Ανάλυση Politico: Δεν έχει σημασία αν νικήσει ο Τραμπ ή ο Χάρις. Η Ευρώπη έχει ήδη χάσει.

0

Καθώς οι ψηφοφόροι των ΗΠA ετοιμάζονται να επιλέξουν τον νέο τους πρόεδρο, οι Ευρωπαίοι περιμένουν εναγωνίως αν ο νικητής θα είναι ο υποψήφιος για το χρίσμα με τους Ρεπουμπλικανούς Ντόναλντ Τραμπ (Donald Trump) – εφιάλτης για πολλούς – ή η εκλεκτή του Μπάιντεν, υποψήφια με τους Δημοκρατικούς Κάμαλα Χάρις (Kamala Harris,), η οποία θεωρείται σαφώς καλύτερη για τις διατλαντικές σχέσεις, όπως γράφει το Politico.
Ωστόσο, ο ιστότοπος κάνει ειδική μνεία σε μια φράση από έναν Ευρωαμερικανό: «Να ανησυχείτε λιγότερο για την προεδρία των ΗΠΑ και περισσότερο για το πώς η Ευρώπη μπορεί να ανταπεξέλθει μόνη της σε μια επικίνδυνη παγκόσμια σκηνή».
Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον για την Ευρώπη έχει μειωθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Μάλιστα κανένας από τους δύο υποψήφιους δεν είναι πιθανό να επαναφέρει τη διατλαντική ακμή στις σχέσεις των δύο πλευρών της δεκαετίας του 1990.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι αυτές οι εκλογές δεν θα επηρεάσουν την Ευρώπη.
Ο ένας υποψήφιος είναι ένθερμος υποστηρικτής του ισχυρού άνδρα στο Κρεμλίνο Βλαντίμιρ Πούτιν (Vladimir Putin) που θέλει να επιβάλει δασμούς 100% σε ευρωπαϊκά αγαθά και ορκίζεται να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία την επομένη της εκλογής του.
Οι απειλές του για έξοδο της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, επειδή, αυτή τη φορά, ο Τραμπ πιθανότατα δεν θα περιβάλλεται από άτομα που θέλουν να φρενάρουν το «Deep State» (Βαθύ Κράτος).
Αντιθέτως, η Κάμαλα Χάρις υπόσχεται οι ΗΠΑ να παραμείνουν στην ηγεσία του κόσμου και έχει στο πλευρό της τον φιλοευρωπαίο σύμβουλο, Φιλ Γκόρντον (Phil Gordon), στον οποίο η Ευρώπη έχει εναποθέσει πολλές ελπίδες.

Η Ευρώπη δεν είναι τόσο σημαντική για τις ΗΠΑ
Ωστόσο, αν γυρίσουμε λίγο τον χρόνο πίσω η εικόνα είναι ξεκάθαρη. Η Ευρώπη δεν είναι τόσο σημαντική για την Ουάσιγκτον όσο ήταν κάποτε.

Γερασμένη και συρρικνωμένη, αλλεργική στην πολιτική της εξουσίας, διστακτική και με απέχθεια σε κινδύνους, η Ευρώπη πλέον δεν προκαλεί συμπάθεια σε πολλούς Αμερικανούς αλλά «βγάζει» περιφρόνηση και χλευασμό.
Ενδεικτικό του κλίματος είναι το tweet ενός influencer, που έλεγε ότι η Ευρώπη είναι ένα καλό μέρος αλλά μόνο για διακοπές.
Οι υπερατλαντικοί εμπειρογνώμονες θα επισημάνουν, δικαίως ότι η σχέση ΗΠΑ – ΕΕ ήταν καλή υπό την ηγεσία του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Η υποστήριξή του προς την Ουκρανία (συμπεριλαμβανομένου ενός δανείου, ύψους 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα) ήταν σταθερή.
Η κυβέρνησή του, μέσω του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν (Jake Sullivan), έχει δημιουργήσει στενές σχέσεις με την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (Ursula von der Leyen).
«Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία νομίζω ότι οι ΗΠΑ ασχολούνται περισσότερο με την Ευρώπη από ό,τι τα τελευταία 70 χρόνια», υποστηρίζει από την πλευρά του ο Γουίτ Στίλμαν (Whit Stillman), ένας Αμερικανός σκηνοθέτης που έχει περάσει μεγάλο μέρος της καριέρας του στην Ευρώπη.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν είναι βέβαιο ότι θα είναι ο τελευταίος πρόεδρος του Ψυχρού Πολέμου της Αμερικής, στον απόηχο πολιτικών που δεν αισθάνονται ότι η Ρωσία αποτελεί βασική απειλή για τα συμφέροντα των ΗΠΑ ή έχουν μια πολύ περιορισμένη αίσθηση του ρόλου της Ουάσιγκτον για τον πλανήτη.
Ακόμη και ο Μπάιντεν, έβαλε κάποια στιγμή τη Ρωσία στο περιθώριο και η Ουάσιγκτον έδωσε προτεραιότητα στην περιοχή Ινδίας – Ειρηνικού.

Το γαλλικό φιάσκο και η διπλωματία
Θυμάστε, επίσης, το φιάσκο της AUKUS, όταν οι ΗΠΑ υφάρπαξαν μια σημαντική σύμβαση κατασκευής υποβρυχίων κάτω από το «μύτη» της Γαλλίας;
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Macron) έγινε έξαλλος. Η βουβή απάντηση της Ουάσιγκτον παρέπεμπε στο «δεν σε υπολογίζω καθόλου».
Παρασκηνιακά, οι Γάλλοι είναι συνήθως ξεκάθαροι για το πώς η αμερικανική κυβέρνηση βλέπει την Ευρώπη. «Δεν υπάρχει εχθρότητα» είπε ειρωνικά ένας διπλωμάτης. «Υπάρχει απλά αδιαφορία. Μερικές φορές αυτό είναι χειρότερο» πρόσθεσε.
Η ημέρα που άλλαξε την Αμερική ήταν στις 6 Ιουνίου του 1994, όταν οι σύμμαχοί της είχαν συγκεντρωθεί στη βόρεια Γαλλία για να γιορτάσουν την 50ή επέτειο της D-Day. Ένας νεαρός τότε πρόεδρος των ΗΠΑ που έπαιζε σαξόφωνο, ο Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton), ήταν ο πρωταγωνιστής του σόου.
Οι ΗΠΑ είχαν κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο και είχαν αναπτυχθεί σε όλη τη δυτική ξηρά της Ευρασίας, στρατιωτικά. Αν και δεν είχαν αντιπάλους, στην περιοχή είχαν μείνει πάνω από 120.000 στρατιώτες.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, η Ουάσιγκτον είχε απευθύνει έκκληση σε 40 έθνη, συμπεριλαμβανομένων πολλών ευρωπαϊκών, να ενταχθούν στην Επιχείρηση με την κωδική ονομασία «Desert Storm»- Καταιγίδα της Ερήμου (17 Ιανουαρίου 1991 – 28 Φεβρουαρίου 1991), κοινώς «Πόλεμος του Κόλπου».
Στο μέτωπο της διπλωματίας, κορυφαίοι αξιωματούχοι τότε πηγαινοέρχονταν: Για παράδειγμα ο Αμερικανός διπλωμάτης, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (Richard Holbrooke), που ήταν πρεσβευτής των ΗΠΑ, στη Γερμανία από το 1993 έως το 1994 είχε επαφές με το Βερολίνο.

Πολιτισμική και τεχνολογική αδιαφορία
Αλλά και από την πλευρά του Πολιτισμού ήταν μία άλλη εποχή. Η dream team, με τους αστέρες του ΝΒΑ Μάικλ Τζόρνταν, Τσαρλς Μπάρκλεϊ και Λάρι Μπερντ, είχε πάρει το δρόμο της, αβίαστα, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992.
Η EuroDisney –ένα είδος αμερικανικής αποικίας, που υιοθέτησαν και τα προάστια του Παρισιού– είχε μόλις ανοίξει, επιβάλλοντας τη μανία με τον Μίκι Μάους στο γαλλικό κοινό.
Τα αμερικανικά ΜΜΕ, από την «καταστροφική» Herald Tribune μέχρι τη Wall Street Journal Europe, εξακολουθούσαν να είναι μεγάλες και δυναμικές παρουσίες στην ευρωπαϊκή ζωή, με πολλούς δημοσιογράφους τους να έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης.
Η σύγκριση με το τι συμβαίνει σήμερα αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την αλλαγή στις σχέσεις.
Οι ΗΠΑ έχουν αποσύρει ή μειώσει το ευρωπαϊκό τους αποτύπωμα σε σχεδόν κάθε τομέα εκτός από έναν -τη ψηφιακή σφαίρα– όπου οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας όπως το Facebook και το X (πρώην Twitter) κυριαρχούν περισσότερο ή λιγότερο στις οθόνες μας.
Λιγότεροι από 100.000 στρατιώτες υπάρχουν στην Ευρώπη, παρά το ότι μοιάζει ο επόμενος πόλεμος να είναι στο κατώφλι του ΝΑΤΟ, τονίζει το σχετικό δημοσίευμα.
Οι διπλωμάτες των ΗΠΑ στη γηραιά ήπειρο είναι, με εξαίρεση τον Ντέιβιντ Πρέσμαν (David Pressman) στην Ουγγαρία ή την Μπρίτζετ Μπρινκ (Bridget Brink) στην Ουκρανία, είναι άπραγοι και απλώς φέρουν τους τίτλους τους. 
Η εφημερίδα Herald Tribune εδώ και αρκετό καιρό ξαναγύρισε στη μητρική εταιρεία της, τους «The New York Times».
Από τα δημοφιλή ψηφιακά μέσα ενημέρωσης που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια (POLITICO, Semafor, Axios), μόνο το POLITICO έχει επιβιώσει στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Ακόμη και οι διάσημοι τεχνολογικοί γίγαντες κάνουν δεύτερες σκέψεις.
Παρά το γεγονός ότι έχουν αναπτύξει εργαλεία προηγμένης τεχνολογίας όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη για τους καταναλωτές, έχουν αποφασίσει σε μεγάλο βαθμό να μην τα διαθέσουν στους Ευρωπαίους χρήστες.
Κι αυτό γιατί ο κίνδυνος να παραβιάσουν τον ευρωπαϊκό νόμο της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) είναι πολύ μεγάλος.

Γιατί οι ΗΠΑ δεν ασχολούνται με την Ευρώπη
Για τον Ζερεμί Γκαγιόν (Jérémie Gallon), έναν Γάλλο που εργάστηκε στην Ουάσιγκτον και έγραψε τη βιογραφία του Χένρι Κίσινγκερ, η εξασθένιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για την Ευρώπη δεν είναι κάτι κακό, από μόνο του.

Αλλά είναι, κατά την άποψή του, ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός που συνδέεται με έναν κύκλο εργασιών στην ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον.
«Υπήρχε μια ολόκληρη γενιά κορυφαίων αξιωματούχων που είχαν οργανικούς δεσμούς με την Ευρώπη, είτε επειδή οι γονείς τους μετανάστευσαν είτε επειδή ήταν πρόσφυγες από την Ευρώπη. Ο Κίσινγκερ, πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας όπως και η πρώην υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ. Ήταν όλοι τους Ευρωπαίοι σε ένα βαθμό», επισημαίνει ο Γκαγιόν.
Η επίσημη απομάκρυνση της Ουάσινγκτον από την Ευρώπη ξεκίνησε υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα (Barack Obama), ο οποίος προώθησε την ατζέντα του προς την Ασία, γράφει ο Γάλλος συγγραφέας.
Τονίζει ωστόσο, ότι ο Ομπάμα απλώς προώθησε μια διαδικασία που ήταν ήδη σε εξέλιξη, η οποία μπορεί κάλλιστα τώρα να επιταχυνθεί.
«Έχουμε τώρα μια νέα γενιά που αναδύεται και αντανακλά τα αμερικανικά δημογραφικά στοιχεία. Αυτοί οι Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι ή διπλωμάτες, είτε συνδέονται με τον ισπανόφωνο κόσμο είτε κοιτάζουν προς την Ασία. Όσοι έχουν διασυνδέσεις με την Ευρώπη είναι απλά λιγότερο παρόντες. Η υποβάθμιση της Ευρώπης στον ψυχισμό της αμερικανικής ελίτ αντανακλάται στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές», σχολιάζει ο Γκαγιόν.
Την ίδια ώρα, η αδιαφορία των ΗΠΑ μεταφράζεται και σε εκπαιδευτικό επίπεδο.
«Στο Χάρβαρντ, το κτίριο σπουδών της Νότιας Ασίας είναι μεγάλο (South Asian studies building), φωτεινό και μοντέρνο, σαφώς ένα τμήμα με κύρος. Το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών (Center for European Studies) είναι ακριβώς αυτό που θα φανταζόσασταν: μικρό και κάπως εξαθλιωμένο» προσθέτει ο Γάλλος συγγραφέας.
Αυτό όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι δεν μπορεί να εντοπιστεί ένας συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο ΗΠΑ και Ευρώπη έχουν απομακρυνθεί.

Τι θα γίνει από δω και πέρα
Πάντως, ακόμη και τώρα, η οικονομική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ είναι πιο έντονη από ποτέ. Ο όγκος στο διατλαντικό εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών είναι τεράστιος και αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, σχολιάζει το Politico.

Καθ’ οδόν προς τις εκλογές
Καθώς το ρολόι κατευθύνεται προς τις 5 Νοεμβρίου, οι Ευρωπαίοι παλεύουν με την προοπτική περαιτέρω αποδέσμευσης των ΗΠΑ. Εάν η Χάρις κερδίσει, ο Λευκός Οίκος θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία, αλλά τελικά θα οδηγήσει το Κίεβο προς μια συμφωνία με τη Ρωσία στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Οι επενδύσεις στο ΝΑΤΟ θα παραμείνουν συνεπείς, αν και η βασική τάση θα ήταν η περαιτέρω ιεράρχηση του Ινδο-Ειρηνικού έναντι της Ευρώπης.

Εάν κερδίσει ο Τραμπ, υπάρχει μια αυξανόμενη αίσθηση ότι όλα τα στοιχήματα είναι εκτός λειτουργίας. Ορισμένοι πιστεύουν ότι η κυβέρνησή του θα συμπεριφερθεί ορθολογικά, ή τουλάχιστον ορθολογικά σύμφωνα με τα πρότυπά του, και δεν θα ανατρέψει το τραπέζι για το ΝΑΤΟ και ότι θα επιδιώξει μια συμφωνία για τον πόλεμο της Ουκρανίας που θα επέτρεπε και στις δύο πλευρές να διεκδικήσουν τη νίκη (για παράδειγμα, δίνοντας περισσότερα όπλα στο Κίεβο και απειλώντας να άρει όλους τους περιορισμούς στη χρήση τους, με αντάλλαγμα τον Πούτιν να τερματίσει τις επιθετικές επιχειρήσεις και να αποκτήσει έδαφος).
Αλλά δεν είναι όλοι τόσο σίγουροι. «Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Τραμπ θα είναι λογικός, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος», είπε ένας ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ που έδωσε την ανωνυμία του για να μιλήσει ειλικρινά για την πολιτική των ΗΠΑ. «Οι ενήλικες στο δωμάτιο δεν είναι πιθανό να επιστρέψουν».
Με αφορμή το 2016, οι αξιωματούχοι της ΕΕ λένε τώρα ότι ετοιμάζονται για οτιδήποτε θα μπορούσε να τους ρίξει ο Τραμπ. Διπλωμάτες και εμπορικοί αξιωματούχοι υπόσχονται ότι είναι έτοιμοι να αντεπιτεθούν «γρήγορα και σκληρά» εάν ο Τραμπ προσπαθήσει να ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την ΕΕ. Ωστόσο, αυτού του είδους η αντιπαράθεση είναι, αναμφισβήτητα, το εύκολο κομμάτι όταν πρόκειται να οραματιστούμε τη μακροπρόθεσμη σχέση της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ πιο δύσκολος είναι ο σχεδιασμός για ένα μέλλον στο οποίο οι ΗΠΑ θα είναι σημαντικά και μόνιμα λιγότερο δεσμευμένες στην προστασία της Ευρώπης
