Η Δικαιοσύνη, ως θεσμός, λειτουργεί με ανθρώπους. Είναι λοιπόν ανθρώπινο και, άρα, πιθανό να συμβαίνουν και λάθη στη λειτουργία της, όπως αυτά των τελευταίων ημερών, με τους ενεχυροδανειστές κλπ. Έχει, όμως, σημασία τα όποια λάθη, ελάχιστα ευτυχώς, να είναι δικά της, δικής της «υπαιτιότητας» χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε εξωδικαστικές παρεμβάσεις, που προέρχονται από πολιτικούς και άλλους παράγοντες. Άλλωστε, υπάρχουν δικαιοδοτικές βαθμίδες, που επιτρέπουν τη διόρθωση των όποιων δικαστικών λαθών.
Πώς, όμως, μπορεί να πείθεται κάποιος ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη λειτουργία ( εξουσία), όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αφού είναι αντικειμενικά «καπελωμένη» από την όποια κυβέρνηση; Αφού έχει κυβερνητικό προϊστάμενο, τον υπουργό Δικαιοσύνης και αφού την ηγεσία της διορίζει η κυβέρνηση και, εν τέλει, ο πρωθυπουργός. Επομένως, απόλυτη ανεξαρτησία της Δικαστικής λειτουργίας (εξουσίας), κατά τη συνταγματική επιταγή, δεν υπάρχει. Και το αν και πόσο καταφέρνει η Δικαιοσύνη να λειτουργεί και να αποφασίζει ανεπηρέαστη εξαρτάται από το προσωπικό σθένος των δικαστικών λειτουργών. Ωστόσο, θεσμικά διασφαλισμένη ανεξαρτησία της δεν υφίσταται.
Στη σειρά των αναρτήσεών μας, με προβληματισμούς αναζήτησης ενός Άλλου Πολιτικού Συστήματος, διαπιστώσαμε ότι η δημοκρατία μας, παρά το ότι λειτουργεί βάσει ενός καλού Συντάγματος, είναι βραχυκυκλωμένη. Διότι η προβλεπόμενη ανεξαρτησία μεταξύ των τριών βασικών λειτουργιών (εξουσιών) της είναι, εν πολλοίς, από ανύπαρκτη έως προβληματική.
Ο εκλεγμένος πρωθυπουργός (και το στενό περιβάλλον του) διορίζει την κυβέρνηση (Εκτελεστική εξουσία). Ελέγχει, απολύτως, την πλειοψηφία της Βουλής (Νομοθετική εξουσία) έχοντας (διο)ρίσει ως υποψήφιους τους βουλευτές της και έχοντας τη δυνατότητα να τους διώχνει από την κοινοβουλευτική ομάδα, εάν διαφωνούν σε κυβερνητικά νομοσχέδια. Και διορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης (Δικαστική εξουσία). Διαπιστώσαμε ότι η «διαπλοκή» κυβέρνησης και Βουλής «βλάπτει» τη δημοκρατία. Και διατυπώσαμε προτάσεις αντιμετώπισης και επίλυσης αυτού του σοβαρού προβλήματος, μέσα στα πλαίσια, βεβαίως, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας.
Σήμερα, στην τελευταία ανάρτησή μας, για ένα Άλλο Πολιτικό Σύστημα, αναφερόμαστε στην Δικαστική λειτουργία (εξουσία). Με προσοχή και σεβασμό στον θεσμό. Αλλά και με παρρησία, αφού είναι προφανές, ότι και η εξουσία αυτή δεν είναι ανεξάρτητη αλλά, εν πολλοίς, εξαρτημένη και πολιτικά «καπελωμένη». Στις χαμηλότερες δικαστικές βαθμίδες οι υπηρεσιακά επικεφαλής, οι προϊστάμενοι, εκλέγονται από τους δικαστικούς λειτουργούς κάθε βαθμίδας. Στη βαθμίδα, όμως, των ανώτατων δικαστηρίων οι επικεφαλής ορίζονται από την κυβέρνηση. Και ολόκληρη η Δικαιοσύνη έχει ανώτατο προϊστάμενο μέλος της κυβέρνησης, τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Λέμε λοιπόν καθαρά ότι, για τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας (εξουσίας), δεν χρειάζεται ούτε υπουργός ούτε υπουργείο. Πρέπει δηλαδή το υπουργείο Δικαιοσύνης να καταργηθεί. Οι δικαστικοί λειτουργοί, με την αναμφίβολη μόρφωση, οργανωτική επάρκεια και κοινωνική ευαισθησία τους αλλά και με την ιεραρχία και τις βαθμίδες τους, μπορούν να οργανώσουν οι ίδιοι τη λειτουργία της ανεξάρτητης εξουσίας που ασκούν. Να επιλέγουν τους επικεφαλής τους, με ένα συνδυασμό επετηρίδας και εκλογής και να πείθουν ότι διαβουλεύονται και αποφασίζουν ανεπηρέαστοι, χωρίς δηλαδή πολιτικά ή άλλα «καπέλα».
Δικαστηριακές «δουνελαβές»
Αλλά και αντίστροφα, θα πρέπει οι δικαστικοί λειτουργοί να υπερασπίζονται την ανεξαρτησία τους, μη εμπλεκόμενοι με την ενεργό πολιτική δραστηριότητα και δη την κομματική. Και αυτό θα ήταν καλό να γίνεται σε όλη τους την πορεία, σε όλη τους τη ζωή, ακόμη και μετά την συνταξιοδότησή τους. Για να πάψει το καθόλου ωραίο φαινόμενο, δικαστικός λειτουργός, λίγο καιρό μετά την παραίτησή του ή την συνταξιοδότησή του να εκλέγεται βουλευτής κόμματος ή και να επιλέγεται ως κομματικός υπουργός. Μόνο για το ύπατο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να είναι δυνατή η επιλογή επιφανούς πρώην δικαστικού. Για κανένα άλλο πολιτικό αξίωμα.
Ειδική περίπτωση είναι οι Εισαγγελείς. Είναι δημόσιοι κατήγοροι και, όχι, δικαστές. Κατηγορούν και προτείνουν ποινές (ή και απαλλαγή) αλλά δεν δικάζουν και δεν αποφασίζουν. Δεν είναι λοιπόν αναγκαίο οι Εισαγγελείς να είναι μόνιμοι δικαστικοί λειτουργοί. Εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών απέναντι σε αδικοπραγίες και εγκλήματα. Άρα, πρέπει να έχουν νομιμοποίηση από τους πολίτες που εκπροσωπούν. Δηλαδή, πρέπει να εκλέγονται από τους πολίτες κάθε δικαστηριακής περιοχής, μεταξύ υποψηφίων που έχουν τα προσδιορισμένα αναγκαία νομικά προσόντα.
Θα μπορούσε κανείς να πει, πως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης θα έπρεπε να αφορά και την οικονομική αυτοτέλειά της και την εργασιακή σχέση και την υπηρεσιακή εξέλιξη και τις απολαβές των δικαστικών λειτουργών. Αυτό θα σήμαινε είσπραξη ειδικών τελών, για όλες τις δικαστηριακές «δουνελαβές», από ένα απλό πιστοποιητικό μέχρι τα έξοδα των δικών. Χρήματα που θα πήγαιναν απευθείας σε κεντρικό ταμείο της Δικαιοσύνης, χωρίς τη μεσολάβηση της κυβέρνησης και τις σχετικές «αφαιμάξεις». Μιλάμε για πολλά χρήματα ετησίως και μάλιστα καταβαλλόμενα τοις μετρητοίς.
Με αυτά τα χρήματα και με όποια ορισμένη και αναγκαία ετήσια επιδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, θα μπορούσαν να καλύπτονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες της Δικαιοσύνης. Από τη συντήρηση των κτιρίων στέγασής της και τις απαραίτητες για τη λειτουργία της υπηρεσίες μέχρι την μισθοδοσία των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων και την συνταξιοδοτική τους δαπάνη. Διότι οι δικαστικοί πρέπει να είναι μόνιμοι και απολύτως εξασφαλισμένοι αλλά δεν πρέπει να είναι κρατικοί υπάλληλοι, μισθοδοτούμενοι από την κυβέρνηση.
Αιρετικές απόψεις για τη Δικαιοσύνη
Προωθημένες και αιρετικές απόψεις, θα πείτε. Και θα έχετε δίκιο. Εκεί, όμως, θα πρέπει να κατατείνουμε. Αλλά βήμα βήμα. Γι’ αυτό δεν περιλαμβάνουμε -ακόμη- αυτές τις επιδιώξεις για την οικονομική αυτοτέλεια της Δικαιοσύνης, στις προτάσεις που κάνουμε παρακάτω, για τη μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία της Δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο βασικές εξουσίες του πολιτεύματος. Οι προτάσεις αυτές είναι οι εξής:
Οι αμοιβές
Οι αμοιβές τους ορίζονται από τον κανονισμό τους. Δεν μπορούν να είναι κατώτερες των διευθυντών υπουργείων για τους πρωτοδίκες, των γενικών διευθυντών υπουργείων για τους εφέτες, των γενικών γραμματέων υπουργείων για τα μέλη των ανώτατων δικαστηρίων και των υπουργών για τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι προϊστάμενοι σε κάθε βαθμίδα και τα προεδρεία των ανώτατων δικαστηρίων και του Συνταγματικού Δικαστηρίου παίρνουν ειδικό επίδομα, για όσο διάστημα έχουν αυτές τις θέσεις.
* Ο Μάκης Γιομπαζολιάς είναι δημοσιογράφος γεννημένος στο Περιστέρι Αττικής. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτηση την δημοσιογραφία από διαφορετικά πόστα: ρεπόρτερ, αρχισυντάκτης και διευθυντικό στέλεχος σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και κανάλια της δημόσιας και της ιδιωτικής τηλεόρασης. Υπήρξε συνδικαλιστής της ΕΣΗΕΑ. Αναμείχθηκε στην πολιτική και την αυτοδιοίκηση (δύο φορές υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, τρεις τετραετίες εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και περιφερειακός σύμβουλος Αττικής). Συμμετέχει στον όμιλο κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού ΑΚΤΙΔΑ.
Προηγούμενα άρθρα
Την επίθεση σε χριστουγεννιάτικη αγορά στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας καταδίκασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τονίζοντας…
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…