Σπύρος Λυκούδης:Διχασμός και εθνικιστικός παροξυσμός

0

Η χώρα βρίσκεται στη δίνη ενός εθνικιστικού παροξυσμού, με αφορμή το πρόβλημα των Σκοπίων και τη Συμφωνία της κυβέρνησης με τη γειτονική χώρα, που υπογράφτηκε εν μέσω μάλλον υπερβολικών πανηγυρισμών και υπερβολικών μοιρολογιών. Θα παρακάμψω τον πολιτικό τραγέλαφο που δημιουργεί η περίπτωση των ΑΝΕΛ που θα εξακολουθούν να συγκυβερνούν τη χώρα με τους «προδότες», τα όσα κατά καιρούς έχει ανενδοίαστα πει ο αρχηγός του κόμματος αυτού για το μακεδονικό ζήτημα, καθώς και την κάλυψή του από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό. Είναι πολύ αναπαυτική η πολυθρόνα της εξουσίας αλλά και πλήρης ο ευτελισμός της πολιτικής. Θα παρακάμψω επίσης και την περίπτωση της Χρυσής Αυγής και τον βουλευτή της που διώκεται επί εσχάτη προδοσία για τα όσα εκστόμισε εναντίον της συνταγματικής τάξης και του πολιτεύματος από το βήμα της Βουλής. Αναμένω και ενδιαφέρομαι περισσότερο για την απόφαση της Δικαιοσύνης εάν δηλαδή αποτελεί εγκληματική οργάνωση ή όχι, γιατί αυτό είναι που θα παράξει εξελίξεις.
Όλα αυτά, αποτελούν αναπόφευκτα συμπτώματα βαθύτερων αιτιών.  Δεν πρόκειται για κεραυνό εν αιθρία, αλλά για το βαθύτερο υπόστρωμα της νεοελληνικής πολιτικής κουλτούρας. Δεν αναφέρομαι στα γνήσια πατριωτικά και εθνικά αισθήματα των πολιτών που αντιδρούν, στο εθνικό φρόνημα που πρέπει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Διότι, οι απλοί πολίτες θα κληθούν να υπερασπιστούν τη χώρα, εάν και όταν χρειαστεί, όπως έγινε πάντα στο παρελθόν. Αναφέρομαι πρωτίστως στις πολιτικές και κομματικές ηγεσίες, που χωρίς ίχνος περίσκεψης εργαλειοποιούν τα αισθήματα αυτά για ιδιοτελείς σκοπούς και προφανείς πολιτικούς στόχους. Τέτοιες στάσεις και συμπεριφορές έχουν διχάσει τον ελληνικό λαό, έχουν επιφέρει τεράστια βλάβη στα συμφέροντα της χώρας με φοβερό εσωτερικό και εξωτερικό κόστος.
Η έλλειψη κατάλληλης ιστορικής παιδείας, η έλλειψη υπεύθυνων και παιδευτικών πολιτικών ηγεσιών, η εμμονή σε εθνικιστικές αφηγήσεις και μυθεύματα που δεν έχουν κανένα νόημα στη σημερινή εποχή, δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο σοβαρού δημόσιου πολιτικού διαλόγου και ανάλογων δράσεων σε πολλά επίπεδα.
Με αφορμή τη Συμφωνία με τη γειτονική χώρα αναβίωσαν και πάλι όλοι οι παρωχημένοι αταβισμοί και αναδύθηκε στην επιφάνεια όλο το απόθεμα του πολιτικού δηλητηρίου που φωλιάζει σε μια πολιτική κουλτούρα που δεν έχει κανένα δισταγμό απέναντι, στην καλλιεργούμενη θυματοποίηση και την κίβδηλη ¨εΘνική υπερηφάνεια». Όλα αυτά συνοδεύονται από ένα απίστευτο και χυδαίο πολιτικό  λεξιλόγιο που οξύνει αντί να αμβλύνει τον διχασμό και προσβάλλει βάναυσα ό, τι έχει απομείνει από τον «υμνούμενο» πολιτικό πολιτισμό μας.
