Δε γυρίζει το ματς – Δεν κερδίζεται μια μάχη που έχει ήδη χαθεί εδώ και καιρό

0

H Αυγή της 5ης Ιουνίου βγήκε με τον εντυπωσιακό τίτλο «Κι όμως, γυρίζει!» χρησιμοποιώντας μια φράση που όπου ένας αγώνας μπορεί ακόμη και τις καθυστερήσεις να κερδηθεί. Μόνο που όσοι έχουν παρακολουθήσει κάποιους ποδοσφαιρικούς αγώνες γνωρίζουν ότι για να «γυρίσει» ένας ς αγώνας συνάρτηση του σκορ και του χρόνου που απομένει. Και σε τούτο το ματς με 9,3 μονάδες διαφορά και περίπου ένα μήνα μόνο μέχρι τις εκλογές τα περιθώρια μάλλον είναι στενά.
Στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, ο πρωθυπουργός,  επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι το κυβερνών κόμμα εξακολουθεί να μην αντιλαμβάνεται το βάθος της δυσαρέσκειας που έχει να αντιμετωπίσει
Σε αντίθεση με τις πρώτες του τοποθετήσεις ο Αλέξης Τσίπρας αυτή τη φορά παραδέχτηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη πραγματική ήττα στις εκλογές. Μόνο που ως προς την κατανόηση των αιτιών της ήττας, κυρίως στάθηκε στο ζήτημα της «κούρασης ενός λαού που βίωσε τόσα χρόνια κρίσης».
Αυτό δείχνει ότι δεν έχει κατανοήσει την πραγματική αιτία της ήττας. Αν δεχτούμε την άποψη του Τσίπρα τότε ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε τη βασική δέσμευση που ανέλαβε το 2015, δηλαδή να εφαρμόσει το μνημόνιο με σχετικά μικρότερο κόστος και μετά να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και παρ’ όλα αυτά ο λαός ήταν ταυτόχρονα και «κουρασμένος».
Πάντως η άποψη αυτή ισοδυναμεί με αυτό που ακούστηκε τις πρώτες μέρες μετά τις ευρωεκλογές, ότι ο λαός δεν αντιλήφθηκαν το έργο της κυβέρνησης και ψήφισαν υπό το βάρος της… πλάνης τους.
Επίσης ο πρωθυπουργός επέμεινε ότι δεν είχε μεγάλο κόστος από τη Συμφωνία των Πρεσπών ή ότι θεώρησε περίπου δευτερεύοντα τα ζητήματα ύφους και ήθους της εξουσία ή την αλαζονεία που επέδειξαν διάφορα στελέχη του.
Μόνο που όλα αυτά φανερώνουν μια έως και ανεπίτρεπτη αδυναμία κατανόησης του εκλογικού σώματος. Οι ψηφοφόροι ούτε πεπλανημένοι είναι, ούτε… αδικούν την κυβέρνηση. Ούτε αποτελεί η κούραση το βασικό στοιχείο της πολιτικής συμπεριφοράς τους.
Οι ψηφοφόροι είναι αυτοί που τον Ιανουάριο του 2015 εμπιστεύτηκαν το περίφημο «αντιμνημονιακό» πρόγραμμα της κυβέρνησης και της έδωσαν το δικαίωμα να προχωρήσει σε ρήξη ή έστω ανυπακοή στην Τρόικα και πίστεψαν ότι θα μπορούσε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα να συνδυάσει το Μνημόνιο με ένα «παράλληλο πρόγραμμα» κοινωνικών μέτρων.
Αντί για αυτό αντιμετώπισαν την πλήρη εφαρμογή ενός Μνημονίου που σε λίγα διέφερε από τα προηγούμενα, με σκληρά φορολογικά μέτρα, επέκταση της ελαστικής εργασίας και βίωσαν ύφος και ήθος εξουσίας αρκετά μακρινό από το «ηθικό πλεονέκτημα» της αριστεράς.
Όλα αυτά οδήγησαν αρκετούς από αυτούς να αισθάνονται πλέον αποξενωμένοι από τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα με έναν τρόπο που δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί απλώς με κάποιες παροχές.
Επιπλέον η λογική που ακολουθήθηκε ότι «για όλα φταίνε οι άλλοι» ήταν καταστροφική. Ενώ παραδέχτηκαν αρχικά ότι τα μέτρα της κυβέρνησης έπληξαν τη μεσαία τάξη, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσαν να την αποκρούσουν αυτή την άποψη, παρότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο Γιώργος Χουλιαράκης που εδώ και καιρό είχαν παραδεχτεί ότι πήραν μέτρα σε βάρος της μεσαίας τάξης για να μπορέσουν να στηρίξουν τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας.
Κι ερχόμαστε στο τελευταίο απ’ όσα θα  μπορούσαμε να αναφέρουμε. Είναι η λογική των διλημμάτων.
Σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπα το δίλημμα που τίθεται είναι το εξής: «Το ερώτημα είναι εάν θα είναι [ενν. μια κυβέρνηση] με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ή μια κυβέρνηση συντηρητική που θα γυρίσει τη χώρα πίσω».

Σε αυτό το δίλημμα ό πρωθυπουργός παραβλέπει ότι τα διλήμματα στην πολιτική δεν μπορούν να τίθενται μόνο με όρους αρνητικού προσδιορισμού του ενός πόλου. Χρειάζεται και η θετική προοπτική. Αυτό που ο πρωθυπουργός ονόμασε «κούραση», στην πραγματικότητα ήταν μια βαθύτερη δυσαρέσκεια και απογοήτευση για ένα κόμμα που δεν έκανε τίποτα απ’ όσα είχε υποσχεθεί και ο πολίτης διαπιστώνει αυτή την μεγάλη αλήθεια.
Επομένως εάν μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία, ένα κόμμα βλέπει ότι χάνει σε επιρροή και βρίσκεται πολύ πίσω από το αντίπαλό του, τότε είναι μάλλον είναι αδύνατο να «γυρίσει το ματς».

Share.

Comments are closed.