Την ώρα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να πείσει ότι ενδιαφέρεται για τους πολίτες, παρεμβαίνοντας δύο φορές για να ρυθμίσει δήθεν τις τραπεζικές προμήθειες σε καθημερινές συναλλαγές, ουδεμία πρωτοβουλία αναλαμβάνει για τα τραπεζικά υπερκέρδη από τη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια δανείων και καταθέσεων, που έσπασε όλα τα ρεκόρ επί ημερών Μητσοτάκη και άφησε στους (κυρίως ξένους) μετόχους των τραπεζών κέρδη 11,4 δισ. ευρώ σε μια τριετία.
Το ΠΑΣΟΚ είχε ξεκάθαρη θέση και πρόταση για τα τραπεζικά υπερκέρδη: να φορολογηθούν με συντελεστή 5% υπέρ της κοινωνίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προστάτευσε τις τράπεζες από ένα τέτοιο, έκτακτο φόρο, παρότι και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης οι κυβερνήσεις ανέλαβαν ανάλογες πρωτοβουλίες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτιμούσε, αντί να λαμβάνει μέτρα υπέρ της κοινωνίας, να στήνει θεατρικές παραστάσεις με υπουργούς Οικονομικών που δήθεν ασκούσαν πίεση στις τράπεζες για καλύτερα επιτόκια στους συναλλασσόμενους.
Ο Χρήστος Σταϊκούρας μιλούσε για… μπινελίκια που υποτίθεται ότι αντάλλαξε σε συνάντηση με τους τραπεζίτες, ο Κωστής Χατζηδάκης έλεγε ότι θα έσωζε τους αποταμιευτές από τα χαμηλά επιτόκια των τραπεζικών καταθέσεων, προσφέροντας έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου με καλύτερες αποδόσεις. Τίποτε από όλα αυτά δεν λειτούργησε και πλέον ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, έχει εξαφανίσει εντελώς το θέμα των επιτοκίων από τη συζήτηση με τις τράπεζες και αρκείται να παρεμβαίνει για τις χρεώσεις στα ATM.
Έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αφήνει να εμπεδωθεί μια νέα «κανονικότητα»: οι τράπεζες παίρνουν τις καταθέσεις με μηδενικά επιτόκια, χρεώνουν ακριβά για τα δάνεια, τα περιθώρια επιτοκίου διατηρούνται υψηλά, οι τράπεζες παράγουν υπερκέρδη και οι μέτοχοί τους, κυρίως ξένοι μεγαλοεπενδυτές, απολαμβάνουν υπεραξίες από τις μετοχές και παχυλά μερίσματα, μεταφέροντας αυτόν τον πλούτο στις χώρες τους.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΣΤΗΣΑΝ ΠΑΡΤΙ ΜΕ ΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΑ.
Τα στοιχεία για τα επιτόκια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που ανατρέχουν ως τα πρώτα χρόνια της ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη, αποκαλύπτουν ότι η εποχή Μητσοτάκη ήταν η «χρυσή» εποχή των τραπεζών:
- Τον Ιούνιο του 2022, δηλαδή ένα μήνα πριν αρχίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις αυξήσεις επιτοκίων για να κάμψει τον πληθωρισμό, οι ελληνικές τράπεζες είχαν κατεβάσει το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στο μηδέν. Για την ακρίβεια, στο 0,03%. Έπαιρναν, δηλαδή, άτοκα τις καταθέσεις. Και χρέωναν μέσο επιτόκιο 3,93%, διαμορφώνοντας το περιθώριο επιτοκίου στο 3,90%.
- Στην αλλαγή του νομισματικού κύκλου, με τις διαδοχικές αυξήσεις από την ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες έστησαν ένα «πάρτι», πρωτοφανές μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδέποτε, ακόμη και στα πρώτα χρόνια ένταξης στην ευρωζώνη, οι ελληνικές τράπεζες είχαν φτάσει σε περιθώρια επιτοκίου πάνω από 5%. Όμως, από τον Ιανουάριο 2023 και για 16 συνεχείς μήνες, το περιθώριο επιτοκίου ξεπέρασε το 5%, φθάνοντας ακόμη και το 6,38% τον
Αύγουστος 2023. - Στην περίοδο των υψηλών επιτοκίων, οι ελληνικές τράπεζες ήταν σταθερά ανάμεσα στις πρώτες της ευρωζώνης σε περιθώρια επιτοκίου, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ. Την τριετία 2022 – 2024 ο τραπεζικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών εκτινάχθηκε 123% υψηλότερα, ενώ οι τράπεζες επανήλθαν, για πρώτη φορά από το 2007, στις διανομές μερισμάτων στους μετόχους τους.
- Στην περίοδο των υψηλών επιτοκίων, 2022 – 2024, οι τραπεζικοί όμιλοι είχαν συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών κέρδη προ φόρων ύψους 14,691 δισ. ευρώ και καθαρά κέρδη ύψους 11,376 δισ. ευρώ. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη δικαιολογία ότι όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια είναι συνήθεις εξελίξεις στο πλαίσιο της λειτουργίας της τραπεζικής αγοράς.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, έστω και με τους συνήθεις αργούς ρυθμούς της, έχει επισημάνει τα προβλήματα, κυρίως όσον αφορά τα επιτόκια καταθέσεων και από το περασμένο καλοκαίρι διενεργεί σχετική, κλαδική έρευνα.
Όπως έχει ανακοινώσει η Επιτροπή: Από την προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας σε δημόσιες πηγές προκύπτουν δυο παρατηρήσεις:
πρώτον, η αυξημένη διαφορά μεταξύ του μέσου επιτοκίου καταθέσεων και δανεισμού (επιτοκιακό περιθώριο),
δεύτερον, ο χαμηλός βαθμός μετακύλισης των μεταβολών των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην εγχώρια αγορά καταθέσεων συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σύμφωνα με δημόσια διαθέσιμα στοιχεία, τα επιτοκιακά περιθώρια αναφορικά τόσο με τα νέα, όσο και με τα υφιστάμενα δάνεια και καταθέσεις στην Ελλάδα είχαν αυξηθεί σε ποσοστό πλησίον του 60% σε διάστημα περίπου 2,5 ετών (από τον Ιανουάριο 2021 έως τον Αύγουστο 2023). Από τον Μάιο του 2024 φαίνεται πως έχει ξεκινήσει μια σταδιακή – αν και μικρής ακόμα έκτασης – αποκλιμάκωση των επιτοκιακών περιθωρίων.
Επίσης, από τον Ιούλιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) προχώρησε σε διαδοχικές αυξήσεις του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων (“deposit facility rate”) μετά από αρκετά μεγάλο διάστημα μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων. Στο διάστημα που ακολούθησε, οι αυξήσεις αυτές πέρασαν, σε κάποιον βαθμό, στα επιτόκια που προσφέρουν οι ελληνικές τράπεζες στους καταθέτες, όμως η μετακύλιση αυτή στην εγχώρια αγορά φαίνεται ότι εκδηλώθηκε σε περιορισμένη κλίμακα και με καθυστέρηση, τόσο σε σχέση με άλλα κράτη μέλη, όσο και με την ανταπόκριση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος σε αντίστοιχη φάση αύξησης κατά το παρελθόν.
ΤΑ ΥΠΕΡΚΕΡΔΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΡΚΤΑ ΑΛΛΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΡΝΕΙΤΑΙ ΝΑ ΦΟΡΟΛΟΓΉΣΕΙ. Τα υπερκέρδη, λοιπόν, των ελληνικών τραπεζών όχι μόνο είναι υπαρκτά, αλλά γνωρίζουμε και από πού προέρχονται: κυρίως, δηλαδή, από τα απαράδεκτα χαμηλά επιτόκια που προσφέρουν στους καταθέτες και δευτερευόντως από τα αρκετά υψηλά επιτόκια στα δάνεια. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να φορολογήσει αυτά τα υπερκέρδη υπέρ του κοινωνικού συνόλου, κάνει σαν να μην βλέπει το πρόβλημα και αφήνει το «πάρτι» να συνεχίζεται.
Αρνήθηκε ακόμη και να αναδείξει σοβαρά στη δημόσια συζήτηση το πρόβλημα των επιτοκίων και να ασκήσει πολιτική πίεση στις τράπεζες για να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους.
Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: η κυβέρνηση Μητσοτάκη ευθυγραμμίζεται πλήρως με τα συμφέροντα των τραπεζιτών και των ξένων διαχειριστών κεφαλαίων και θεωρεί ότι είναι απολύτως εύλογο να πληρώνει η ελληνική κοινωνία τον λογαριασμό αυτού του «πάρτι».
* Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι πρώην Υπουργός, Γραμματέας και Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ καθώς και σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου. Διετέλεσε υπεύθυνος του Γραφείου Αλληλεγγύης και του Τομέα Τεκμηρίωσης του ΠΑΣΟΚ. Μέλος της ΚΠΕ του ΠΑ.ΣΟ.Κ
Πατήστε και δείτε τα 116 προηγούμενα άρθρα ή συνεντεύξεις του Μιχάλη Καρχιμάκη