Λογοτεχνικές σελίδες

Ω εσύ άνθρωπε που ζεις και βασιλεύεις

Εσύ που πότε
είσαι πλούσιος
πότε είσαι φτωχός.

Πότε νοιάζεσαι και
πότε δεν νοιάζεσαι
για μας.

Όπως και να το
κάνουμε είσαι άνθρωπος
όπως και εμείς.


Τρως, κοιμάσαι,
πίνεις και αναπνέεις.

Άνθρωπε έτσι
είσαι και κοίτα
να ζήσεις όσο
πιο καλά μπορείς
για να φχαριστηθείς
την μικρή ζωή σου

Χρήστος Παπαζαχαρόπουλος Τάξη ΣΤ'

 

Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Μία μάγισσα κακιά,
πάει στο δάσος για κουκιά.
Παίρνει μαγικό ραβδί,
για να πιάσει η συνταγή.


Αφού βρήκε τα κουκιά,
ψάχνει βατράχου λαλιά,
και σαν τη βρίσκει και αυτή,
τη βάζει μες την συνταγή.

Μετά ξόρκια μαγικά
και φωνάζει δυνατά:
Χόκους πόκους χα χα χα!
παίρνω βάτραχου λαλιά,

βάζω μάτια κατσαρίδας
και μελάνι εφημερίδας,
χι χι χι και χι χι χι!
για να πιάσει η συνταγή.

Δέσποινα Ζενεμπίση Τάξη Ε

Ο ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΣ 

Ο παιδίατρος εξετάζει τα παιδιά,
βάζει τα ακουστικά,
κι εξετάζει την καρδιά.

Παίρνει τον φακό,
εξετάζει τα αυτιά σου,
βλέπει τα αντανακλαστικά σου.

Έχεις λίγο πυρετό;
παρ' το φάρμακο αυτό.
Τώρα κάνε ένα ααα...
Μμ... πλένεις τα δόντια σου καλά.

Πάρε γι' αυτό μια αμοιβή,
μια γλυκιά καραμελίτσα,
που 'χει γεύση φραουλίτσα,
και πρόσεχε πολύ.

Δέσποινα Ζενεμπίση Ε τάξη

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ

( Συνέχεια ....)

Θυμάστε στο προηγούμενο τεύχος της εφημερίδας το παραμύθι με τις τέσσερις εποχές, όταν είχε αρρωστήσει η Άνοιξη; Λοιπόν αυτή τη φορά θα σας διηγηθώ την συνέχεια αυτής της ιστορίας.

Μια μέρα ένα κοριτσάκι ζήτησε από εκείνο το παιδάκι, που είχε σώσει την Άνοιξη να μάθει πώς αρρώστησε. Πήγαν λοιπόν στην παιδική χαρά και τα είπαν με την ησυχία τους.

-Δεν μου λες ,ξέρεις πως αρρώστησε η Άνοιξη;

-Ναι, ξέρω, θέλεις να σου πω;

-Ω! Ναι, θα το ήθελα πολύ!

-Λοιπόν, η Άνοιξη αρρώστησε εξ αιτίας μας.

-Μα πώς! Αφού εμείς την αγαπάμε.

-Ναι, αλλά δεν έχει σημασία να την αγαπάμε μόνο αλλά και να την φροντίζουμε.

-Μα! Τι της κάναμε; Αφού όλοι έχουν τουλάχιστον ένα και παραπάνω λουλούδια στο σπίτι τους για χάρη της.

- Δεν έχει σημασία αν έχεις ένα λουλούδι στο σπίτι σου αλλά αν ζει η Άνοιξη, γιατί λουλούδια φυτρώνουν και το χειμώνα.

- Πώς όμως μπορούμε να βοηθήσουμε για να μπορεί να ζει η Άνοιξη;

-Βέβαια μπορούμε, γιατί μπορούμε να λιγοστέψουμε τους καπνούς από τα εργοστάσια και τα αυτοκίνητα, να μην κόβουμε τα φυτά και να μην βάζουμε πάνω τους αυτά τα περίεργα λιπάσματα που τα κάνουν να πεθαίνουν γιατί μην ξεχνάς ότι και αυτά έχουν ζωή και πρέπει να τα φροντίζουμε γιατί αλλιώς θα πεθάνουν. Α! Και κάτι άλλο. Δεν πρέπει να κόβουμε τα δέντρα.

-Μα! Άμα δεν τα κόψουμε δεν θα έχουμε μετά χαρτί!

- Μπορούμε πολύ απλά να κάνουμε ανακύκλωση!

- Τι είναι η ανακύκλωση;

- Στην ανακύκλωση δίνουμε παλιά χαρτιά σε μια ειδική εταιρεία που τα κάνει καινούρια κι έτσι έχουμε καινούρια χαρτιά για να τα κάνουμε ότι θέλουμε.

- Α! Τώρα κατάλαβα! Θα δίνω κι εγώ χαρτιά για ανακύκλωση.

Κι έτσι όλοι, όχι μόνο το κοριτσάκι έδιναν χαρτιά για ανακύκλωση, λιγόστεψαν οι καπνοί, σταμάτησαν να βάζουν λιπάσματα και σταμάτησαν να κόβουν τα δέντρα. Η Άνοιξη ήταν ευχαριστημένη και πάλι από το παιδάκι αυτό γιατί έμαθε στους κατοίκους της πόλης να βοηθάνε να ζει η Άνοιξη και δεν αρρώστησε ποτέ πια.

Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς στην πόλη μας όπως έκανε και η πόλη εκείνου του παιδιού.

Πηνελόπη Αναστασιάδη Τάξη Γ1

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑΣ ΝΕΑΡΟΣ....

Ήταν μια φορά ένας νεαρός, ο οποίος συμπεριφερόταν μερικές φορές βίαια.

Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακουλάκι με καρφιά και του είπε να καρφώνει ένα καρφί στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο κάθε φορά που θα έχανε την υπομονή του και θα μάλωνε με κάποιον.

Την πρώτη μέρα έφθασε στο σημείο να καρφώσει 37 καρφιά στο πεζοδρόμιο. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν έμαθε να ελέγχει τον εαυτό του και ο αριθμός των καρφιών που κάρφωνε στο πεζοδρόμιο λιγόστευε μέρα με τη μέρα: είχε ανακαλύψει ότι ήταν πιο εύκολο να συγκρατείται από το να καρφώνει καρφιά.

Τελικά έφθασε η μέρα κατά την οποία ο νεαρός δεν έβαλε ούτε ένα καρφί στο πεζοδρόμιο. Τότε πήγε στον πατέρα του και του είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν χρειάστηκε να βάλει ούτε ένα καρφί.

Τότε ο πατέρας του, του είπε να βγάζει ένα καρφί για κάθε μέρα που θα περνούσε χωρίς να χάσει την υπομονή του.

Οι μέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά μπόρεσε να πει στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλα τα καρφιά από το πεζοδρόμιο.

Ο πατέρας του τότε , τον οδήγησε στο πεζοδρόμιο μπροστά από τον κήπο και του είπε:

- Παιδί μου, συμπεριφέρθηκες καλά, αλλά κοίτα πόσες τρύπες έχει το πεζοδρόμιο. Αυτό δεν θα είναι πια όπως πριν. Όταν μαλώνεις με κάποιο και του λες κάτι προσβλητικό, του αφήνεις μια πληγή όπως αυτή. Μπορεί να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο και μετά να του βγάλεις το μαχαίρι, ωστόσο όμως θα του μείνει πάντα μια πληγή.

- Λίγη σημασία έχει πόσες φορές θα ζητήσεις συγνώμη, η πληγή που γίνεται με τα λόγια κάνει τόση ζημιά, όσο μία πληγή στο σώμα σου. Οι φίλοι είναι σπάνιοι, σε κάνουν να γελάς και σου φτιάχνουν το κέφι. Πάντα είναι διαθέσιμοι να σε ακούσουν όταν το χρειάζεσαι, σε αγαπούν και σε δέχονται στο σπίτι τους.

Κωνσταντίνος Σταυρουλάκης Στ΄ τάξη

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ο ορίζοντας είναι πλατύς,
τόσο πλατύς, που ο ουρανός
φαίνεται σαν κόκκινος ή τάχα χρυσός,
δεν έχει σχέση γιατί τον βλέπω όπως τον φαντάζομαι.

Ο ουρανός, είναι σαν ένα σκηνικό που ….
δεν υπάρχουν οι γνωστοί ηθοποιοί,
αλλά τα άστρα και τα σύννεφα
που τρέχουν σαν τρελά.

Σε εκείνη την πλατεία που υπάρχει αυτό το
"σκηνικό" βρίσκεται ο Χριστός,
βρίσκεται η Παναγία,
αυτό το σκηνικό είναι ο Παράδεισος.

Δημήτρης Τσουκαράκης Τάξη ΣΤ'

Δύσκολοι καιροί

Δύσκολοι αυτοί οι καιροί...
δύσκολες αυτές οι μέρες...
τη μια να ζεις, και την άλλη...
και την άλλη να πεθαίνεις.

Πού είναι η πολυπόθητη ζωή;
Πού είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος;
Υπάρχουν όλα αυτά;
Αξίζει να τα ζούμε;

Ο θεός μας έφτιαξε και μας
έδωσε τη ζωή για να τη
ζούμε και να τη χαιρόμαστε
όχι για να την εκμεταλλεύονται οι άλλοι.

Να ζήσω ελεύθερος πάντα
επιθυμούσα και μακριά από μιζέρια,
διχόνοια και αφορμή το ταξίδι
αυτό να σταματήσω.

Το μόνο που ξέρω να σας πω
είναι ότι κάτι, κάποιον αγαπώ
και θα τον αγαπώ για πάντα,
αυτά θα εύχομαι να γίνεται με όλους.

Τελικά αξίζει να ζεις,
να βλέπεις, να μιλάς μόνο και
μόνο γι' αυτό, γιατί η ζωή είναι τυφλή
και η ψυχή μας θα την καθοδηγεί.


Γιάννης Κατερουδάκης Τάξη ΣΤ'

Η ζωή

Αχ, ζωή που έρχεσαι,
αλλά και φεύγεις
εσύ που παίρνεις τα νιάτα
αλλά και τα γηρατειά.

Η ζωή είναι ωραία αλλά,
μερικές φορές όχι,
η ζωή είναι ένα στάδιο
και εμείς οι αθλητές.

Η ζωή είναι τρυφερή
γεμάτη αγάπη και ευτυχία αλλά,
και φόβο και δυστυχία,
η ζωή είναι φόβος και τρόμος.

Αχ, ζωή σε έχω πεθυμήσει
με τα ωραία σου λιβάδια,
τα πολύχρωμα σου τα λουλούδια
και τα μακριά σου τα ποτάμια.

Αχ, ζωή που θέλω να σε ζήσω
όπως εγώ θέλω,
όπως εγώ φαντάζομαι
και όπως σε βίωνα παλιά.

Τι είναι η ζωή;
Τι είναι θάνατος;
Τι είναι Παράδεισος;
Τι πάει να πει άνθρωπος;

Έχω ακόμη πολλά ερωτήματα,
ερωτήματα αναπάντητα,
ερωτήματα για τη ζωή,
γι' αυτό ζήστε τη ζωή σας όσο διαρκεί.


Δημήτρης Τσουκαράκης Τάξη ΣΤ'

Τι μου αρέσει και τι... δεν μου αρέσει

... Λοιπόν παιδάκια, θέλω να σας πω για τα πράγματα που μου αρέσουν και για εκείνα που δεν μου αρέσουν.

Μου αρέσουν, πολύ οι γάτες γιατί βλέπουν τη νύχτα, έχουν διάφορα χρώματα, έχουν απαλό τρίχωμα, κάνουν νιάου και γουργουρίζουν όταν τις χαϊδεύω.

Ακόμη μου αρέσει το δάσος γιατί έχει δέντρα και καθαρό αέρα. Έχει ζωάκια που ζουν σ' αυτό, έχει θάμνους και καμιά φορά λίμνες και ποταμάκια. Και βέβαια έχει πολλά λουλούδια που ανθίζουν την Άνοιξη.

Δεν μου αρέσουν οι μεγάλες πόλεις με τις πολυκατοικίες και με τα σκουπίδια τους. Δεν μου αρέσουν γιατί έχουν ρύπανση του περιβάλλοντός τους απ' τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια, που γεμίζουν και τα πεζοδρόμια και δεν μπορούμε να περπατήσουμε.

Όμως, μ' αρέσει πολύ να κολυμπάω όταν είναι ήσυχη η θάλασσα στην Αίγινα και σε άλλα νησιά που

Μ' αρέσει να πηγαίνω το καλοκαίρι με το μπαμπά μου στο Διόνυσο, απέναντι απ' την Ακρόπολη και να τρώω σοκολατίνα κοιτάζοντας την Ακρόπολη και χαϊδεύοντας μια αδέσποτη γάτα που τα γκαρσόνια τη φωνάζουν "κυρια - Λουκά".

Μ' αρέσει το σχολείο μου γιατί εκεί παίζω με τους φίλους μου και μ' αρέσουν τα παλιά κτίρια της Αθήνας που είναι πολύ πιο όμορφα από τα σημερινά. Όμως μισώ το κόψιμο των δέντρων, τα καυσαέρια και τις ήττες του Ολυμπιακού.

Μ' αρέσει να βρίσκω στον ανοιξιάτικο ουρανό την Μεγάλη Άρκτο και τον Πολικό Αστέρα, να παίζω σκάκι, όπως σήμερα Σάββατο, που πήγα στο πρωτάθλημα σκακιού στον Ασπρόπυργο, μ' αρέσει να πηγαίνω στα παλιά κάστρα και να φαντάζομαι πολέμους και ήρωες, μ' αρέσει να κάνω ζωγραφιές κι όταν γυρίζω πεινασμένος στο σπίτι να τρώω σουβλάκι και πατάτες μπροστά στο αναμμένο τζάκι.

... Μ' αρέσουν κι άλλα πολλά πράγματα, αγαπητά μου παιδάκια. Όμως δεν τελείωσα εδώ και άλλη φορά θα σας πω περισσότερα για πράγματα που μου αρέσουν και για άλλα που δεν μου αρέσουν.

Όθων Μοδινός Τάξη Α2

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ

Έψαξαν κι έμαθαν πότε θα απογειωνόταν ο επόμενος πύραυλος. Ετοιμάστηκαν και περίμεναν. Τη μέρα που απογειώθηκε ο πύραυλος εκείνοι τον ακολούθησαν με το δικό τους αεροσκάφος. Η διαδρομή ήταν υπέροχη ως ένα σημείο. Καθώς, όμως, έφταναν στο φεγγάρι ένα τεράστιο χταπόδι τους έπιασε με τα πλοκάμια του και αντί για το φεγγάρι προσγειώθηκαν στον πλανήτη Ωχταπόδιους. Σ΄ αυτόν τον πλανήτη ζούσαν μόνο χταπόδια, για αυτό τον ονόμαζαν έτσι.

Εκεί τα χταπόδια κάτι έλεγαν μεταξύ τους.

- Δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε, είπε ο Μπίγκ.

- Μη στενοχωριέσαι γι' αυτό. Έχω φέρει έναν αυτόματο μεταφραστή μαζί μου, είπε ο Λίτλ. Μπορεί κα μεταφράζει ό,τι ακούει. Άκου!

"Θα τους βάλουμε σ' ένα κλουβί και το βράδυ θα τους δώσουμε για επιδόρπιο στο βασιλικό ζεύγος"

- Ωχ! Είμαστε χαμένοι, είπε αναστατωμένος ο Λίτλ. Όταν τους βάλανε στο κλουβί κι έφυγαν ο Μπίγκ άρχισε να γελάει.

- Γιατί γελάς, ρώτησε ο Λίτλ.

- Έχω φέρει μαζί μου ένα λέιζερ, που λιώνει τα σίδερα.

Ο Μπίγκ με το λέιζερ έλιωσε τα κάγκελα και τρέχοντας έφτασαν στο αεροσκάφος τους. Έβαλαν γρήγορα μπροστά και πέταξαν μακριά.

Στη συνέχεια άρχισαν να ψάχνουν για τη σελήνη. Πέρασαν από τον Άρη, τον Ερμή, την Αφροδίτη και τελικά έφτασαν στον προορισμό τους.

Εκεί άρχισαν να την εξερευνούν από άκρη σε άκρη. Κάποια στιγμή βρήκαν τους αστροναύτες που είχαν φτάσει εκεί και τους διηγήθηκαν την περιπέτειά τους. Ένιωσαν τότε πολύ ασφαλείς και χαρούμενοι. Άρχισαν να παίζουν, να κάνουν άλματα κ. α. Το βράδυ κάθισαν σ' ένα βράχο κι αγνάντευαν τη γη, που φαινόταν σαν μια μπάλα ποδοσφαίρου.

Την επομένη μέρα ξύπνησαν από κάτι παράξενους θορύβους. Βγήκαν έξω και τι να δουν; Ήταν δυο Αρειανοί, που είχαν πέσει κατά λάθος πάνω στη Σελήνη. Στη αρχή ο Μπίγκ και ο Λίτλ τρόμαξαν. Όταν, όμως ηρέμησαν, διαπίστωσαν ότι δεν ήταν επικίνδυνοι και το μόνο που ήθελαν ήταν βοήθεια, για να επισκευάσουν τον ιπτάμενο δίσκο τους. Τους έδωσαν ότι εργαλεία χρειάζονταν και σε λίγη ώρα είχαν γίνει φίλοι. Σ' αυτό βοήθησε πάρα πολύ και ο αυτόματος μεταφραστής, που τους βοηθούσε να καταλαβαίνουν τι λένε. Μόλις τελείωσε η επισκευή έπιασαν κουβέντα για τον πλανήτη Άρη και οι δυο φίλοι έμαθαν πάρα πολλές πληροφορίες που δεν τις ήξεραν. Κατά το απογευματάκι οι Αρειανοί, πριν φύγουν, χάρισαν ένα ενθύμιο από τον πλανήτη τους. Το ίδιο έκανε και ο Μπίγκ με το Λίτλ. Χάρισαν στους Αρειανούς από μια αστραφτερή πέτρα, που είχαν μαζί τους από τη γη.

Το επόμενο πρωινό άρχισαν τις προετοιμασίες για ην επιστροφή τους στη γη. Θα ακολουθούσαν τον πύραυλο, όπως είχαν κάνει και όταν ξεκίνησαν. Είχαν μεγάλη ανυπομονησία για την επιστροφή. Είχαν επιθυμήσει πολύ τη γη. Έφτασε η ώρα και ξεκίνησαν. Το ταξίδι της επιστροφής κράτησε αρκετά και τώρα πατούν μετά από μέρες το χώμα της γης. Τι όμορφα που είναι εδώ!

Ο Μπίγκ την επομένη μέρα διηγήθηκε την περιπέτειά του στους φίλους του. Αυτοί όμως δεν τον πίστεψαν. Νόμιζαν όμως ότι όλα αυτά τα είχε βγάλει από το μυαλό του. Όταν όμως τους έδειξε το ενθύμιο των Αρειανών έπεσαν κάτω αναίσθητοι από την έκπληξή τους και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα.

Παναγιώτης Μπουλουγούρας 13ο Δημ. Σχολ. Αμαρουσίου Τάξη ΣΤ'

Το σπάσιμο της σιωπής

Ανέρωτο κρασί, ανέρωτη ψυχή... όλα αυτά μαζί με την αγάπη ή την απέχθεια, τη χαρά ή τη λύπη αποτελούν κάτι το διαφορετικό, κάτι που ξεφεύγει απ' το νου κάτι σαν μια ανέρωτη ζωή, χαμένη στο μεσοδιάστημα... το μεσοδιάστημα της απεριόριστης ακουστότητας των ψιθύρων της καρδιάς.

Ψίθυροι λύπης και δυστυχίας ακούγονται τώρα, ψίθυροι που δεν ξεχνιούνται εύκολα. Δεν ξεχνιούνται γιατί είναι ψίθυροι ενός από τους δολοφόνους, που σκοτώνει τη ζωή του, που σκοτώνει και λυπάται που το κάνει, αλλά και λυπάται, που δεν το 'κανε πιο πριν, που χαίρεται επειδή σκότωσε σε στιγμή χαράς, αλλά λυπάται που ο ίδιος πέθανε σε στιγμή λύπης και απελπισίας. Δεν πέθανε σωματικά, πέφτοντας σαν μάρμαρο κάτω, αλλά πέθανε ψυχικά και η ψυχή του έπεσε κάτω σαν μαρμαρωμένη φλόγα σπάζοντας τη σιωπή, και έμεινε ένα σώμα να αιωρείται στον αέρα, και μια ψυχή αγκαλιά με το νεκρό να πετάει με συναισθήματα πρωτόγνωρα σε στιγμές τέτοιες.

Η ψυχή φεύγει από ένα σώμα στο πέρασμα από τη γήινη θνητότητα προς κάπου ανώτερα, κάπου που όλα αιωρούνται στο άγνωστο άπειρο.

Κανείς δεν ξέρει που πάνε με τόση ευελιξία, από πού φεύγουν, από ποια ψυχή είναι όλα αυτά, και... από ποια έλκονται προς κάπου... κάπου που για να το δεις χρειάζεται μάτια ψυχής, χρειάζονται πόνοι και λύπες και δύναμη, για να φτάσουμε επιτέλους σ' αυτήν την πλέον άγνωστη αθανασία που όλοι μας εικάζουμε, εικάζουμε και θα εικάζουμε για πάντα. Και δεν τελειώνει ούτε εκεί η ζωή, θα υπάρχει κάποια συνέχεια, θα υπάρχει και κάτι άλλο και το ξέρω, το ξέρω καλά αυτό.

Έχω ακούσει πολλά, δεν χρειάζεται ν' ακούσω άλλα. Μόνο ένα πράγμα ξέρω, μόνο αυτό μου χρειάζεται, μόνο αυτό μου δίνει κουράγιο και θάρρος για τη ζωή, μόνο αυτό με καθοδηγεί. Να μην κάνω το ίδιο λάθος, γιατί ο θεός είναι μεγάλος και θαυματουργός. Στη ζωή, τη φιλία κάποιων που έζησαν πριν χρόνια, θα 'θελα να ζήσω και να βοηθώ την ψυχή μου ν' αγαπήσω.

Πολλές φορές τον εαυτό μου χτύπησα και μπόρεσα πραγματικά να τον αδικήσω, όμως ο Θεός μου 'στειλε έναν άνθρωπο, που με συνόδευε και θα με συνοδεύει σ' όλη μου τη ζωή, μαζί μου από την ώρα που 'ρθα στον κόσμο, μαζί μου και τώρα τη δύσκολη αυτή στιγμή, που εγώ γράφω.

Γράφω και κοιτάω τον ορίζοντα, όπου κάπου εκεί κάτι γνώριμο βλέπω, κάτι φανταστικό, και ναι, είναι αυτό που ψάχνω, θα 'θελα να το πω, να τρέξω να το φωνάξω σ' όλους, μα κάτι γίνεται, κάτι κρατάει το στόμα μου κλειστό και μου λέει ότι πρέπει να μείνει μυστικό, ότι είναι για μένα μόνο, και αλίμονο αν δεν είναι αυτό που πάντα αναζητώ.

Όλοι το 'χουν δικό τους, όλοι το θέλουν μα, το αποφεύγουν. Πάνε μακριά και πίσω δε ρίχνουν ούτε μια ματιά. Την ύλη πάνε να βρουν. Να γίνουν, δήθεν, ευτυχισμένοι απ' αυτή, μα δεν ξέρουν, δεν ξέρουν από αγάπη. Δεν την ξέρουν, γιατί δεν την έχουν δει, δεν την έχουν αγγίξει, και έτσι όπως πάνε δεν θα την αγγίξουν ποτέ, ποτέ δεν θα τη νιώσουν. Μα εγώ αυτή τη στιγμή είμαι ευτυχισμένος και παρακινούμενος από αυτό κάθομαι και γράφω... Γράφω για να προσπαθήσουν να το δουν ΟΛΟΙ.

Γιάννης Κατερουδάκης Τάξη ΣΤ'

Η Κατάρα του Πεύκου

Μέσα, βαθιά, πολύ βαθιά υπάρχει κάτι, που σου ταράζει την καρδιά. Θαρρείς, αλλά δεν ξέρεις κι όλο λες:

"Γιατί; Γιατί; Ποιος μπορεί να σου απαντήσει; Εγώ; Εσύ; Όλοι μας;"

Η ζωή χάνεται κι εμείς δεν το καταλαβαίνουμε. Κόβεται, κόβεται κι όλο μικραίνει. Ανάβει η πέτρα, βγάνει φωτιά! Καίγομαι, πληγώνομαι! Δεν μπορώ άλλο! Κοιτάζω, διαπιστώνω, διαπερνώ, βλέπω, μες στο λιοπύρι. Μπορώ... ναι, μπορώ να κοιτάξω... μα ξάφνου... όχι δεν μπορώ! Δεν μπορώ ν' ανασάνω. Τι φταίει; Τι γίνεται; Δεν καταλαβαίνω! Γιατί; Γιατί; Πρέπει να ψάξω, να βρω το μυστικό. Να βρω εκείνη τη λύση!

Μακάρι να μπορέσω να βγάλω τις θλιβερές δεμένες τύψεις μου που με κρατάνε άδειο κι ανενεργό.

Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει γιατί τώρα πια είναι πλατύς μα... ταλαιπωρημένος. Έχασε το οξυγόνο του! Πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Πώς; Ο νους μου ανοίγει και λέει: "Ψάξε, ψάξε μες τα ερείπια. Βρες μια πηγούλα μοναχή".

Κι αρχίζω εγώ... Ψάχνω, ψάχνω συνεχώς. Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες, είμαι κοντά, το ξέρω και... ξαφνικά ξανάρχεται και ξαναλέει: "Βρες την! Πιε νεράκι! Ξανάσανε επιτέλους!" κι εγώ συνεχίζω, ώσπου… να την!

Κάθομαι, σκύβω να πιω, παίρνω μια μεγάλη ανάσα. Φεύγει ο καιρός, συνέχεια το ίδιο κι ας τρέχει εμπρός. Χτυπιέται ορθός ο ταλαίπωρος άνθρωπος. Γιατί γίνεται να σφάζουμε τα δέντρα μας που 'ναι τα σπλάχνα της ζωής μας;

Πώς θα συνεχίσεις να ζεις άνθρωπε; Και τώρα φωνάζεις:

- Τ' ακούς; Τ' ακούς; Αρχίζω να καταλαβαίνω.

- Πού πήγαν τα ποτάμια;

- Πού πήγαν κι οι πληγές απ' τα σημάδια;

Σακάτης ήτανε κι ολόρθος; Πώς να το κουμαντάρω εγώ; Πώς να μπορέσω να αφαιρεθώ;

"Γιάννη, φονιά!"

- Τι ήθελες κι έσφαξες το ζωντανό το δέντρο;

- Τη χάρη σου την προσκυνώ.

- Βόηθα με να φτάσω εκεί που θέλω και να σταθώ.

Η μάνα μου θα περιμένει κι εγώ θα είμαι... κει, δίπλα της...

Άγιε! Το δρόμο δεν τον βγάνω. Με τι καρδιά; Κι όμως... Ακόμα προσπαθώ.

Γιάννη! Πέφτεις!... Βογκάς βαριά. Εκεί τριγύρω... ακόμα... φωνή καμιά.

Στ' αγκάθια πέθανε... μα... θα ξαναγεννηθεί στην ερημιά.

(Σκέψεις και Συναισθήματα του μαθητή Κων/νου Σταυρουλάκη, που πήγασαν απ' την ψυχή του σαν διάβαζε κι ανέλυσε το ποίημα "Η κατάρα του πεύκου")

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
|Σελίδα 1| |Σελίδα 2| |Σελίδα 3_ 1| |Σελίδα 3_2| | Σελίδα 4| |Σελίδα 5| |Σελίδα 6| | Σελίδα 7| |Σελίδα 8_1| |Σελίδα 8_2| |Σελίδα 9| |Σελίδα 10| |Σελίδα 11| |Σελίδα 12_1| |Σελίδα 12_2| | Σελίδα 13|
Η σχεδίαση και η κατασκευή των σελίδων έγινε από το Βασίλη Φουρτούνη
Email: Korifasio2001@yahoo.gr Copyright © 2001 BASILIS FOYRTOYNIS