Συχνά, διαπιστώνω πως πολλά από εκείνα που αμέλησα να ζήσω, να απολαύσω, που δεν πρόσεξα ή μου… ξέφυγαν, αποτελούσαν πηγές δημιουργίας έργων, τα οποία γεννήθηκαν από ρίζες και βιώματα των καιρών με τεράστιο ενδιαφέρον. Τι κρίμα…
Όμως, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω για να μου κάνει τα χατίρια· θα μείνω δίχως τις εμπειρίες που προσπέρασα ή παρέκαμψα.
Ομολογώ πως η ολοκληρωτική ενασχόλησή μου με τη μελέτη της κλασικής κιθάρας στην εφηβική και μετ’ εφηβική μου ηλικία, με εμπόδισε να έχω, όσο θα ήθελα, ανοιχτά αφτιά, χρόνο και μάτια για τα παράλληλα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής του ‘60.
Μέσα σε εκείνη τη γόνιμη εποχή, αναπτυσσόταν και το μουσικό ρεύμα της ελληνικής Τζαζ με τους πρωτοπόρους της, των τότε «ψωνισμένων» α ν ι χ ν ε υ τ ώ ν αυτού του μουσικού ιδιώματος με τις ιδιαίτερες ακουστικές δυσκολίες, με περίεργες αρμονικές σειρές (συγχορδίες), με δύσβατους και πολυσύνθετους για την εποχή ρυθμούς για εμάς τους μεσογειακούς· ένα μουσικό ιδίωμα που ανήκε σε έναν άλλον κόσμο, μακρινό από τις δικές μας μουσικές συνήθειες και παραδόσεις.
Το σημερινό θέμα πάντως, μου δίνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσω και τις δικές μου αναφορές στις γόνιμες περιόδους της προσωπικής μουσικής μου εκκόλαψης…
Εκεί λοιπόν, στις μπουάτ της Πλάκας, από το 1962 έως το ’69 (που έφυγα για την Ιταλία) γνώρισα έναν αντιφατικό, αλλά ενδιαφέροντα καλλιτεχνικό κόσμο (μουσικούς, συνθέτες, ποιητές, συγγραφείς, στιχουργούς, ζωγράφους, γλύπτες, σεναριογράφους, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, κινηματογραφιστές) και άλλους πολλούς φιλότεχνους «εκδρομείς του ‘60», οι οποίοι, επηρέαζαν α ν α τ ρ ε π τ ι κ ά την εξέλιξη των Τεχνών, μέσα στο δυστοπικό πολιτικό περιβάλλον της χώρας μας.
Σε εκείνα τα λημέρια λοιπόν, στην πλατεία Ραγκαβά, στην οδό Στράτωνος, κάτω από την Ακρόπολη, είχε στήσει από το 1974 το θρυλικό του «Τζαζ Κλαμπ» ο Γιώργος Μπαράκος.
Ένας κατά βάση μοναχικός και φιλήσυχος φιλόμουσος, κυρίως της αμερικανικής κουλτούρας, παθιασμένος για τζαζ και μπλουζ, τα οποία είχαν καλλιεργήσει βαθιά την ψυχή αυτού του… τζαζοανθρώπου της εποχής…
Τον είχα γνωρίσει εκείνη την περίοδο, όταν έκανα τις νοσταλγικές βόλτες μου το 1975 στα… παλιά λημέρια των μπουάτ για να ξανασυναντήσω παλιούς φίλους και γνώριμους, αφού πρώτα είχα βιώσει ως κιθαριστής και τραγουδοποιός τους μικρούς εκείνους χώρους με την ξεχωριστή ιστορία. Αντιλήφθηκα αμέσως πως ήταν ένας βαθιά καλλιεργημένος ακροατής που στόχο είχε να διαδώσει το ιδίωμα της τζαζ που τόσο αγαπούσε. Ένα υλικό δεμένο άρρηκτα με αφροαμερικανικές μουσικές ρίζες, με την κοινωνία φτωχών και περιθωριακών ανθρώπων, με τη σκοτεινή εποχή τής ρατσιστικής έξαρσης· αυτή η μουσική δεν έπαψε ποτέ να ανανεώνεται από τα συνεχή νέα κύματα οργανοπαικτών, ερμηνευτών και ορχηστρών .
Ο Μπαράκος ήταν ένας επίμονος, πρωτοπόρος εμψυχωτής. Δημιούργησε το «στέκι» των τζαζόφιλων, με μουσική από την προσωπική δισκοθήκη του αλλά και με ξεχωριστά μουσικά σχήματα· μαζί με άλλους μουσικούς και φίλους του όπως οι Σάκης Παπαδημητρίου, Φλώρος Φλωρίδης, Κώστας Γιαννουλόπουλος, Γιώργος Νίκος Σαχπασίδης, Θωμάς Σλιώμης και άλλους δον Κιχώτες της εποχής, δημιούργησε «σημείο αναφοράς» και τοπόσημο συνάντησης εραστών της τζαζ.
Εκεί, στο στέκι του, έβρισκες σπάνια περιοδικά και βιβλία, που εστίαζαν το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη μουσική φόρμα, η οποία δεν έπαψε ποτέ να ανανεώνεται και να διευρύνει τους ορίζοντές της με αυτοσχεδιασμούς και μουσικές αναζητήσεις, πετυχαίνοντας σημαντική αποδοχή από το ευρύτατο διεθνές κοινό.
Η προσωπική μου σχέση με την τζαζ στο σύνολό της, δεν υπήρξε ποτέ στενή· παρ’ όλο που είχα πολλές σχέσεις με μουσικούς που υπηρετούσαν το είδος. Πάντα με δυσκόλευε στην ακρόαση. Στη δισκοθήκη μου διατηρώ ένα σημαντικό τμήμα τζαζ δίσκων βινυλίου, χωρίς όμως να καταπιαστώ με το είδος αυτό. Ποτισμένος, επαναλαμβάνω, από την κλασική φόρμα, δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω τον καλό και ευφάνταστο αυτοσχεδιαστή τζαζίστα, από τον ακατάλληλο· η αρμονική και ρυθμική αγωγή που απέκτησα από τις μουσικές μου σπουδές, δεν μου επέτρεψαν να διεισδύσω στο ιδίωμα της τζαζ και στα παράγωγά της.
Με λίγα λόγια, εγκλωβίστηκα στο να «ακούω αλλιώς»! Κατανοώ ως homo musicalis, την τεράστια σημασία που έχει η τζαζ στη μουσική αντίληψη, αλλά δυσκολεύομαι να κινούμαι σε τοπία που δεν κατέχω, προσπαθώντας να αποφεύγω την επιπολαιότητα και τη γραφικότητα…
Ο θάνατος του Μπαράκου (23/11/2022) σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν μπορώ να γνωρίζω τη σημερινή εξέλιξη των ειδών της τζαζ στο διεθνές πεδίο και στη χώρα μας. Ακούω και διαβάζω σχετικά, αλλά, ομολογώ πως είναι μια υπαρκτή ομορφιά την οποία δεν μπορώ να απολαύσω, αφού μου λείπουν βασικά μουσικολογικά στοιχεία κατανόησης και εμβάθυνσης…
Χρειάζομαι τη γνώση του ιδιώματος και των ηχητικών δεδομένων αυτής της μουσικής για να την προσεγγίσω.
Λένε πως η Μουσική α π ε λ ε υ θ ε ρ ώ ν ε ι την επικοινωνία, αλλά ο Παλεστρίνα, ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, και παλαιότεροι αυτών, μετά από εκατοντάδες χρόνια, εξακολουθούν να δυσκολεύουν ερμηνευτές και μουσικολόγους επειδή είχαν διαφορετικούς κώδικες και αντιλήψεις.
Ο Γιώργος Μπαράκος, μαζί με την παρέα του, μας εκπαίδευσε στο ιδίωμα της τζαζ. Ενός κώδικα που γεννήθηκε μέσα από τα σπλάχνα μιας χώρας μεταναστών, ναυαγών, αυτόχθονων, σκλάβων, απελπισμένων ανθρώπων, οι οποίοι δημιούργησαν μια ζηλευτή πολυποίκιλη κουλτούρα.
Η τζαζ και τα θρησκευτικά σπιρίτσουαλς ήταν ο σ π ό ρ ο ς που έμελλε να καρποφορήσει, για να ακολουθήσουν ποικίλες εξελίξεις, δημιουργώντας ένα άλλο Σ ύ μ π α ν της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.
Όσοι χάσαμε αυτή την επαφή, χάσαμε και την ιδιαίτερη μ α γ ε ί α της…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης