Πάτησε
το χεράκι για να πας στην προηγούμενη σελίδα
3.
Ο ΜΠΕΜΠΗΣ ΑΡΧΙΛΗΣΤΑΡΧΟΣ
Κάποτε
ο Μπέμπης διάβαζε βιβλία με ληστές, τα οποία του έκαναν τόση εντύπωση
που ήθελε και ίδιος να γίνει σαν κι αυτούς. Ένας ληστής. Μια μέρα λοιπόν
που ήρθε ο φίλος του ο Φούσκας, ο Μπέμπης τον έλεγε έτσι γιατί ήταν χοντρός
και λίγο χαζούλης - το πραγματικό του όνομα ήταν Νίκος, τον έπεισε να
γίνουν ληστές. Βρήκαν ψεύτικα και σκουριασμένα όπλα και ντύθηκαν με περίεργες
φορεσιές. Το λημέρι τους αποφάσισαν να είναι στο εκκλησάκι του Προφήτη
Ηλία.
Στο
δρόμο τους για το λημέρι βρήκαν ένα γαϊδούρι και το έκλεψαν. Προχωρώντας,
καβάλα στο γαϊδούρι, συνάντησαν ένα κορίτσι, τη Φεβρωνία και την πήραν
μαζί τους. Στον Προφήτη Ηλία έφτιαξαν το λημέρι τους, και κουρασμένοι
όπως ήταν έφαγαν όλες τις προμήθειες που είχαν, και τότε έψαξαν για νερό.
Ο Φούσκας, μ΄ ένα μπουκάλι που είχε η Φεβρωνία, πήγε και έφερε νερό και
έτσι ξεδίψασαν. Μετά απ΄ όλα αυτά έστησαν καραούλι για να πιάσουν έναν
όμηρο.
Κάποια
στιγμή είδαν από μακριά ένα νεαρό τσοπάνη με τα πρόβατά του, τον Μεμά.
Όρμησαν όλοι προς το μέρος του Μεμά, ο οποίος από τον φόβο του άρχισε
να τρέχει προς το χωριό, και κατάφεραν να του αρπάξουν ένα αρνάκι, το
οποίο πήραν μαζί τους στο λημέρι. Η Φεβρωνία δεν ήθελε να σφάξουν το αρνί
και να το φάνε γιατί ήταν μικρούλι, μακριά από τη μαμά του, και το λυπόταν.
Η
μικρή συμμορία ξανάστησε καρτέρι στο λημέρι , όπου κατά το μεσημέρι άκουσαν
βήματα να πλησιάζουν. Ήταν ο κύριος Αμβρόσιος που πήγαινε ν΄ ανάψει τα
καντήλια του Προφήτη Ηλία. Ο Φούσκας και η Φεβρωνία άρχισαν τότε να σφυρίζουν
δυνατά ενώ ο Αρχηλήσταρχος πετάχτηκε μπροστά στον κύρ- Αμβρόσιο ο οποίος
από τον φόβο του άρχισε να τρέχει μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια. Ο Αρχιλήσταρχος
έτρεχε από πίσω του, μέχρι που κατάλαβε ότι οι άλλοι δεν τον ακολουθούσαν,
και καθώς ήταν φοβήθηκε να συνεχίσει και επέστρεψε απογοητευμένος στο
λημέρι.
Εν
τω μεταξύ στην πόλη οι γονείς άρχισαν να ανησυχούν για τα παιδιά τους.
Πρώτη η μητέρα της Φεβρωνίας με μια βέργα στα χέρια άρχισε να τη ψάχνει.
Ο πατέρας του Φούσκα έψαχνε και αυτός το γιο του για να βοηθήσει στο ψάρεμα.
Τελευταίος άρχισε να ψάχνει και ο πατέρας του Μπέμπη. Ο κυρ - Μάνθος έψαχνε
κι΄ αυτός το γάιδαρο του που το είχε χάσει, αφού τον είχαν κλέψει τα παιδιά.
Όλοι αυτοί αποφάσισαν να πάνε στην αστυνομία, και εκεί που διηγούνταν
τα περιστατικά, εμφανίστηκε ο Μεμάς και μετά από λίγο ο κυρ- Αμβρόσιος.
Ο Μεμάς είπε ότι είδε 20 ληστές που του έκλεψαν ένα αρνί και τον κυνήγησαν.
Ο κυρ- Αμβρόσιος είπε κι΄ αυτός ότι είδε 30 ληστές-άγριους που τον κυνήγησαν
κι αυτόν. Όλοι μαζί συνεδρίασαν στο δημαρχείο και αποφάσισαν να φέρουν
στρατιώτες, χωροφύλακες και πολίτες, για να περικυκλώσουν τον Προφήτη
Ηλία. Έτσι και έκανα. Έβαλαν ανακοίνωση να κλειστούν οι μάνες και τα παιδιά
στα σπίτια γιατί την ίδια κιόλας βραδιά θα έκαναν επίθεση στους ληστές
για να σώσουν τα παιδιά, μιας και πίστεψαν ότι τ΄ άρπαξαν οι ληστές.
Περικύκλωσαν
τον Προφήτη Ηλία και άρχισαν να ρίχνουν ντουφεκιές. Τα παιδιά τότε άναψαν
μια πελώρια φωτιά, και στη συνέχεια έπαιρναν κάρβουνα από εκεί και τα
πετούσαν στους στρατιώτες. Ο Φούσκας και η Φεβρωνία ήθελαν να γυρίσουν
στα σπίτια τους και μετά από πολλά παρακάλια έπεισαν τον Αρχιλήσταρχο
να υψώσει λευκή σημαία για να παραδοθούν. Έκοψαν ένα κομμάτι από τη φουστανέλα
του Μπέμπη και το έδεσαν σ΄ ένα ξύλο. Ο Φούσκας και η Φεβρωνία βοήθησαν
τον Μπέμπη να υψώσει τη σημαία. Μόλις οι στρατιώτες , οι χωροφύλακες και
οι υπόλοιποι είδαν τη σημαία, άρχισαν σιγά - σιγά να ανεβαίνουν το λόφο.