Σε αυτό το μέτωπο, η Γαλλία παίζει το ρόλο της Κασσάνδρας της Ευρώπης, προειδοποιώντας ότι το μπλοκ πρέπει να συνεννοηθεί για την άμυνα, ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος. «Δεν μπορούμε να αφήνουμε την ασφάλεια της Ευρώπης στα χέρια των ψηφοφόρων στο Ουισκόνσιν κάθε τέσσερα χρόνια», δήλωσε ο Γάλλος υπουργός Ευρώπης Μπέντζαμιν Χαντάντ (Benjamin Haddad) στην τηλεόραση LCI την περασμένη εβδομάδα. «Ας βγούμε από τη συλλογική άρνηση. Οι Ευρωπαίοι πρέπει να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, ανεξάρτητα από το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ».
Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, η οποία θέλει η Ευρώπη να είναι πιο ανεξάρτητη σε θέματα τεχνολογίας, άμυνας και πρώτων υλών. Αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν πρόκειται να οραματιστούμε ένα μέλλον με λιγότερη Αμερική, το μπλοκ είναι βαθιά διχασμένο. Όσο ενθουσιώδεις και αν είναι οι υποστηρικτές της ευρωπαϊκής «στρατηγικής αυτονομίας», δεν υπάρχει ώθηση πίσω από τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού ή μιας ευρωπαϊκής πυρηνικής ομπρέλας.
Ορισμένες χώρες – συγκεκριμένα οι Σκανδιναβικές χώρες και ορισμένες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης – βλέπουν την ώθηση από το Παρίσι ως τέχνασμα για την ενίσχυση των γαλλικών εταιρειών. Θεωρούν τις προτάσεις για μια ισχυρότερη Ευρώπη με ενοποιημένους στρατηγικούς και στρατιωτικούς στόχους ως δούρειο ίππο που μόνο υποταγή στα μεγαλύτερα κράτη, δηλαδή τη Γαλλία και τη Γερμανία. Για άλλους, η Ρωσία του Πούτιν είναι απλώς μια υπαρξιακή απειλή. Η απώλεια της προστατευτικής ομπρέλας της Αμερικής είναι απλά αδιανόητη. Θα τους εξέθετε στο μεγαλύτερο βάρος του πυρηνικού και συμβατικού οπλοστασίου της Ρωσίας, χωρίς αξιόπιστο αντίβαρο.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτές οι συμπεριφορές θα πρέπει να αλλάξουν σε περίπτωση νίκης του Τραμπ. Αλλά η εναλλακτική είναι εξίσου πιθανή – ότι αντιμέτωπες με περαιτέρω αποδέσμευση των ΗΠΑ, οι χώρες της ΕΕ θα υποχωρήσουν στην άποψη «κάθε έθνος για τον εαυτό τους», αντιμετωπίζοντας η μια την άλλη με μεγαλύτερη καχυποψία και αναζητώντας ένα πλεονέκτημα μέσω συμφωνιών με άλλες υπερδυνάμεις, δηλαδή τη Ρωσία και την Κίνα.
«Χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη είναι χαμένη», έγραψε πέρυσι ο Γάλλος αναλυτής Nicolas Tenzer. Πολύ πιο επικίνδυνος είναι ο κίνδυνος να μην αναγνωρίσει η Ευρώπη ότι έχει ήδη χαθεί και ότι ως αποτέλεσμα παραμένει ακίνητη και παράλυτη.

  • Διαβάστε από το πρωτότυπο την ανάλυση του δημοσιογράφου Nicholas Vinocur, στο αμερικάνικο περιοδικό Politico, με τίτλο «Politico analysis: why Europe is the big loser regardless of Harris or Trump» και υπότιτλο «Why the November 5 election result does not matterHow the US has shown in every way that it does not care about Europe», πατώντας ΕΔΩ
Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner