Δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε την Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας μας βασικό μέλημα τόσο της άσκησης της πολιτικής μας όσο και των κοινωνικών και πολιτιστικών προτεραιοτήτων μας.
Και δεν είναι ικανοποιητική η εύκολα προσφερόμενη ερμηνεία για την όχι ιδιαίτερα φιλική στάση της Ε.Ε. στην πρόσφατη οικονομική κρίση της Ελλάδας. Υπήρχε και πριν κλίμα δισταγμού και προβληματισμού όσον αφορά το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Και αυτό το κλίμα φυσικά δεν αφορά μόνο τη δική μας περίπτωση αλλά και τα περισσότερα κράτη της Ε.Ε.
Ζούμε σε μια αντίφαση. Από τη μια πλευρά έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η ευρωπαϊκή πορεία μας είναι αυτή που διασφαλίζει καλύτερα – σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη στρατηγική επιλογή – τα εθνικά συμφέροντά μας και από την άλλη δεν αγωνιζόμαστε με σχέδιο και αποφασιστικότητα γι’ αυτή την προοπτική.
Και όλα αυτά, όταν βλέπουμε το πως όλες οι χώρες της Ευρώπης – και πέραν αυτής – επιθυμούν διακαώς την ένταξή τους σε αυτό τον υπερεθνικό θεσμό. Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, είναι αναγκαία μια πολιτική συζήτηση για το πως θα ενεργοποιηθούμε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής φυσιογνωμίας μας.
Διαπιστώνουμε έκπληκτοι την πρωτοφανή αύξηση των ακροδεξιών, ρατσιστικών, σκοταδιστικών, παραθρησκευτικών ρευμάτων στις τελευταίες εκλογές, αλλά δεν αναρωτιόμαστε ότι όταν δεν υπάρχει ένα εθνικό και δημοκρατικό αφήγημα, τότε ξεπηδούν κινήσεις με κάλυμμα αντισυστημισμού αλλά κατά βάση με περιεχόμενο ανορθολογισμού και αυταρχισμού.
Σήμερα στην πολιτική ατζέντα δεν υπάρχει μόνο ή και κυρίως το δίπολο «αριστερά – δεξιά» αλλά το δίπολο «αυταρχισμός – δημοκρατία». Και αυτή η πόλωση αφορά πολλές χώρες στις οποίες ήταν δεδομένο / διασφαλισμένο για τις προηγούμενες δεκαετίες το ζήτημα της δημοκρατίας και της προόδου. Προφανώς υπάρχει πρόβλημα δημοκρατικής λειτουργίας και κοινωνικής νομιμοποίησης των αποφάσεων της Ε.Ε. Αλλά αυτό δεν λύνεται με τον ευρωσκεπτικισμό και την αμφισβήτηση της ούτως ή άλλως βασικής εθνικής μας στρατηγικής.
Σε αυτή την αναγκαιότητα της ενίσχυσης και της ουσιαστικοποίησης, ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι σημαντικός. Και πρέπει να επωφεληθούμε από τις επιμέρους πολιτικές της Ε.Ε. στον τομέα αυτό – και για το κοινωνικό τους αποτύπωμα και για τον εξορθολογισμό της πολιτικής ατζέντας.
Θεωρώ ότι η θεματολογία που θέτει η Ε.Ε. στον τομέα της παιδείας – παρά το γενικότερο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της οικονομίας – δίνει θετικές δυνατότητες για να ενισχυθεί η προσπάθεια για την πολιτική ενοποίηση και τον εκδημοκρατισμό της Ε.Ε.
«Για τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης απαιτούνται μεταρρυθμίσεις. Η απόφαση για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων αυτών αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών. Παράλληλα, όλα τα κράτη μέλη έχουν κοινό συμφέρον να προχωρήσουν και να αποφέρουν καρπούς οι μεταρρυθμίσεις, από τις οποίες θα ωφεληθεί η Ευρώπη στο σύνολό της, για παράδειγμα υπό τη μορφή κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης και αύξησης της ανάπτυξης, της απασχόλησης, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας».
Η σχετική Επιτροπή ζητά μια φιλόδοξη ευρωπαϊκή θεματολογία για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, για την αντιμετώπιση των πολλών προκλήσεων: τις αυξανόμενες ανισότητες, το γερασμένο εργατικό δυναμικό, την ψηφιοποίηση κλπ.
Προτείνει να εργαστούν από κοινού με τα κράτη μέλη για έναν ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης που βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την αμοιβαία αναγνώριση, τη συνεργασία και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, την κινητικότητα και την ανάπτυξη.
Ο ευρωπαϊκός χώρος εκπαίδευσης έχει τρία βασικά σκέλη:
- Ενίσχυση της διασυνοριακής κινητικότητας.
- Επένδυση στους ανθρώπους και την εκπαίδευσή τους.
- Ενίσχυση της αίσθησης των ανθρώπων για την ευρωπαϊκή ταυτότητα και της ευαισθητοποίησης για την πολιτιστική κληρονομιά.
«Δεδομένης της σχέσης της εκπαίδευσης με άλλους τομείς πολιτικής, η συνεργασία μεταξύ τομέων πολιτικής θα μπορούσε να ενισχυθεί. Αυτό θα μπορούσε να λάβει τη μορφή κοινών συζητήσεων για τις πολιτικές, σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις πολιτικές για την οικονομία, τα δημόσια οικονομικά, την απασχόληση, την κοινωνική προστασία, την υγεία και την ενσωμάτωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών.
Η εκπαίδευση συμβάλλει επίσης σε σημαντικό βαθμό στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης που οδηγεί στον βίαιο εξτρεμισμό. Η συνεργασία αυτή θα μπορούσε επίσης να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση της βάσης τεκμηρίωσης σχετικά με το τι λειτουργεί σωστά στην εκπαίδευση».
Στη χώρα μας με ευθύνη της κυβέρνησης, μια τέτοια πολιτική δεν έχει καν τεθεί ως θεωρητικό πόνημα.
* Ο Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής
Πατήστε εδώ και δείτε τα 286 προηγούμενα άρθρα του Νίκου Τσούλια