Φτάνοντας στο λόφο είδαν τα παιδιά μόνα τους. Τα παιδιά είπαν πως οι ληστές
είχαν φύγει. Βέβαια οι γονείς τους τούς έπεισαν να πούνε την αλήθεια και
αφού τους πήγαν σπίτι τους άρχισαν στις ξυλιές.
Ράνια Κούρου: Από το βιβλίο, μου άρεσε πάρα πολύ η στιγμή που ο
Μπέμπης και ο Φούσκας αποφάσισαν να γίνουν ληστές και άρχισαν να ψάχνουν
για ρούχα και όπλα. Τα παιδιά ντύθηκαν με παράξενα ρούχα και μετά άρχισαν
να διασκεδάζουν και να γελούν δυνατά όταν, για όπλο, βρήκαν ένα νεροπίστολο.
|
Κυβέλη
Κομνηνού: Μου έκανε εντύπωση ο Μπέμπης που έκανε τον δυνατό και τον
γενναίο για να δείξει ότι είναι μεγάλος. Η Φεβρωνία φέρθηκε ανεύθυνα γιατί
πείστηκε εύκολα να κάνει την ψυχοκόρη και έχασε και τα λεφτά της μάνας της.
Το βοσκόπουλο και ο κυρ- Αμβρόσιος δεν καταφέρανε να πούνε στον αστυνομικό
τι ακριβώς συνέβη. Το παιχνίδι των παιδιών ενώ άρχισε από κανονικό παιχνίδι
μετά έγινε σοβαρό γιατί ξεσήκωσε όλη την πόλη.
Ράνια
Κούρου Τάξη Ε', Κυβέλη Κομνηνού Τάξη Δ'
4.
Ο ΤΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΟΤΟΣ
Κάποτε
ζούσαν δύο δίδυμα αδελφάκια, ο Τάκης και ο Τοτός. Ήταν πολύ αγαπημένα
αδέλφια. Ότι έκανε ο Τάκης, το έκανε και ο Τοτός. Μία μέρα λοιπόν καθώς
έπαιζαν βρήκαν ένα γράμμα. Δεν ήξεραν να διαβάζουν κι έτσι πήγανε στην
μαμά τους να τους το διαβάσει. Το γράμμα αυτό ήταν από την ξαδελφούλα
τους τη Λιλίκα που ήθελε να τους επισκεφτεί. Ο Τάκης και ο Τοτός αγαπούσαν
πολύ την ξαδελφούλα τους και γι' αυτό, για χάρη της, μάζεψαν φρούτα από
το περιβόλι. Ώσπου μία μέρα η Λιλίκα ήρθε. Χαρές που έκαναν τα δύο αδέλφια.
Όμως κάποτε έφτασε η στιγμή που η Λιλίκα έπρεπε να φύγει. Οι δίδυμοι της
υποσχέθηκαν ότι όταν μεγαλώσουν θα μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν.
Πέρασαν τα χρόνια, ο Τάκης και ο Τοτός μεγάλωσαν. Έμαθαν να γράφουν και
να διαβάζουν και πήγαν και στον στρατό. Την μία ημέρα ήταν ο Τάκης Λοχαγός
και την άλλη Υπολοχαγός, το ίδιο και ο Τοτός. Και όταν μεγάλωσαν κι άλλο
διάβαζαν μαζί το ίδιο βιβλίο.
Δέσποινα
Ζενεμπίση Τάξη Δ'
5.
Οι Μικροί Βοσκοί
Ένα
από τα σπουδαιότερα βιβλία του Γρηγόρη Ξενόπουλου είναι "Οι Μικροί
Βοσκοί". Οι Μικροί Βοσκοί μας μιλάνε για δύο παιδιά, την Μάρω και
τον Γιαννάκη, που μια φορά τους είχαν στείλει να φυλάξουν τα πρόβατα.
Ο Γιαννάκης είδε ένα μικρό προβατάκι που τον ενθουσίασε και το ονόμασε
Ασπρούλη. Μαζί με την αδερφή του φρόντιζαν τα πρόβατα, τους έδιναν χόρτα
και τα έβγαζαν βόλτα. Μια φορά ο Ασπρούλης έγινε η αιτία να κινδυνεύσει
το αγόρι. Καθώς είχαν πάει το κοπάδι να το ταΐσουν, ο Ασπρούλης όπως χοροπηδούσε
βρέθηκε ξαφνικά μέσα στο ποτάμι. Κινδυνεύοντας ο Γιαννάκης μπόρεσε να
τον σώσει.
Όταν πλησίασε το καλοκαίρι κούρεψαν τα πρόβατα και πρώτα από όλα τον μικρό
Ασπρούλη. Με τα μαλλιά που μάζεψαν η Μάρω γέμισε την ρόκα της και άρχισε
να γνέθει. Ο αδερφός της την βοήθησε να κάνει το μαλλί κλωστή και να του
πλέξει κάλτσες. Έτσι αισθάνθηκαν υπερήφανοι για την δουλειά που έκαναν,
που οφειλόταν στον πατέρα τους που τους αγόρασε τα πρόβατα, στον Ασπρούλη
που έδωσε το μαλλί, και στην Μάρω που έπλεξε τις κάλτσες.
Παναγιώτης Τόλιας Τάξη Δ'
Νικήτας
Μπούρας Τάξη Γ'
|