Βαγγέλης Βουτσινάκης: Ποτέ μη λες «ποτέ»…

0

Ειδικά στην πολιτική- αλλά η ευκαιρία για τη δημιουργία μιας σύγχρονης, βιώσιμης κι αξιόπιστης «κεντροαριστεράς» με ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ μαζί χάθηκε πολλά χρόνια πριν.

Ίσως το 2015, μετά την σχεδόν ρευστοποίηση του ΠΑΣΟΚ και την ενδυνάμωση του χώρου που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, να υπήρχε η δυνατότητα, μέσα από συγκροτημένες διαδικασίες και σχεδιασμένες κινήσεις, να συσπειρωθεί και να ισχυροποιηθεί ο προοδευτικός, ριζοσπαστικός πόλος προσφέροντας ρεαλιστική πολιτική έκφραση και διέξοδο σε πολίτες και δυνάμεις πέραν του στενού πυρήνα και των τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ.

Σήμερα, με την ευκαιρία των κρίσεων ηγεσίας που εκδηλώθηκαν αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές τόσο στο ΠΑΣΟΚ, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση -κι η αναζήτηση- τρόπου για τη δημιουργία ενός ισχυρού πόλου στον χώρο της «κεντροαριστεράς», ικανού να διεκδικήσει με αξιώσεις και αμεσότητα την εξουσία από τη Νέα Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έχει ξαναζωντανέψει ή μάλλον -για την ακρίβεια- επανήλθε στο προσκήνιο, εφόσον οι ανησυχίες κι οι αναζητήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, με δεδομένες τις αδυναμίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ουδέποτε έπαυσε ν’ απασχολεί τον δημόσιο διάλογο.

Εκτιμώ, όμως, ότι οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και δεν θα πρέπει να ξεγελά η δημοσκοπική ενδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ, που, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργεί την εντύπωση μιας εύκολης κι ανώδυνης πολιτικής ενιαιοποίησης κι ενσωμάτωσης. Οι όροι του 2024 καμιά σχέση δεν έχουν μ’ εκείνους του 2015. Τα χρόνια που πέρασαν δημιούργησαν νέα -τραυματικά ως επί το πλείστον- γεγονότα και συνθήκες ανάμεσα στους δυο χώρους και σχηματοποίησαν βαθύ ψυχολογικό και πολιτικό ρήγμα ανάμεσα στους οπαδούς και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Μπορεί, σε κάποιους στα ηγετικά κλιμάκια ή και σ’ εκείνους που φιλοδοξούν κι επιθυμούν τάχιστα την επιστροφή στα έδρανα της πλειοψηφίας και τους κυβερνητικούς θώκους, το εγχείρημα να φαντάζει πρόσφορο κι εφικτό, αφού «οι αριθμοί βγαίνουν», πολύ φοβούμαι όμως, ότι λογαριάζουν δίχως να υπολογίζουν τη στάση και τη συμπεριφορά εκατομμυρίων απογοητευμένων και δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, οι οποίοι το μόνο που δεν περιμένουν είναι μια ατάκα ή ένα νεύμα για να τρέξουν στις κάλπες να τους ψηφίσουν.

Η δυσπιστία της κοινωνίας, προϊόν της παγκόσμιας συγκυρίας, αλλά, προπαντός, διαδοχικών και διαχρονικών διαψεύσεων και αστοχιών από την πλευρά των εκάστοτε κυβερνώντων, είναι βαθύ κι έχει μορφοποιηθεί στην αποστροφή απ’ τις πολιτικές διαδικασίες και στη συλλήβδην απόρριψη κομμάτων, αλλά και θεσμών. Το γεγονός αυτό δεν αποτυπώνεται μόνο σε εκλογές κι αρχαιρεσίες, αλλά παρατηρείται σε καθημερινές συμπεριφορές και εκδηλώσεις· ο ατομισμός, η σύγχυση, η συνωμοσιολογία κι η αποχή σημειώνουν πρωτόγνωρες επιδόσεις.

Εδώ, να επισημανθεί, ότι το φαινόμενο επιτείνεται απ’ το γεγονός, ότι και μέσα ενημέρωσης, έχουν εκτραπεί προφανώς του ενημερωτικού τους ρόλου κι έχουν ενσωματώσει στο πρόγραμμά τους σαφή κι ευδιάκριτα στοιχεία μεροληψίας, κομματισμού ή και προπαγάνδας ακόμα. Λειτουργούν, λες, σαν ένας τεράστιος παραμορφωτικός φακός της πραγματικότητας. «Γυρίζεις το κουμπί» κι ανάλογα με τη συχνότητα που θα επιλέξεις γνωρίζεις εκ των προτέρων προς πια πλευρά θα κινείται η «ειδησεογραφία». Για τους πολυάριθμους σταρ-δημοσιογράφους ούτε συζήτηση, όσοι δεν βρίσκονται στα κοινοβουλευτικά έδρανα «εδρεύουν» τα πρωινά σε κάποιο ενημερωτικό πάνελ ή σε κάποιο βραδινό τοκ-σόου.

Δεν πρόκειται, επομένως, κατά τη γνώμη μου, για «κρίση ηγεσίας» στην αντιπολίτευση, όχι μόνο τουλάχιστον, αλλά για μια κάθετη τομή που τέμνει και διαχωρίζει απ’ τη μια την κοινωνία κι απ’ την άλλη το πολιτικό σύστημα. Τα όποια πρόσωπα, βεβαίως, ξεχωρίζουν απ’ τα χαρακτηριστικά και τις ικανότητές τους, όμως -αφού δεν αναφερόμαστε, σαφώς, σε κάποια «χαρισματική προσωπικότητα»- είναι εξαιρετικά δύσκολο ή κι αδύνατο στην παρούσα φάση να συνεγείρουν και να κινητοποιήσουν μόνο με τον λόγο και την παρουσία τους στην ηγεσία ενός κόμματος αποστασιοποιημένες και χειμάζουζες κοινωνικές ομάδες, συλλογικότητες και άτομα.

Θα είναι, όχι μόνο κρίμα, αλλά κι επώδυνο -δεν γράφω επικίνδυνο- στο όνομα της «κεντροαριστεράς», να διαψευστούν για άλλη μια φορά οι προσδοκίες, οι διαθέσεις κι οι ελπίδες όλων εκείνων που εξακολουθούν να παρακολουθούν και να συμμετέχουν σ’ αυτό που ονομάζεται «προοδευτικός χώρος» στη χώρα σήμερα. Δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη απογοήτευση -αλλά κι εξαπάτηση- γι’ αυτούς, να διαπιστώσουν ότι, όλη αυτή η διαδικασία -εφόσον ολοκληρωθεί- είχε έναν και μόνο στόχο, την εξυπηρέτηση και «τακτοποίηση», δηλαδή, προσωπικών φιλοδοξιών, συμφερόντων και σκοπιμοτήτων εκ μέρους των πρωταγωνιστών.

Για το ΠΑΣΟΚ, εφόσον επιτύχει να διατηρήσει τη φυσιογνωμία και το πολιτικό του στίγμα στο μυαλό και την καρδιά των ψηφοφόρων του, ο δρόμος, πιστεύω, είναι ένας και δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ τον δρόμο της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, τον δρόμο που επέλεξε ο ιδρυτής του Ανδρέας Παπανδρέου στην πορεία προς την Αλλαγή και διακηρύχθηκε στο Συμβόλαιο με το Λαό. Σ’ αυτόν τον δρόμο που αυθόρμητα -όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- χτίστηκε μέρα με τη μέρα μια δημοκρατική κι αξιόμαχη οργάνωση και συσπειρώθηκαν αγωνιστές από την Εθνική Αντίσταση, τους Ανένδοτους και τη Γενιά του Πολυτεχνείου.

Σήμερα, στο πλαίσιο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ασφυκτιούν και καταπιέζονται ιδέες, δυνάμεις και ικανότητες. Η αίσθηση αδυναμίας διεξόδου κι ο εγκλωβισμός της κοινωνίας σε μια παθητική μοιρολατρία και ματαιότητα -συνθήκες που συνθλίβουν ιδιαίτερα τους νέους και τους αναγκάζουν ν’ αναζητήσουν καλύτερη τύχη κάπου αλλού-, αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για το ΠΑΣΟΚ, τα στελέχη και τη ηγεσία του.

Μια πρόκληση, που μπορεί, με σκληρή δουλειά, ενότητα κι οργάνωση, ν’ αποτελέσει την ελκυστική πρόσκληση προς όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που πιστεύουν σ’ ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, σε μια δικαιότερη κοινωνία ευκαιριών και προόδου και σ’ ένα σύγχρονο κράτος ευέλικτο κι αποτελεσματικό, να κινητοποιηθούν, να συμμετάσχουν και να δώσουν στο ΠΑΣΟΚ τη δύναμη, το προνόμιο και την ευκαιρία να οικοδομήσει και πάλι μαζί τους την Ελλάδα που τους αξίζει, την Ελλάδα που ονειρεύονται.

* Ο Βαγγέλης Βουτσινάκης είναι διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έχει εξειδικευτεί σε θέματα management. Το συγγραφικό του έργο καθορίζεται μέχρι σήμερα από την επιστημονική του κατάρτιση και την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως στέλεχος της δημόσιας διοίκησης. Η ηλεκτρονική του σελίδα «Εκτός Σχεδίου» [www.ektossxediou.com] και τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης προσφέρουν από χρόνια διέξοδο επικοινωνίας στις ευαισθησίες, τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντά του. Έχει γεννηθεί στο Περιστέρι και κατοικεί στο Χαλάνδρι.

Πατήστε και δείτε τα 14 προηγούμενα άρθρα του Βαγγέλη Βουτσινάκη

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner