιμάδια, γλυκά του κουταλιού, μπισκότα και κουραμπιέδες που είχαν για να κερνούν τους επίσημους καλεσμένους τους.

Η Μελένια, που όλα τα είχε μελιά, πιο έξυπνη απ' όλες τις άλλες γάτες, συλλογίστηκε: Μωρέ, δεν πάω να φάω τα ποντίκια μιας που κάνουν τόσες σκανταλιές; Κι όσο το σκεφτόταν ξερογλειφόταν. Μια και δυο λοιπόν πάει στο παλάτι να φάει τα ποντίκια. Ήταν τυχερή γιατί την ώρα εκείνη έβγαιναν απ' τις φωλιές τους για τον απογευματινό μεζέ. Κι έβγαιναν με σειρά ένα-ένα. Πρώτα ο θείος Μανταρίνης με το πορτοκαλί καπελάκι και τα μανταρινιά ρούχα, έπειτα η θεία

Διαμάντω με τα άσπρα καθωσπρέπει ρούχα της και τα διαμαντένια κολιέ της, μετά η μαμά και ο μπαμπάς. Ο μπαμπάς φορούσε όπως πάντα το κοστούμι που του χάρισε στο γάμο του ο κύριος Λαπάς. Η αγαπημένη του Λετίσια φορούσε ένα κασκολάκι άσπρο και καδένες χρυσές. Ακολουθούσαν τα παιδιά: ο Ματθαίος ο Πειναλέος με όλες τις ομορφιές που είχε και με ένα κουλούρι στο χέρι, η Φιόνα με τα γοβάκια της - πάντα ήθελε να δείχνει μεγάλη - και τελευταίος ο έξυπνος Λεμονής. Η γάτα έφαγε τη θεία και το θείο Παπατζιστρατά. Μετά όλοι κρύφτηκαν.

Η Μελένια σκέφθηκε να καταστρώσει ένα μεγάλο σχέδιο ώστε να τα κάνει να βγουν έξω. Βρήκε κάτι αλυσίδες σκουριασμένες στο πατάρι, έβαλε κι ένα καρφί όπου εκεί κρέμασε την αλυσίδα, τύλιξε το κεφάλι της μ' αυτήν, έκλεισε τα μάτια της, έβγαλε τη γλώσσα έξω, τάχα πως της είχε βγει απ' το σφίξιμο, κι έκαμε την πνιγμένη.

Όμως ο Λεμονής, βλέποντάς την, κατάλαβε ότι το έκανε ψέματα και της είπε:

- Βρε, και τσουβάλι να γίνεις εγώ δεν βγαίνω.

Κι έτσι μερικά ποντικάκια έζησαν.

Στην κηδεία των θείων τους έκλαψαν πικρά και τα κόλλυβα, παρ' όλο που ήταν γλυκά δεν τα έφαγε κανένας.

13ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

Ο αρκούδος Μπομπ και ο Μελισσοφάγος

Μια φόρα κι έναν καιρό σ' ένα μικρό σπιτάκι μες το δάσος ζούσε μια αρκουδοοικογένεια: η μαμά Παχουμίτσα, ο μπαμπάς Λιχουδένιος και ο μικρούλης Μπομπ. Ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και αγαπούσαν όλοι δύο πράγματα: το μέλι και το νοικοκυριό. Μερικές φορές όμως, τον φίλο μας τον Μπομπ τον έπιανε η τεμπελιά, προτιμούσε τότε να βρίσκει μια ήσυχη γωνιά στην αυλή του σπιτιού και να λιάζει την καφετιά του γούνα με τις ώρες. "Η τεμπελιά παιδί μου είναι τρομερό ελάττωμα", του έλεγε συχνά η μανούλα του.

Μια μέρα η κυρία Παχουμίτσα είχε τόσες πολλές δουλειές να κάνει που ζήτησε την βοήθεια του γιου της. Έλα όμως που δεν είχε καθόλου όρεξη ο μικρός αρκούδος. Γκρινιάζοντας συμφώνησε να απλώσει την μπουγάδα. Σήκωσε άκεφα την λεκάνη με τα ρούχα και πήγε να την απλώσει.

" Να τα πιάσεις με τα μανταλάκια οπωσδήποτε " του φώναξε η μαμά του, η καλή νοικοκυρά. Μα ο Μπομπ αδιαφόρησε. Αράδιασε στο σχοινί, βαρέθηκε να τα σιγουρέψει με μανταλάκια και όταν τελείωσε την πρόχειρη δουλειά του βάλθηκε να παίζει με το τόπι του.

Σε λίγη ώρα όμως ο καιρός χάλασε. Πυκνά σύννεφα σκέπασαν τον ήλιο και άρχισε να φυσά δυνατός αέρας. Το φύσημα του ανέμου σκόρπισε λίγα - λίγα τα ρούχα στους θάμνους, στο φράχτη του κήπου, στο διπλανό χωράφι και τα παρέσυρε ακόμα πιο πέρα στο δασάκι. Όταν το αντιλήφθηκε ο Μπομπ ήταν πια αργά. Αυτά πετούσαν σαν φαντάσματα της μέρας, μάταια τα κυνηγούσε να τα μαζέψει. Εκεί που έσκυβε να τα πιάσει, μια δυνατή πνοή του ανέμου τα προσγείωνε ακόμα πιο πέρα. Έτσι χωρίς να το καταλάβει χάθηκε μέσα στο δασάκι. Απελπισμένος κάθισε κάτω από ένα δέντρο και άρχισε να κλαιει.

Ξάφνου μια λεπτή φωνή έφτασε στ' αυτιά του. Σκούπισε τα δάκρυα και τεντώθηκε για να ακούσει καλύτερα. Κοίταξε με περιέργεια τριγύρω και διέκρινε μια φρεσκοπλυμένη φανέλα του πατέρα του πάνω στην στέγη μιας κυψέλης. Πλησίασε με προσοχή και διαπίστωσε ότι η τσιριχτή φωνούλα ερχόταν κάτω απ' το λευκό ρούχο.

- Βγάλτε με από εδώ! Δεν μπορώ άλλο κουκουλωμένος! Θα σκάσω ! Αχ, δεν τεντώνουν οι

φτερούγες μου! Ας με βγάλει κάποιος από δω

- Ποιος είσαι συ που φωνάζεις;

- Βγάλε με και θα σου πω.

- Δε σε βγάζω αν δεν μου πεις ποιος είσαι.

- Ο μελισσοφάγος είμαι. Ποιος άλλος; Εκεί που τσιμπούσα μελισσούλες, ξάφνου όλα σκοτείνιασαν και τώρα δεν γίνεται να ξεφύγω. Αν με βοηθήσεις να ξεπαγιδευτώ θα σου κάνω ότι χάρη μου ζητήσεις.

- Όχι καημένε μου όχι! Αφού τρως τις μελισσούλες, αν σ' αφήσω να φύγεις, τότε θα τις φας όλες και τότε ποιος θα μου φτιάχνει μέλι να τρωω που μ' αρέσει πολύ;

- Άσε με να φύγω και εγώ θα σου φέρω τρυφερά ζουζούνια για δείπνο. Κάνε γρήγορα όμως γιατί κοντεύω να σκάσω.

- Λυπάμαι κύριε μελισσοφάγε, αλλά τα σκουληκάκια είναι τροφή για πουλιά, όχι για αρκούδες. Για να σε ελευθερώσω θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξαναπειράξεις τις μελισσούλες αυτού του δάσους.

- Καλά λοιπόν στο υπόσχομαι. Μα να ξέρεις πως πολύ με δυσκολεύεις. Έλα τώρα κάνε γρήγορα.

Την ώρα που ο αρκούδος σήκωνε τη φανέλα του κυρίου Λιχουδένιου, ένα ελαφρύ φτερούγισμα ακούστηκε μόνο και ο Μελισσοφάγος εξαφανίστηκε φωνάζοντας "ευχαριστώ".

- Ευχαριστούμε και εμείς που μας γλίτωσες ζουζούνισαν οι μέλισσες της κυψέλης που είχαν παρακολουθήσει το περιστατικό. Όποτε θέλεις μέλι θα σου δίνουμε μέχρι να χορτάσεις.

Γυρίζοντας στο σπίτι ο Μπομπ συγκέντρωσε τα ρούχα που ήταν καταλασπωμένα και με σκυμμένο το κεφάλι είπε στην μαμά του "Είχες δίκιο. Η τεμπελιά είναι τρομερό ελάττωμα αλλά έχει και τα τυχερά της".

Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗ ΙΛΙΑΝΑ ΤΑΞΗ ΣΤ΄

13ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|Σελίδα 1| |Σελίδα 2| |Σελίδα 3_ 1| |Σελίδα 3_2| | Σελίδα 4| |Σελίδα 5| |Σελίδα 6| | Σελίδα 7| |Σελίδα 8_1| |Σελίδα 8_2| |Σελίδα 9| |Σελίδα 10| |Σελίδα 11| |Σελίδα 12_1| |Σελίδα 12_2| | Σελίδα 13|
Η σχεδίαση και η κατασκευή των σελίδων έγινε από το Βασίλη Φουρτούνη
Email: Korifasio2001@yahoo.gr Copyright © 2001 BASILIS FOYRTOYNIS