Νέο πονοκέφαλο στον ΣΥΡΙΖΑ προκαλούν οι «53» του Ευκλείδη Τσακαλώτου, οι οποίοι εξέφρασαν χθες τη στήριξή τους στην ιστορική συμφωνία με την Αίγυπτο για την τμηματική οριοθέτηση της ΑΟΖ, σε αντίθεση με το επίσημο κόμμα που χαρακτήρισε τη συμφωνία «άρον-άρον».
Οι «53» αναφέρουν χαρακτηριστικά πως «με ανησυχία βλέπουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ευτυχώς όχι πολλούς αλλά αρκετούς, αγαπητούς φίλους και φίλες να δανείζονται στο όνομα της αριστερής αντιπολίτευσης χλαμύδες, ακόντια και περικεφαλαίες που περίσσεψαν από την περίοδο των συλλαλητηρίων για το μακεδονικό. Ας σκεφθούν ότι παρόμοιες αντιδράσεις τις υποκινεί το ακροδεξιό μπλοκ του Σαμαρά, του Βελόπουλου και των θυλάκων της Χρυσής Αυγής» και προσθέτουν ότι η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει πιλότο για συνολική διευθέτηση.
Η παρέμβασή τους δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο commonality.gr, που απηχεί τις απόψεις της συγκεκριμένης τάσης.
Στο συγκεκριμένο κείμενο, παράλληλα,οι «53» αφήνουν σαφείς αιχμές για την αντιπολιτευτική στάση που κρατούν αρκετά στελέχη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αναλυτικά, το άρθρο των «53» στο Commonality, με τίτλο «Για τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου»:
«Η ανακοίνωση της συμφωνίας Ελλάδας-Αιγύπτου σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων – ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι κεραυνός εν αιθρία.
Αντίθετα, είναι το αποτέλεσμα μίας μακράς διαδικασίας διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, το οποίο υπογράφηκε στο τέλος του 2019 και οι επιπτώσεις από τις εξελίξεις στη Λιβύη, κυρίως για την αιγυπτιακή πλευρά, επιτάχυναν τις διαδικασίες και άμβλυναν προαπαιτούμενα και για τις δύο πλευρές. Φαίνεται επίσης ότι η συμφωνία επιτελέστηκε με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ.
Στο Commonality έχουμε τοποθετηθεί συχνά για θέματα εξωτερικής πολιτικής, κυρίως οριοθετημένοι από λογικές και εμμονές εθνικιστικής αδιαλλαξίας. Αδιαλλαξία που οδηγεί σε στασιμότητα -όταν ο κόσμος τρέχει- ή σε πόλεμο. Αυτό κάνουμε και τώρα εκφράζοντας την άποψη ότι η συμφωνία, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αποτελέσει διαδρομή για εξελίξεις σε θετική κατεύθυνση.
Είναι δεδομένο ότι υπάρχουν υποχωρήσεις και συμβιβασμοί και σημεία προς διευκρίνιση. Ας σκεφθούμε όμως ψύχραιμα: Είναι δυνατόν να επιτευχθεί μία συμφωνία, όπου δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, εάν δεν γίνουν οι απαραίτητοι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις; Αυτό δεν έγινε με την εμβληματική, επιμένουμε πάντα σε αυτήν, συμφωνία των Πρεσπών;
Υπάρχει βέβαια μία βασική προϋπόθεση ώστε η συμφωνία να μην αποτελέσει το πρελούδιο ενός νέου γύρου εντάσεων στην περιοχή. Είναι σωστή πολιτική η δημιουργία κρατικών συμμαχιών, είναι λάθος πολιτική οι επιχειρήσεις αποκλεισμού της Τουρκίας. Εκτός των άλλων, γιατί στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι, υπάρχουν κρατικά συμφέροντα. Με αυτή την έννοια όσοι πιστεύουν ότι οι «φιλίες» με τις μεγάλες δυνάμεις είναι το γερό χαρτί στις διαπραγματεύσεις είναι μακριά νυχτωμένοι.
Είναι σωστή επιλογή η συμμαχία με την Αίγυπτο και την Ιταλία προκειμένου να παραχθούν συμφωνίες διευθέτησης διαφορών, στο βαθμό που υπάρχει ο σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο και στο Δίκαιο της θαλάσσης. Είναι επίσης σωστή επιλογή το ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη διευθέτηση διαφορών στην Α. Μεσόγειο, συνεπώς δεν είναι καθόλου πιθανό να ενεργοποιηθεί οποιοσδήποτε μηχανισμός κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Όπως δεν ίδρωσε το αυτί πολλών με το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης, τη NAVTEX για το Ορούτς Ρέις στο Καστελόριζο, τις ασκήσεις με πραγματικά πυρά, την μετατροπή της Αγιά Σοφιάς σε τζαμί.
Η πολιτική της συγκρότησης τριμερών και τετραμερών συμμαχιών με Ισραήλ, Αίγυπτο, Ιορδανία, Κύπρο φαίνεται ότι εξάντλησε τα όριά της, χωρίς να προσφέρει λύσεις, ούτε να αποκλιμακώνει τις εντάσεις στην περιοχή.
Οι αντιδράσεις της Τουρκίας σχετικά με τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου από την πρώτη στιγμή είναι ιδιαίτερα σκληρές, οι εξελίξεις συνεπώς αποκτούν έναν πολύ πιο σύνθετο χαρακτήρα, με την προοπτική της Χάγης να απομακρύνεται έστω και προσωρινά. Σε αυτήν τη συγκυρία η Ελλάδα πρέπει να εργασθεί και να αξιοποιήσει τη συμφωνία όχι με τη λογική της απομόνωσης της Τουρκίας, αλλά ως πιλότο μίας συνολικής διευθέτησης που αντικειμενικά οφείλει να περιλαμβάνει και την Τουρκία. Αυτή η πολιτική δεν είναι ούτε πολιτική κατευνασμού ούτε πολιτική άμυνας έναντι του ισχυρότερου, αντίθετα είναι μία σύγχρονη άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Δεν θα αποτελέσει έκπληξη εάν σε σύντομο χρονικό διάστημα υπάρξει μία πρωτοβουλία από τρίτο παράγοντα, πιθανόν την Ε.Ε., ώστε να υπάρξει μία συνολική διευθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς, σε ένα αντίστοιχο περιβάλλον συνολικών ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένου του καθορισμού πλαισίου των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, το αίτημα της κυπριακής και ελληνικής κυβέρνησης για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, φαίνεται να μην γίνεται αποδεκτό.
Στην δική μας οπτική είναι απαραίτητο, αντί της αναβλητικότητας και της παράθεσης μαξιμαλιστικών απαιτήσεων, η ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως και στη συμφωνία των Πρεσπών, να υιοθετήσει μία πολιτική κινητικότητας και ρεαλισμού που εξυπηρετεί την ειρηνική επίλυση όλων των εκκρεμών ζητημάτων στην ευρύτερη περιοχή. Κατά τη γνώμη μας η ελληνική αριστερά και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «πρώτοι διδάξαντες», οφείλει να ενισχύσουν αυτή την πολιτική επιλογή .Υπενθυμίζουμε ότι, αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, είχαμε δεσμευτεί ότι δεν θα ακολουθήσουμε τη συνταγή Μητσοτάκη την περίοδο επίλυσης του μακεδονικού ζητήματος, ακριβώς γιατί δεν είμαστε όλοι ίδιοι, ακριβώς γιατί η δική μας Αριστερά, υπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών και τις πολιτικές της σταθερότητας, της συνανάπτυξης και της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή, ακριβώς γιατί πιστεύουμε ότι αυτός είναι ο δρόμος να πείθουμε και να νικάμε.
Διευκρινίζουμε λοιπόν, ότι με ανησυχία βλέπουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ευτυχώς όχι πολλούς αλλά αρκετούς, αγαπητούς φίλους και φίλες να δανείζονται στο όνομα της αριστερής αντιπολίτευσης, χλαμύδες, ακόντια και περικεφαλαίες που περίσσεψαν από την περίοδο των συλλαλητηρίων για το μακεδονικό.
Ας σκεφθούνε ότι παρόμοιες αντιδράσεις τις υποκινεί το ακροδεξιό μπλοκ του Σαμαρά, του Βελόπουλου και των θυλάκων της Χρυσής Αυγής.
Γνωρίζουμε βέβαια ότι οι περισσότεροι είναι καλοπροαίρετοι, συχνά «ευήκοα ώτα» σε μία αριστερή ρητορική που για δεκαετίες συνδύαζε έναν «αμέτοχο» αντιιμπεριαλισμό με εθνικιστικές κορώνες. Η ανακοίνωση του ΚΚΕ για τη συμφωνία με την Αίγυπτο είναι ενδεικτική για το πώς υπηρετείται μια εύκολη πολιτική καταγγελίας που δεν μπαίνει στον κόπο να διαμορφώσει στρατηγική απέναντι στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς.
Δεν εκχωρούμε την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της ΝΔ στο ακροδεξιό μπλοκ, δεν μας πτοούν οι ακροδεξιές κορώνες, αντίθετα καταλογίζουμε στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη κινήσεις «ερασιτεχνισμού», καιροσκοπισμό , άρνηση να συνεργασθεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, προσπάθεια να καρπωθεί πολιτικά τις όποιες επιτυχίες, αποκρύπτοντας ότι τα όποια θετικά βήματα στις διεθνείς σχέσεις έγιναν στις ράγες της πολιτικής της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ερασιτεχνισμός και η ανυπαρξία πολιτικού σχεδίου της κυβέρνησης φάνηκε εξ άλλου και στην ποιότητα της συμφωνίας με την Αίγυπτο, παρ’ όλη την προεργασία που είχε γίνει επί ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη δεν είμαστε διατεθειμένοι να αντιγράψουμε τις επιθέσεις της ΝΔ και του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου εναντίον της δικής μας κυβέρνησης, χωρίς κανέναν ενδοιασμό ακόμα και όταν το διακύβευμα ήταν τα μεγάλα ζητήματα διεθνών σχέσεων και της κρατικής επιβίωσης.
Σε αυτό το σημείο είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε ότι η συμφωνία είναι μερική, αφορά την περιοχή ανάμεσα στον 26ο και 28ο μεσημβρινό και όχι την περιοχή που αφορά την επήρεια του Καστελόριζου, το οποίο είναι ανατολικότερα, και συνεπώς η διαπραγμάτευση είναι ανοικτή και για αυτό το ζήτημα.
Από τις πρώτες πληροφορίες, η συμφωνία φαίνεται να προβλέπει ισχυρή αλλά όχι πλήρη επήρεια της Κρήτης, γεγονός το οποίο μάλλον φαίνεται να αποτελεί σημείο σχετικής υποχώρησης της ελληνικής διπλωματίας, πιθανόν για χάρη της μεγάλης εικόνας και υπό την πίεση του μνημονίου Τουρκίας-Λιβύης. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι αντίστοιχο στη διεθνή διπλωματία, ούτε είναι νομοτελειακά ανεπίστρεπτο.
Αντίθετα, στη δική μας λογική θα ήταν καταστροφική μία εμμονή στο μαξιμαλιστικό σχέδιο για κοινή ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Όσο προχωρά η σχετική συζήτηση, τόσο φαίνονται οι δυσκολίες υλοποίησης ενός σχετικού σχεδίου, ακριβώς γιατί η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και οι μέχρι τώρα νομικές διευθετήσεις προς άλλη κατεύθυνση δείχνουν. Ας είμαστε λογικοί, το σύμπλεγμα του Καστελόριζου με τα δέκα χιλιόμετρα ακτής προφανώς διαθέτει υφαλοκρηπίδα και επήρεια, αλλά όχι τόση ώστε να διαμορφώσει συνθήκες γειτνίασης μεταξύ της ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ. Από αυτήν τη μαξιμαλιστική θέση φαίνεται σταδιακά να απομακρύνεται η ελληνική πλευρά και προφανώς φαίνεται ότι αυτό είναι το λογικό.
Ας είμαστε ειλικρινείς, η αναβλητικότητα και ο μαξιμαλισμός, ποτέ δεν μας ωφέλησαν, ούτε το 1974 με τη στρατιωτική χερσαία εισβολή στην Κύπρο, ούτε αυτή την περίοδο που βιώνουμε τη θαλάσσια εισβολή της Τουρκίας στη νόμιμη κυπριακή ΑΟΖ. Είναι γεγονός ότι οι εκάστοτε μαξιμαλισμοί λειτουργούσαν ως καταλύτες πολιτικής απομόνωσης της χώρας και πηγή ισχυρών δεινών για τα συμφέροντά της και ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων της.
Επαναλαμβάνουμε, στη δική μας συλλογιστική δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη σκληρή διαπραγμάτευση, ειδικά με την Τουρκία, με στόχο τη βέλτιστη για τα συμφέροντα της χώρας ειρηνική διευθέτηση των υπαρκτών εκκρεμοτήτων στην περιοχή.
Βασικό κλειδί παραμένει η επίλυση του Κυπριακού, εδώ κι αν η αναβλητικότητα και ο απορριπτισμός δημιούργησαν τετελεσμένα, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε ένα βήμα από μία καταστροφική, από όλες τις απόψεις, διχοτόμηση. Έστω και στο παρά ένα δεν υπάρχει άλλη βιώσιμη λύση από την υιοθέτηση των 6 σημείων της πρότασης του Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. και την οριστική επίλυση του προβλήματος.
Η ελληνική και κυπριακή αριστερά, οι δυνάμεις που επιθυμούν λύση σε Ελλάδα και Κύπρο, οφείλουν να πιέσουν ώστε να καμφθεί η ατελέσφορη πολιτική του πρόεδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι πλευρές να επανέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αρκεί στις προεδρικές εκλογές στα κατεχόμενα στη βόρεια Κύπρο να επικρατήσει ο συνεπής στην επίλυση του Κυπριακού Μουσταφά Ακιντζί και όχι οι εκλεκτοί της Άγκυρας που δουλεύουν μεθοδικά για τη διχοτόμηση του νησιού και οι οποίοι φαίνεται να τρέφονται από τον απορριπτισμό της Λευκωσίας.»