Σχετικά με τη Συμφωνία καθένας μπορεί να διατηρεί την άποψή του. Είναι, όμως, απαράδεκτο να αποδίδονται ένθεν κακείθεν απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που αμφισβητούν τον πατριωτισμό των πολιτικών αντιπάλων λες και πρόκειται για εμπόλεμα εχθρικά στρατεύματα. Όπως δεν θέλω να αμφισβητούν το δικό μου πατριωτισμό έτσι δεν μπορώ να αμφισβητώ τον πατριωτισμό των άλλων εφόσον τα όρια και τα κριτήρια είναι απολύτως σαφή. Δεν υπεκφεύγω στο θέμα της Συμφωνίας. Έχω δημόσια και με σαφήνεια τοποθετηθεί πριν καν έρθει το θέμα στη Βουλή. Υποστήριξα ότι πρέπει να λύσουμε το θέμα κι όχι απλώς να το κλείσουμε. Να  σκεφτούμε με προσοχή τα επόμενα χρόνια, τις μακροχρόνιες συνέπειες των αποφάσεών μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Συμφωνία είναι σε θετική κατεύθυνση, καλύπτοντας πάγια αιτήματα της ελληνικής πλευράς. Περιέχει, όμως, και «γκρίζα» σημεία τα οποία ίσως να δημιουργήσουν ζητήματα. Ας αποφύγουμε επί των προβληματικών σημείων τις χωρίς μέτρο κραυγές του τύπου «τους δώσαμε ταυτότητα μακεδονική» ή «τους δίνουμε τη γλώσσα μας» κτλ κτλ΄αλλά ας μείνουμε στην ισχυρή νομική και πολιτική επιχειρηματολογία όπως αναπτύχθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στην Βουλή επ΄αυτών των θεμάτων. Να δούμε σε τι θα έχει δεσμευτεί ή όχι η χώρα, εάν και όταν κληθεί να κυρώσει τη Συμφωνία και εφόσον έχουν εκπληρωθεί ορισμένοι βασικοί όροι της από την άλλη πλευρά. Ας συνεννοηθούμε επίσης. Είναι απολύτως αληθές ότι οι δύσκολες αποφάσεις απαιτούν πολιτικό θάρρος αλλά επίσης αληθές είναι ότι δεν πρέπει να λαμβάνονται χωρίς να συνυπολογίζεται το κοινό, εθνικό αίσθημα. Οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορεί προφανώς να είναι δέσμιες της «κοινής γνώμης», έχουν όμως ευθύνη να τη διαμορφώνουν και να την εκπαιδεύουν και με αυτήν την έννοια είναι υπεύθυνες για την συμπεριφορά της. Κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι δεν μπορούν πότε να αποθεώνουν και πότε να περιφρονούν την «κοινή γνώμη» αναλόγως με τις πολιτικές τους επιδιώξεις.
Γεγονός είναι ότι δεν θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο σύγκρουσης εάν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ  είχε κατ’ αρχάς φροντίσει να χαράξει μια εθνική γραμμή διαπραγμάτευσης επιδιώκοντας τη συναίνεση με τα δημοκρατικά κόμματα της αντιπολίτευσης. Με μια τέτοια προσέγγιση οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας στη Μεταπολίτευση κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να απομακρύνουν τα σημαντικά και κρίσιμα εθνικά θέματα από τον στίβο της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης. Επιδιώχτηκε αντιθέτως σήμερα, ο εμβολισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης που εν μέρει επέτυχε στην περίπτωση του ΚΙΝ.ΑΛΛ αλλά απέτυχε στη περίπτωση της ΝΔ παρά τις προφανείς εσωτερικές διαταράξεις. Διότι, στην ουσία προσέφερε στη συντηρητική παράταξη τον προνομιακό χώρο του «εθνικού συναισθήματος».
Άλλωστε, η διχαστική και πολωτική αντιπαράθεση υπήρξε στρατηγικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ για την κατάκτηση της εξουσίας. Ανατρέχει στην περίοδο των «Αγανακτισμένων» και της αντι-μνημονιακής απάτης, όταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «γερμανοτσολιάδες», «λιγότερο Έλληνες», «πουλημένοι», «Μερκελιστές», «τρόικα εσωτερικού» και τα συναφή, για να μην ξεχνιόμαστε.
Η στρατηγική αυτή επιλογή εκφράστηκε δις, μέσα από την κυβερνητική συνεργασία με ένα ακραίο δεξιό και λαϊκιστικό κόμμα. Ας θυμηθούμε ότι στην περίοδο της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» η δημοφιλία του πρωθυπουργού είχε φτάσει σε απίστευτα ύψη κι ότι η φαρσοκωμωδία του Δημοψηφίσματος του 2015 επιβεβαίωσε με πανηγυρικό τρόπο την εθνικιστική αυτή υστερία. Όλα τούτα, βέβαια, κατέληξαν σε μια ταπεινωτική ήττα για τη χώρα και σε ένα Τρίτο και πιο επαχθές από τα προηγούμενα Μνημόνιο. (Και συνεχίζουμε με το 4ο κατ’ ουσίαν). Κατέληξαν σε μια βαρύτατη βλάβη του εθνικού συναισθήματος και σε ζημία της χώρας πάνω από 100 δις. Η χώρα σώθηκε από μια καταστροφική και άτακτη χρεοκοπία και κατάρρευση χάρις στην υπεύθυνη στάση των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης. Συνήθως συμφέρει σε ορισμένους να το ξεχνούν. Ο κ. Τσίπρας, ο οποίος τις προάλλες στη Die Welt παραδέχθηκε ότι «αν είχε όλα τα δεδομένα» δεν θα έκανε το δημοψήφισμα, αντί να διδαχτεί από αυτό, συνέχισε τη διχαστική πολιτική του. Η αφήγηση μπορεί να άλλαξε, αλλά  παρέμειναν η παραπλάνηση, οι ύβρεις στον πολιτικό λόγο, η ακραία προπαγάνδα, ο αντι-θεσμικός κατήφορος. Κατέρρευσε δυστυχώς το αριστερό πολιτικό πλεονέκτημα. Έχουμε μπροστά μας έναν «κανονικό» λαϊκιστικό παλαιοκομματικό σχηματισμό με συγκολλητική ουσία τους θώκους της εξουσίας.
Έγινε το πάθημα μάθημα; Δυστυχώς όχι. Η πόλωση και η διχαστική πολιτική συνεχίστηκαν. Εδώ και πάρα πολύ καιρό είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα είναι οι πιο διχαστικές και βρώμικες της Μεταπολίτευσης.
Και η Νέα Δημοκρατία;
Η ΝΔ αντέδρασε σε όλα αυτά με ένα τρόπο που δεν προδιαγράφει ότι η συντηρητική παράταξη μπορεί εύκολα να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα. Έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει. Προτίμησε να διαφυλάξει την ενότητά της και κυρίως να προφυλάξει τα δεξιά και δεξιόστροφα νώτα της. Ενδέχεται η στάση αυτή να τις αποφέρει εκλογικούς καρπούς, αλλά κατά τα άλλα ενισχύει τον εθνικιστικό παροξυσμό. Σχεδόν στο σύνολο οι βουλευτές της, με λίγες και αξιοπρεπείς εξαιρέσεις, ξεπέρασαν στη Βουλή κάθε όριο επιθετικότητας και υβριστικών χαρακτηρισμών προς τους αντιπάλους τους. Τα «εθνοπροδότες» και «απάτριδες» έδιναν και έπαιρναν. Αν κάποιος τρίτος περαστικός και ξένος άκουγε τις ομιλίες τους θα πίστευε ότι οι Σκοπιανοί είναι ήδη στο Αιγαίο. Ζήσαμε στη Βουλή τις αντίστοιχες από την ανάποδη αθλιότητες της 2ετίας 2013-14. Σκέφτηκε να πληρώσει τον ΣΥΡΙΖΑ με το ίδιο νόμισμα αλλά παίζει το πολιτικό παιγνίδι στο γήπεδο που έχει προετοιμάσει προσεκτικά ο ΣΥΡΙΖΑ με τις δεξιές του συμμαχίες χωρίς να λογαριάσει ότι εύκολα στο γήπεδο αυτό μπορείς να χάσεις εντελώς τη μπάλα. Η ΝΔ η οποία όφειλε να  προσφέρει στους πολίτες τις εγγυήσεις εκείνες που απαιτούνται ως ενδεχόμενη κυβέρνηση αύριο, ή δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ή θέλει να δικαιώσει όσους υποστηρίζουν ότι είναι σφραγισμένη και ίσως αμετακίνητη στη δεξιά της παράδοση.
Αυτό είναι το κλίμα και οι πολιτικές συνταγμένες μέσα στις οποίες θα πορευτούμε μέχρι τις εκλογές. Και δεν αποκλείεται το μακεδονικό ζήτημα να δεσπόσει επισκιάζοντας τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Να έχουμε δηλαδή μια πολιτική αντιπαράθεση που θα εξαντλείται σε επιθέσεις και ύβρεις.
Τα έχουμε ξαναζήσει όλα αυτά και τα έχουμε ακριβά πληρώσει. Φοβάμαι ότι όχι μόνο δεν έχουμε τίποτα διδαχτεί αλλά ότι τα σημερινά γεγονότα και ο διχασμός θα αφήσουν βαθειές πληγές και θα σημαδέψουν την πολιτική ζωή και τα αισθήματα των πολιτών για πολλά χρόνια. Απ΄ αυτά τελικά κανείς δεν πρόκειται να κερδίσει και η χώρα θα βγει ζημιωμένη.
Δυστυχώς, οι πολιτικές δυνάμεις της σύγχρονης και μεταρρυθμιστικής αριστεράς, του κέντρου, της σοσιαλδημοκρατίας κι άλλες ορθολογικές και μετριοπαθείς δυνάμεις της κοινωνίας και της διανόησης φαίνονται προς το παρόν ανίσχυρες για να ανατρέψουν ένα καταστροφικό σκηνικό διχαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Τις συνέπειες του διχασμού και του εθνικιστικού παροξυσμού θα τις υποστούμε όλοι. 

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner