Και καθώς βρισκόμουν σε μια εκδήλωση, οργανωμένη από το διαδικτυακό Όγδοο, παίρνει τον λόγο ο κος Χρήστος Ασημακόπουλος εκ μέρους του διαδικτυακού περιοδικού για το ελληνικό τραγούδι, προκειμένου να αναφερθεί στον στόχο της διεύθυνσης να στηρίζει δισκογραφικές παραγωγές, όπως είπε, «α ν θ ρ ω π ο κ ε ν τ ρ ι κ έ ς»!
Ομολογώ πως αυτή την ορολογία, «ανθρωποκεντρική δισκογραφία», την ακούω για πρώτη φορά από το στόμα ενός παράγοντα δισκογραφίας, στην εποχή που διανύουμε εποχή όπου απομυθοποιείται το προϊόν που λέγεται δ ί σ κ ο ς.
Σκέφτηκα πως μια αναφορά σχετική μιας τέτοιας ορολογίας θα είχε ενδιαφέρον, αφού το ελληνικό τραγούδι δεν έχει ανάγκη μόνο από παραγωγές, αλλά και από απόψεις που θα συντελέσουν, ενδεχομένως, στην αναγκαία διαμόρφωση αντιλήψεων ενός τόσο σοβαρού θέματος όπως η μουσική δημιουργία…
Κατ’ αρχάς, η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο νου είναι πως όλες οι τέχνες είναι (οφείλουν να είναι) ανθρωπιστικές και αυτό είναι αναμφισβήτητο· εάν προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τον ανθρωποκεντρισμό στο τραγούδι, νομίζω πως θα δυσκολευτούμε πολύ για δυο βασικούς λόγους: από τη μια εξαιτίας της πολυμορφίας των μουσικών δρόμων, όπως και η επιμονή, για παράδειγμα, των παραδοσιακών τραγουδιών, τα οποία φαινομενικά είναι «εκτός εποχής», αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν και να λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της εποχής και αυτό το θεωρώ πολύ θετικό. Από την άλλη, ο αναπόφευκτος καταναλωτισμός μουσικών προϊόντων, έχει βάλει προ πολλού, μέρος τού ελληνικού τραγουδιού σε τροχιά αλλοίωσης και παρακμιακής «αγγλοσαξονικής» ατμόσφαιρας, ενώ συγχρόνως ακολουθούνται παρηκμασμένα μοντέλα με δήθεν λαϊκούς δρόμους, που αποτείνονται κατά κύριο λόγο σε εκείνους που αρέσκονται στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι»…
Είναι γνωστό πως αυτά τα στοιχεία εξελίσσονται όλο και περισσότερο στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας και όχι μόνο στη δική μας χώρα. Κατανοώ πως είναι το… τίμημα ενός θολού… εκσυγχρονισμού, που δεν μπορούμε να τον προσπεράσουμε δίχως φθορές· συνεχόμενες αισθητικές αλλοιώσεις και στιλιστικές, μορφολογικές ανατροπές.
Ο ελληνικός κόσμος είναι επικοινωνιακός, όπως και κάθε άλλος. Οι εισαγόμενες επιρροές είναι αναπόφευκτες και, θα έλεγα, σε πολλές περιπτώσεις αναγκαίες. Με δεδομένο πως η γεωγραφική θέση τής χώρας είναι σημαίνουσα, οι μουσικές παραδοσιακές μας ρίζες αντέχουν ακόμα, με αισθητικές διαφοροποιήσεις βέβαια, παρ’ όλες τις προκλήσεις των καιρών και της κατευθυνόμενης πολιτισμικής… παγκοσμιοποίησης!
Πώς μπορούμε όμως να προσδιορίσουμε την ουσία τού «ανθρωποκεντρικού» τραγουδιού; Αν με ρωτούσαν ποιο, κατά τη γνώμη μου, είναι το τρανταχτό παράδειγμα ανθρωποκεντρικής έννοιας στο ελληνικό τραγούδι, η απάντησή μου θα ήταν το δημοτικό, το Ρεμπέτικο και τα τραγούδια των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι. Όχι ασφαλώς πως δεν υπάρχουν και άλλα πολλά τραγούδια αυτής της λογικής. Θεωρώ πως ο ανθρωπισμός τού τραγουδιού υπήρξε ως έκφραση από τις αρχές του 20ού αιώνα· η απόσταση όμως από αυτόν άρχισε να δημιουργείται από την εποχή τής πυκνής δισκογραφικής παραγωγής, κατ’ εξοχήν από τις περιόδους των δεκαετιών του ’70, του ’80, όταν μεγάλο μέρος τής δισκογραφικής βιομηχανίας έστρεψε την προσοχή της, όπως και των ΜΜΕ που ήλεγχε, προς την αισθητική τής νυχτερινής πίστας· εκεί που κριτήριο ήταν η επίδειξη πλούτου και ψευδούς ευδαιμονίας του μαύρου χρήματος.
Εκεί λοιπόν, στο χρονικό πλαίσιο μιας πεντηκονταετίας, το ελληνικό τραγούδι έχασε μεγάλο μέρος τού ανθρωποκεντρισμού του, στοχεύοντας αποκλειστικά στο θέαμα και σε κοσμικά— νεοπλουτίστικα στοιχεία, κατασκευάζοντας ένα περιεχόμενο αβάσταχτης ελαφρότητας, το οποίο απομακρυνόταν από βιώματα, κοινωνικά στοιχεία, όνειρα και προοπτικές για έναν ουμανιστικό πολιτισμό!
Η νεότερη διαδρομή τού ελληνικού τραγουδιού (ας την τοποθετήσουμε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο για συντομία) είχε σημαντικούς λόγους να είναι ανθρωποκεντρική, αφού η χώρα μας, όπως και τόσες άλλες που μπλέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα σε συγκρούσεις, είχε την υπαρξιακή ανάγκη να δημιουργήσει έναν κόσμο απαλλαγμένο από τα μύρια λάθη τού παρελθόντος, προτάσσοντας πράξεις, οράματα και Τέχνες στηριγμένες στον ανθρωπισμό. Έτσι, ο ρομαντισμός και η μαχητικότητα του ’60, αναμίχθηκε με τα ρεύματα της σύγχρονης σκέψης (και των παραγώγων της) προσεγγίζοντας, με τρυφερότητα και οξυδέρκεια, τις ανθρώπινες ανάγκες, τα πάθη, τον ερωτισμό και την κουλτούρα τής μεσογειακής— βαλκανικής ιδιοσυγκρασίας…
Με αυτά τα δεδομένα και την ατμόσφαιρα, η χώρα προχώρησε την ένταξή της στον σύγχρονο κόσμο· κανείς δεν αρνείται την ανάπτυξη, κι ανάπτυξη δίχως Οικονομία και κατανάλωση, δεν γίνεται. Κατανάλωση δίχως σύνεση, είναι πάντα ένας κίνδυνος και μια απειλή. Ο πλούτος των ολίγων οδηγεί σε άκρατη ευδαιμονία και επίδειξη προς τους πολλούς. Όλα αυτά, μέσα στο άκρως καταναλωτικό σύστημα, διασπώνται προς όλες τις κατευθύνσεις. Το τραγούδι αποτυπώνει την καθημερινότητα και, συνεπώς, «φωτογράφιζε» την προ κρίσης νεοπλουτίστικη ευδαιμονία με τον δικό του τρόπο.
Κάπου εκεί φαντάζομαι πως θα συναντήσουμε και τις αιτίες τής απομάκρυνσης μεγάλου μέρους παραγωγής τραγουδιών από την ανθρωποκεντρική αντίληψη της ελληνικής τραγουδιστικής δημιουργίας, γεμίζοντας με σκουπιδοτράγουδα και αφόρητη αφέλεια την αγορά τής τηλοψίας και των ραδιοφώνων.
Οι σκέψεις αυτές αγγίζουν και τις ανάγκες ύπαρξης τού π ο λ ι τ ι κ ο ύ τραγουδιού, που ευδοκιμούσε πάντα στη χώρα μας και όχι για αφηρημένες αιτίες· όμως, οι σκέψεις αυτές ανιχνεύουν να βρουν την έννοια: «ανθρωποκεντρικό τραγούδι»· έννοια, που επαναλαμβάνω, με τσίγκλησε, με έβαλε σε σκέψεις τις οποίες και καταθέτω.
Ο παράγοντας του περιοδικού, φαίνεται σαν να… δεσμεύτηκε για το παρόν και το μέλλον των δισκογραφικών παραγωγών τού Ογδόου, πράγμα σημαντικό για τον μέλλοντα χρόνο, ο οποίος εξαρτάται πολύ από όλους όσοι συνθέτες – στιχουργοί αλλά και εκδότες, παράγουν τραγούδια με σύνεση και… ανθρωπισμό…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης