Και να που γυρίζουμε στις παλιές «καλές εποχές» της δεξιάς, της πολιτικής υποτέλειας. Προσφέρεται η μεγάλη ζήτηση για πανεπιστημιακές σπουδές από τους νέους της χώρας μας ως κερδοσκοπικό πεδίο των αμερικάνικων κυρίως κολεγίων. Αυτή είναι η ουσία του ζητήματός μας…
Χρησιμοποιείται από την Υπουργό Παιδείας μια αστεία συγκάλυψη «περί υποχρεωτικότητάς μας απέναντι στο ευρωπαϊκό δίκαιο», για να αποκρύψει την ουσία των πραγμάτων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιβάλλει πουθενά και ποτέ την ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων. Το περιεχόμενο της θεσμικής και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι στην απόλυτη ευθύνη της κάθε χώρας – μέλους. «Η οδηγία 2005/36/ΕΚ αφορά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων και σε καμία περίπτωση την ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων. Η ακαδημαϊκή αναγνώριση τίτλων ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των κρατών – μελών» (ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας στις 8/4/2010). Η επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων είναι δεσμευτική και ήδη γίνεται εδώ και πολλά χρόνια – απλά πρέπει ο ρυθμός αναγνώρισης να επιταχυνθεί.
Η Ν.Δ. επιχειρεί να εδραιώσει μια αγοραία αντίληψη αντιπαρατιθέμενη στη δήθεν αριστερή αλλά κατ’ ουσία απόλυτα λαϊκίστικη πολιτική του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Η Ν.Δ. δεν έχει καμιά εθνική εκπαιδευτική πολιτική. Διαλύει το εργασιακό καθεστώς των αναπληρωτών και αδιόριστων εκπαιδευτικών, το οποίο ήδη έχει γκρίζες σκιές από την πολύχρονη αδιοριστία. Δεν σέβεται την πανεπιστημιακή εκπαίδευση ούτε την εν πολλοίς αιματηρή προσπάθεια που κάνουν οι νέοι για να σπουδάσουν. Δεν σέβεται την εκπαίδευση του λυκείου και γενικότερα τη γενική εκπαίδευση. Διαλύει το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν σέβεται ούτε το Σύνταγμα, το οποίο ως κυβέρνηση είναι θεσμικά υποχρεωμένη να το τηρεί, αφού καταστρατηγεί ευθέως το άρθρο 16. Αλλά, τι είναι το Σύνταγμα – μια θεωρητική καταστατική πράξη της πολιτείας που δεν μας δεσμεύει σε τίποτα;
Στη διάρκεια της μεταπολίτευσης δεν υπήρξε ανάλογη ανατρεπτική πολιτική του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Η Ν.Δ. φέρνει ιστορική ευθύνη για την θεσμική εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Αυτές είναι οι επενδύσεις που θα έφερνε η Ν.Δ.; Δεν υπήρξε πιο σκληρή αντιεκπαιδευτική θεσμική πολιτική σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης από αυτή που επιχειρείται σήμερα με την «πανεπιστημοποίηση» των κολεγίων! Αν εφαρμοστεί αυτή η αντιεκπαιδευτική πολιτική, «τίποτα δεν θα θυμίζει το χθες».
Προφανώς και τώρα οι νέοι μας πληρώνουν για να σπουδάσουν. Εφεξής όμως η δύναμη του χρήματος θα είναι καθοριστική για το αν θα σπουδάσει κάποιος. Δεν θα απαιτείται ούτε καν ένα «μορφωτικό προαπαιτούμενο», όπως διαμορφώνεται μέσα από το σύστημα πρόσβασης. Τα περιφερειακά πανεπιστήμια θα είναι τα πρώτα που θα δεχτούν τους ανέμους της ερήμωσης. Οι δήθεν θιασώτες της αριστείας υπονομεύουν συνολικά τη μορφωτική προσπάθεια των νέων θέτοντας ως κύριο εργαλείο για την απόκτηση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης την ισχύ του χρήματος.
Ο αγώνας για μια ποιοτική δημόσια εκπαίδευση, που θα απαντά στις προκλήσεις των καιρών μας και του όλο και πιο απαιτητικού μέλλοντος, είναι διαρκής. Καμιά νομοθετική ρύθμιση εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης δεν πρόκειται να ανακόψει το μορφωτικό, κοινωνικό ρεύμα για ισχυρή δημόσια παιδεία. Εδώ είναι η κοινωνική και πολιτική ευθύνη μας, για να μπορεί η Ελλάδα να συμμετάσχει ενεργητικά στις νέες εποχές.
* Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής