Τσε Γκεβάρα, hasta la victoria siempre!

0

9 Οκτωβρίου 1967 Οι βολιβιανές αρχές αποφασίζουν τελικά να εκτελέσουν άμεσα τον Τσε υποστηρίζοντας την επίσημη εκδοχή θα λέει ότι ο Κομαντάντε υπέκυψε στα τραύματά του στη διάρκεια της μάχης

Στο πέρασμα του χρόνου το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα διατηρεί μια αναμφισβήτητη αίγλη στο πέρασμα των χρόνων. Ο σύντροφος του Κάστρο στον πόλεμο κατά του δικτάτορα Μπατίστα και Κομαντάντε στο αντάρτικο της Λατινικής Αμερικής, ενσαρκώνει μια εκδοχή του επαναστάτη που δεν οφείλει τίποτα στον σοσιαλισμό του κράτους και στις γραφειοκρατίες του. Ιδεαλιστής, βαθιά διεθνιστής, αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, θα προσδώσει στο ζήτημα του σοσιαλισμού μια πνοή που δεν υπάρχει στον σοβιετικό σταλινισμό: η επανάσταση, που δεν είναι η εφαρμογή μιας “θεωρίας”, αποδεικνύεται στην πράξη. Με τη δράση του, πολύ περισσότερο απ’ ότι με τα λόγια του, ο Τσε θα συμβάλλει στο να ξεκινήσει πάλι μια εσωτερική συζήτηση στους κόλπους του σοσιαλισμού για τις σχέσεις ανάμεσα στο αυθόρμητο και στην οργάνωση, και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία το περιβόητο “μοντέλο” μπαίνει σε περίοδο κρίσης. Ο Γκεβάρα είναι η αρχή του Μάη του ’68: έχει χαθεί πριν λίγο καιρό κάτω από τραγικές συνθήκες και έτσι μπορεί να ενσαρκώσει στις γραμμές της άκρας Αριστεράς, έναν συνδυασμό επαναστατικού ριζοσπαστισμού, μαρξιστικής ρητορικής και ανθρωπισμού, εκπροσωπώντας ένα ύφος λιγότερο δογματικό και πιο ενθουσιώδες από ότι του Τρότσκι ή του Μάο.

Ο νεαρός από το Ροσάριο, προερχόμενος από μεσοαστική οικογένεια, ασπάζεται το τρίπτυχο του “πάθους” της εποχής του: αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, απέχθεια για τους “γιάνκις”, δίψα για τον μαρξιστικό λόγο. Η λογοτεχνία και η ποίηση σφυρηλατούν τα ριψοκίνδυνα και ατρόμητα ένστικτα του Ερνέστο, ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα. Από κοντά ο Φρόιντ, αλλά και ο Μαρξ. Αντιπερονιστής, όπως και οι γονείς του, δηλωμένος δημοκράτης, αλλά με τον σπόρο της σύγκρουσης φυτρωμένο από νωρίς μέσα του: “Δεν θα κατέβω στους δρόμους παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο”, δηλώνει ξεκάθαρα στους συμμαθητές του, στην Κόρδοβα, που θέλουν να διαδηλώσουν. Το πεπρωμένο του δείχνει να συμβαδίζει με εκείνο του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, του Δον Κιχώτη. Διψάει για περιπέτειες, θέλει να περιπλανηθεί. Στα 23 του, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, γνωρίζεται με την “Μεγάλη Αμερική”, στο πρώτο του πολιτικό τετ α τετ με την κοινωνική πραγματικότητα της λατινικής ηπείρου. Έναν χρόνο αργότερα, το 1952, ορκισμένος πλέον γιατρός, αναχωρεί και πάλι. “Φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής”, λέει στη μητέρα του, αποχαιρετώντας την στον σταθμό των τρένων.

Γνωρίζεται με τους Ινδιάνους, μιλάει με τους ταλαιπωρημένους εργάτες των ορυχείων, εξοργίζεται με την εκμετάλλευση των ξένων που κλέβουν τη ζωή των “συμπατριωτών” του. Τα μαρξιστικά βιβλία είναι πλέον το κύριο ανάγνωσμά του, οι ερμηνείες όμως είναι απόλυτα δικές του. Η ένοπλη επανάσταση είναι το δικό του ιδανικό. Ο Σαρτρ τον βοηθάει να ανακαλύψει και τις δυο πλευρές της διανόησης. Δεν στέκεται εκεί όμως, παρά την αμηχανία που του προκαλεί η έννοια της “απόλυτης ελευθερίας” στον υπαρξισμό. Προτιμάει να προχωρήσει κρατώντας την αέναη πάλη για την διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την προσωπική δράση. Μπροστά του, γύρω του, παντού, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Χωρισμένα στους καλούς και τους κακούς. Τον Δεκέμβρη του 1953 ο Γκεβάρα φτάνει στην επαναστατημένη Γουατεμάλα. Ο Χακόμπο Άρμπενς, ένας νεαρός αριστερός συνταγματάρχης, προσπαθεί να ελευθερώσει τη χώρα του από τα αποικιοκρατικά δεσμά των ΗΠΑ. Μια από τις κινήσεις του είναι να εθνικοποιήσει 84.000 εκτάρια της United Fruit Company, κάτι που προκαλεί την οργή της Ουάσιγκτον. Η CIA οργανώνει πολύ γρήγορα πραξικόπημα και τα στρατεύματα του Κάρλος Καστίγιο μπαίνουν στη χώρα τον Ιούνιο του 1954, ανατρέποντας την κυβέρνηση. Ο Γκεβάρα είναι πεπεισμένος πλέον για την ανάγκη χρήσης όπλων, ενώ γράφει για “την ανοιχτή πληγή που του άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα”.

Καταλήγει στο Μεξικό και έρχεται σε επαφή με Κουβανούς εξόριστους. Γνωρίζεται με τον Ραούλ Κάστρο, επίσης ενθουσιώδη μαρξιστή – λενινιστή και τον αδερφό του, Φιντέλ, έναν νεαρό δικηγόρο, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1953 είχαν επιχειρήσει αποτυχημένη έφοδο με άλλους 133 αντάρτες στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας. Ο Τσε μιλάει ώρες ολόκληρες με τον Φιντέλ για την επόμενη απόβαση. Δυο χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, μέσα σε καταιγίδα, 82 τρελοί όσο και αποφασισμένοι, επιβιβάζονται στην Granma, μια θαλαμηγό-ερείπιο και μια εβδομάδα μετά, φτάνουν στην ακτή Las Coloradas στην νοτιοδυτική Κούβα. Οι αγρότες, οι εργάτες, τα συνδικάτα, όλοι οι καταπιεσμένοι από τη δικτατορία του Μπατίστα, βοηθούν σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο τους barbudos, τους γενειοφόρους guerilleros, που μέσα σε δυο χρόνια μπαίνουν νικητές στην Αβάνα. Ο κομαντάντε πλέον, Τσε Γκεβάρα, απελευθερώνει την Σάντα Κλάρα και γίνεται δεκτός σαν ήρωας. Το καλοκαίρι του 1959 έρχεται σε επαφή με τους Νάσερ, Νεχρού και Τίτο, τους ηγέτες που δυο χρόνια αργότερα θα ιδρύσουν το κίνημα των αδεσμεύτων, διεκδικώντας τη θέση της ελεύθερης Κούβας στον πολιτικό χάρτη. Πίσω, στο νησί, επιτελούνται μεγάλες αλλαγές. Αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.

Ο Γκεβάρα τυπώνει στο εθνικό τυπογραφείο 100.000 αντίτυπα του Δον Κιχώτη και τα μοιράζει δωρεάν στους Κουβανούς. Γνωρίζεται με τον Σαρτρ (ο οποίος επισκέπτεται την Αβάνα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ) και όταν ο υπαρξιστής φιλόσοφος τον ρωτάει “ποιο είναι το σχέδιο της επανάστασης”, απαντάει “να επεκτείνουμε το πεδίο του εφικτού”. Τον Φεβρουάριο του 1961 διορίζεται υπουργός Βιομηχανίας και αναφέρεται στην ηθική, ως το μοναδικό κίνητρο που θα πρέπει να κατευθύνει τους πάντες. Είναι αριστερός στην αντίληψη, αλλά και στην καρδιά του, θεωρεί ότι κάθε άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός. Δεν τάσσεται υπέρ των πολιτικών διώξεων, αλλά καταγγέλλει τις “λυρικές ιδεολογίες”. Οι ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει τον πόλεμο της αποσταθεροποίησης, αρνούμενες να ανεχθούν το “κομμουνιστικό καρκίνωμα” στην γειτονιά τους, όμως η ΕΣΣΔ αγνοεί το εμπάργκο, αγοράζοντας ζάχαρη και προσφέροντας πετρέλαιο. “Αυτό που δεν μπορούν να μας συγχωρήσουν οι ιμπεριαλιστές, είναι ότι κάναμε μια σοσιαλιστική επανάσταση που θα την υπερασπιστούμε με τα όπλα”, ξεκαθαρίζει τον Απρίλη του 1961 ο Φιντέλ, αμέσως μετά το αμερικανικό φιάσκο στην Πλάγια Χιρόν. Ο Κάστρο αρχίζει να “οχυρώνει” την Κούβα, κυριολεκτικά και μεταφορικά: “Για την επανάσταση όλα. Εναντίον της επανάστασης, τίποτα”. Ο Τσε όμως είναι πιο ανεκτικός: “Η ομορφιά δεν έχει τσακωθεί με την επανάσταση”, δηλώνει, κρατώντας αποστάσεις από την υποχρεωτική υποταγή και στράτευση της τέχνης και της διανόησης.

Όμως είναι άτεγκτος σε ότι αφορά την ασφάλεια της χώρας. Συναντάει τον Νικίτα Χρουστσόφ και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της εγκατάστασης σοβιετικών πυραύλων στο έδαφος της Κούβας. Ωστόσο, η κρίση που ακολουθεί και η εγκατάλειψη του σχεδίου από την Μόσχα, τον αναγκάζουν να αλλάξει και αυτός τη “ρουτίνα” του, απογοητευμένος από τις εξελίξεις και το Κρεμλίνο. Συνεχίζει να καλεί τους επαναστάτες σε όλο τον κόσμο να αντιγράψουν το κουβανέζικο πρότυπο και να πολεμήσουν εναντίον της “Διεθνούς του εγκλήματος”, όπως χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό στην θρυλική ομιλία του στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ, τον Δεκέμβρη του 1964. Το ίδιο μήνυμα στέλνει δυο μήνες αργότερα, από το βήμα του συνεδρίου της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο Αλγέρι: “Πρέπει να αλλάξουμε τον άνθρωπο, ο προλεταριακός διεθνισμός είναι ένα καθήκον κατά του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλισμού”. Τον Μάρτιο του 1965 ο Γκεβάρα εξαφανίζεται από προσώπου γης. Στις αρχές Απριλίου φτάνει μεταμφιεσμένος στο Κογκό για να ξεκινήσει καινούργιο αντάρτικο. Όμως η προσπάθεια θα αποτύχει και οι Κουβανοί θα αναχωρήσουν από την Αφρική μετά από επτά μήνες. Στο μεταξύ, οι πιέσεις στην Κούβα είναι τόσο μεγάλες για να ενημερωθεί ο κόσμος τί έχει απογίνει ο Τσε, ώστε ο Κάστρο αποφασίζει να διαβάσει δημόσια το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Γκεβάρα, γραμμένο αρκετούς μήνες πριν.

Εκεί ο Τσε επιβεβαιώνει για μια ακόμα φορά “την αλληλεγγύη του στην κουβανέζικη επανάσταση, αλλά προσθέτει πως είναι αποφασισμένος να αφήσει την Κούβα για να υπηρετήσει την επανάσταση στο εξωτερικό. Συμπληρώνει δε, ότι παραιτείται από τα κρατικά αξιώματα και τη θέση του στο κομμουνιστικό κόμμα”. Έχει πάρει την απόφασή του να κατευθυνθεί στη Βολιβία, την πρώτη χώρα στην οποία βίωσε από κοντά τη δυστυχία των κατοίκων, στο παρθενικό του ταξίδι στην Λατινική Αμερική. Θέλει να δημιουργήσει εκεί μια νέα “επαναστατική εστία, αντάξια της Αμερικής του Νότου, για να απελευθερώσει τη μεγάλη πατρίδα”. Τον Νοέμβριο του 1966, με πλαστό διαβατήριο της Ουρουγουάης και όνομα Ραμόν Μπενίτες, φτάνει κρυφά στην Λα Πας, όπου τον περιμένει η αντάρτικη ομάδα Νιανκαουασού. “Είναι η ώρα της φωτιάς και δεν πρέπει να βλέπουμε παρά μόνο φως”, λέει στους δικούς του, χρησιμοποιώντας τη φράση του Χοσέ Μαρτί. “Δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι να ωριμάσουν όλες οι κατάλληλες συνθήκες. Πρέπει να τις δημιουργήσουμε”, γράφει στο ημερολόγιο εκστρατείας στη Βολιβία. Στην πραγματικότητα όμως όλα είναι αρνητικά για τον Τσε. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης δεν συνεργάζονται. Μόνο λίγοι νεολαίοι του κομμουνιστικού κόμματος ενώνονται μαζί του. Η επικοινωνία είναι δύσκολη, γιατί οι Ινδιάνοι μιλάνε τη δική τους διάλεκτο. Οι Βολιβιανοί Ρέιντζερς τους καταδιώκουν συνεχώς και σφίγγουν τον κλοιό. Η πείνα, η εξάντληση και οι χαφιέδες είναι πρόσθετοι εχθροί.

Ο Γκεβάρα δεν το βάζει κάτω. “Ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημά μας”, προσπαθεί να εμψυχώσει τους συντρόφους του. Όμως η Κοτσαβάμπα, ο Ρίο Γκράντε και η Λα Ιγκέρα θα γίνουν συνώνυμα της σύλληψης και της εκτέλεσης του Τσε. Ο θάνατος θα κλείσει το κεφάλαιο της ζωής του, η αιωνιότητα θα κάνει το όνομά του σύμβολο. Hasta la victoria siempre… 

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΟΥ ΤΣΕ

Στη συνέχεια θα θυμηθούμε μέσα από 35 χρονολογίες την πορεία του Τσε Γκεβάρα προς τον θάνατο, 48 χρόνια μετά την 9η Οκτωβρίου του 1967, αρχίζοντας από τη στιγμή που μπήκε στη Βολιβία με πλαστό διαβατήριο μέχρι τη μέρα που τάφηκε – για δεύτερη φορά – στην αγαπημένη του Κούβα.

– 3 Οκτωβρίου 1965: Σε ένα δημόσιο λόγο του, ο Φιντέλ Κάστρο διαβάζει την αποχαιρετιστήρια επιστολή που έγραψε ο Τσε – ήδη από τον Απρίλιο – και με την οποία παραιτείται από όλες τις θέσεις που κατέχει στην κουβανέζικη κυβέρνηση. Το γράμμα καταλήγει: “…νιώθω ότι εκπλήρωσα το καθήκον που με έδενε με την κουβανέζικη επανάσταση και λέω αντίο σε σένα, στους συντρόφους, στο λαό σου που πλέον είναι και δικός μου”.

– Φθινόπωρο 1966: Ο Τσε Γκεβάρα φτάνει στη Βολιβία κάπου ανάμεσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη και την πρώτη εβδομάδα του Νοέμβρη, σύμφωνα με διαφορετικές μαρτυρίες. Περνάει τα σύνορα με ψεύτικο διαβατήριο της Ουρουγουάης και σκοπό να οργανώσει ένα αντάρτικο κίνημα. Διαλέγει τη Βολιβία για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί η παρουσία των αμερικανικών μυστικών δυνάμεων είναι μικρή σε σχέση με άλλα κράτη της περιοχής. Δεύτερον γιατί η φτώχεια είναι τόσο μεγάλη που οι κάτοικοι θα δεχτούν πιο εύκολα μια επαναστατική ιδεολογία και τρίτον γιατί συνορεύει με πέντε άλλα κράτη, πράγμα που θα βοηθήσει την εξάπλωση της επανάστασης, αν το αντάρτικο πετύχει.

– Άνοιξη 1967: Από τον Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο του 1967, ο Τσε και οι αντάρτες του χτυπούν “κατά βούληση” τις Βολιβιανές Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες αριθμούν περίπου 20.000 άνδρες. Σε αυτό το διάστημα σκοτώνεται ένας αντάρτης και 30 Βολιβιανοί στρατιώτες.

– 28 Απριλίου 1967: Ο στρατηγός Οβάντο του Βολιβιανού στρατού υπογράφει ένα σύμφωνο συνεργασίας με τον αμερικανικό στρατό, σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ θα εκπαιδεύσουν, θα εκγυμνάσουν και θα οργανώσουν τους βολιβιανούς στρατιώτες.

– 11 Μαΐου 1967: Ο Ουόλτ Ρόστο, σύμβουλος του προέδρου των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, στέλνει ένα σημείωμα στον Λευκό Οίκο, στο οποίο γράφει ότι έχει στα χέρια του την πρώτη αναφορά σύμφωνα με την οποία ο Τσε Γκεβάρα είναι ζωντανός και επιχειρεί στη Νότια Αμερική.

– Ιούνιος 1967: Ο κουβανικής καταγωγής πράκτορας της CIA, Φέλιξ Ροντρίγκες μιλάει τηλεφωνικώς με έναν αξιωματούχο της CIA, ο οποίος του αναθέτει την αποστολή να βοηθήσει τους Βολιβιανούς να ανακαλύψουν και να συλλάβουν τον Τσε Γκεβάρα. Βοηθός του θα είναι ο “Εδουάρδο Γκονσάλες”, ενώ ο ίδιος θα χρησιμοποιεί το ψεύτικο όνομα “Φέλιξ Ράμος Μεδίνα”.

– 26-30 Ιουνίου 1967: Ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν επισκέπτεται την Κούβα για συνομιλίες με τον Φιντέλ Κάστρο. Στο περιθώριο των συνομιλιών θέτει στον Κουβανό ηγέτη το θέμα της επαναστατικής δραστηριότητας στη Νότια Αμερική. Ασκεί κριτική στην παρουσία του Τσε στη Βολιβία και κατηγορεί τον Κάστρο για τη “ζημιά που προκαλεί στο κομμουνιστικό κίνημα με την υποστήριξή του σε διάφορες αντάρτικες ομάδες που αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές ή κομμουνιστικές και οι οποίες κινούνται έξω από τα νόμιμα κομμουνιστικά κόμματα, αυτά δηλαδή που είναι αναγνωρισμένα από την ΕΣΣΔ”. Η απάντηση του Κάστρο είναι ξεκάθαρη: “Θα υποστηρίξω το δικαίωμα κάθε Λατινοαμερικάνου να συνεισφέρει στην απελευθέρωση της χώρας του”.

– 2 Αυγούστου 1967: Οι Ροντρίγκες και Γκονσάλες φτάνουν στην Λα Πας της Βολιβίας, όπου και συναντώνται με όλους τους υπόλοιπους πράκτορες της CIA που βρίσκονται ήδη εκεί.

– 31 Αυγούστου 1967: Ο Βολιβιανός στρατός πετυχαίνει την πρώτη του νίκη εναντίον των ανταρτών του Τσε, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς και καταφέρνοντας να συλλάβει τον Χοσέ Καστίγιο Τσάβες, γνωστό με το παρατσούκλι “Πάκο”. Στο μεταξύ η υγεία του Κομαντάντε κλονίζεται.

– 3 Σεπτέμβρη 1967: Ο Φέλιξ Ροντρίγκες πετάει από τη Σάντα Κρουζ στο Βαγεγκράντε για να ανακρίνει τον “Πάκο”.

– 15 Σεπτέμβρη 1967: Βολιβιανά αεροσκάφη πραγματοποιούν ρίψη φυλλαδίων σε όλη τη χώρα, πάνω στα οποία αναγράφεται ότι η κυβέρνηση προσφέρει αμοιβή 4.200 δολαρίων για τη σύλληψη του Τσε Γκεβάρα.

– 18 Σεπτέμβρη 1967: Συλλαμβάνονται 15 μέλη μιας κομμουνιστικής ομάδας, επειδή προμήθευαν με εφόδια τους αντάρτες του Τσε στη νοτιοανατολική ζούγκλα της Βολιβίας.

– 22 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και η ομάδα του φτάνουν στο χωριό Άλτο Σέκο. Ο Ίντι Περέδο, ένας Βολιβιανός αντάρτης, εξηγεί στους χωρικούς τον σκοπό του αντάρτικου κινήματος. Λίγο αργότερα αναχωρούν παίρνοντας μαζί τους τρόφιμα.

– 23 Σεπτέμβρη 1967: Ο υπουργός Εξωτερικών της Βολιβίας, Γκεβάρα Άρσε, έχει στα χέρια του ατράνταχτες πλέον αποδείξεις, ότι ο ηγέτης των ανταρτών είναι ο Τσε Γκεβάρα. Ειδικοί συγκρίνουν δείγματα γραφής, αποτυπώματα και φωτογραφίες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ομάδα του Τσε αποτελείται από Κουβανούς, Περουβιανούς, Αργεντίνους και Βολιβιανούς. Ο Άρσε δηλώνει ότι “δεν θα αφήσουμε κανέναν να μας κλέψει τη χώρα”.

– 24 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και οι άντρες του φτάνουν άρρωστοι και εξαντλημένοι στη Λόμα Λάργα, ένα ράντσο κοντά στο Άλτο Σέκο. Μόλις τους βλέπουν οι χωρικοί, φεύγουν όλοι εκτός από έναν.

– 26 Σεπτέμβρη 1967: Οι αντάρτες φτάνουν στο χωριό Λα Ιγκέρα και αντιλαμβάνονται πως όλοι οι άνδρες το έχουν εγκαταλείψει. Ενώ ετοιμάζονται να φύγουν, ακούνε πυροβολισμούς και αναγκάζονται να οχυρωθούν μέσα στο χωριό. Τρεις αντάρτες σκοτώνονται στη συμπλοκή και οι υπόλοιποι υποχωρούν προς τη μεριά του ποταμού Ρίο Γκράντε.

– 27 Σεπτέμβρη 1967: Μετά τη συμπλοκή στην Λα Ιγκέρα, ο Βολιβιανός στρατός κλείνει όλα τα περάσματα ώστε να εμποδίσει τη διαφυγή των ανταρτών και να τους παγιδεύσει. Συλλαμβάνεται ένας αντάρτης με το όνομα “Γκάμπα”, ο οποίος βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, γεγονός το οποίο ανεβάζει το ηθικό των στρατιωτών που συνειδητοποιούν ότι οι αντίπαλοί τους δεν είναι ανίκητοι.

– 30 Σεπτέμβρη 1967: Ο Τσε και η ομάδα του παγιδεύονται από τον στρατό σε ένα φαράγγι της Βάγε Σεράνο, νότια του ποταμού Ρίο Γκράντε, στην περιοχή της Κοτσαβάμπα.

– 7 Οκτωβρίου 1967: Ο Τσε γράφει για τελευταία φορά στο προσωπικό του ημερολόγιο, έντεκα μήνες μετά την έναρξη του αντάρτικου στη Βολιβία. Στο μεταξύ η ομάδα του συναντάει μια γυναίκα που βόσκει κατσίκες και την ρωτούν αν υπάρχουν στρατιώτες στην περιοχή, χωρίς όμως να καταφέρουν να της αποσπάσουν πληροφορίες. Φοβούμενοι ότι μπορεί να τους καταδώσει, της δίνουν 50 πέσος για να εξασφαλίσουν τη σιωπή της. Το βράδυ καταφεύγουν σε μια ρεματιά στην Κεμπράδα δελ Γιούρο.

– 8 Οκτωβρίου 1967, νύχτα: Ο στρατός πληροφορείται ότι μια ομάδα από 17 αντάρτες βρίσκεται στην περιοχή. Πλησιάζει στη ρεματιά και στη συμπλοκή που ακολουθεί μέσα στη νύχτα, δυο Κουβανοί αντάρτες σκοτώνονται. Ο “Ραμόν” (Τσε Γκεβάρα) και ο σύντροφός του, “Γουίλι”, προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν πάνω στους όλμους των στρατιωτών. Ο Τσε τραυματίζεται στο γαστροκνήμιο.

– 8 Οκτωβρίου 1967, πρωΐ: Μια γυναίκα ειδοποιεί τον στρατό ότι άκουσε φωνές στη ρεματιά του Γιούρο, κοντά στο σημείο του ποταμού Σαν Αντόνιο. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται για την ίδια γυναίκα που είχαν συναντήσει νωρίτερα οι αντάρτες. Μέχρι το ξημέρωμα, στην περιοχή αναπτύσσονται δυνάμεις του Βολιβιανού στρατού περικυκλώνοντας την ομάδα του Τσε.

– 8 Οκτωβρίου 1967, μεσημέρι, ώρα 1.30: Αρχίζει η τελευταία μάχη του Τσε στην Κεμπράδα δελ Γιούρο. Ο Σιμόν Κούμπα (Γουίλι) Σαράβια, ένας βολιβιανός εργάτης ορυχείων, οδηγεί την ομάδα. Πίσω του ακολουθεί ο Τσε, ο οποίος δέχεται πυροβολισμούς στα πόδια του και σωριάζεται. Ο Γουίλι τον σηκώνει και προσπαθεί να τον μεταφέρει έξω από τη γραμμή του πυρός, αλλά μια σφαίρα τινάζει το μπερέ του Τσε από το κεφάλι του. Ο Σαράβια ακουμπάει τον Τσε στο έδαφος και αμύνεται πυροβολώντας. Οι Ρέιντζερς συγκεντρώνουν τα πυρά τους στους δυο αντάρτες και σφίγγουν συνεχώς τον κλοιό γύρω τους. Ο Τσε προσπαθεί να πυροβολήσει, αλλά του είναι αδύνατο. Τα πολλαπλά τραύματα τον έχουν εξουθενώσει και τη στιγμή που οι στρατιώτες εμφανίζονται μέσα από τους θάμνους, φωνάζει: “Μην πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο για σας ζωντανός παρά νεκρός”. Η μάχη τελειώνει γύρω στις 3.30. Ο Τσε συλλαμβάνεται.

– 8 Οκτωβρίου 1967, απόγευμα: Η είδηση της σύλληψης του Τσε φτάνει με κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της Βαγεγκράντε: “Papa cansado” (ο μπαμπάς – κωδική ονομασία του Τσε – είναι κουρασμένος – δηλαδή τραυματισμένος). Ο στρατηγός Σεντένο διατάζει να μεταφερθεί ο Τσε μαζί με τους άλλους κρατούμενους στην Λα Ιγκέρα. Στρατιώτες κουβαλούν τον Κομαντάντε μέσα σε μια κουβέρτα, ενώ ο Σαράβια ακολουθεί από πίσω δεμένος. Φτάνουν στο χωριό λίγο μετά τη δύση και οι δυο κρατούμενοι κλείνονται στο σχολείο. Στη διάρκεια της νύχτας άλλοι 5 αντάρτες φυλακίζονται στον ίδιο χώρο.

– 9 Οκτωβρίου 1967, ξημερώματα: Ο Ουόλτ Ρόστο στέλνει εμπιστευτικό μήνυμα στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, με το οποίο τον ενημερώνει ότι οι Βολιβιανές αρχές συνέλαβαν και κρατούν αιχμάλωτο τον Τσε Γκεβάρα. Στο μεταξύ ο στρατηγός Σεντένο και ο Φέλιξ Ροντρίγκες φτάνουν με ελικόπτερο στην Λα Ιγκέρα. Επιθεωρούν τον χώρο και τους κρατούμενους. Χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του, ο Φέλιξ Ροντρίγκες θυμάται: “Ο Τσε ήταν ξαπλωμένος μέσα στη βρομιά, τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του. Έμοιαζε με ένα σωρό σκουπίδια, τα μαλλιά του λαδωμένα, τα ρούχα του κουρέλια. Είχα ανάμικτα συναισθήματα όταν τον πρωτοείδα στην Λα Ιγκέρα. Μπροστά μου βρισκόταν ο άνθρωπος που είχε σκοτώσει πολλούς συμπατριώτες μου. Αλλά παρόλα αυτά, όταν τον κοίταξα, ο τρόπος που κοίταζε το κενό…ειλικρινά ένιωσα λύπη για αυτόν”.

Αμέσως μετά ο Ροντρίγκες στέλνει ένα κωδικοποιημένο μήνυμα στο αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλεϊ και αρχίζει να φωτογραφίζει το ημερολόγιο του Τσε και άλλα έγγραφα. Αργότερα μιλάει για αρκετή ώρα με τον Τσε και τον φωτογραφίζει. Οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Ροντρίγκες βρίσκονται ακόμα στα μυστικά αρχεία της CIA και δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα.

– 9 Οκτωβρίου 1967, πρωί: Οι Βολιβιανές αρχές αντιμετωπίζουν πλέον το μεγάλο ερώτημα: τι να κάνουν τον Τσε Γκεβάρα; Αποκλείουν τη δίκη, αφού γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα στρέψει τα βλέμματα όλης της υφηλίου πάνω τους και θα προκαλέσει κύματα συμπάθειας και αλληλεγγύης στο πρόσωπο του Τσε. Αποφασίζουν τελικά να τον εκτελέσουν άμεσα, αλλά συμφωνούν ότι η επίσημη εκδοχή θα λέει ότι ο Κομαντάντε υπέκυψε στα τραύματά του στη διάρκεια της μάχης. Ο Φέλιξ Ροντρίγκες παίρνει εντολή από την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της Βολιβίας να θέσει σε ισχύ τις επιχειρήσεις “500” και “600”. Το “500” είναι ο βολιβιανός κωδικός για τον Τσε και το “600” η κωδική διαταγή για την εκτέλεσή του. Ο Ροντρίγκες ενημερώνει τον Σεντένο για τη διαταγή, χωρίς όμως να παραλείψει να συμπληρώσει ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ, του έχει δώσει σαφείς οδηγίες να κρατήσει τον Τσε ζωντανό με οποιοδήποτε τίμημα. Η CIA έχει ήδη οργανώσει αερογέφυρα για τη μεταφορά του Γκεβάρα στον Παναμά, όπου και σκοπεύει να τον υποβάλλει σε εξαντλητικές ανακρίσεις. Ο Σεντένο όμως αποφασίζει να ακολουθήσει τις δικές του διαταγές και δίνει εντολή να εκτελεστεί ο Τσε. Ο Ροντρίγκες πηγαίνει στο σχολείο και ανακοινώνει στον κρατούμενο την απόφαση των Βολιβιανών αρχών. “Είναι καλύτερα έτσι. Ποτέ δεν έπρεπε να με πιάσουν ζωντανό”, απαντά ο Τσε και δίνει στον Ροντρίγκες ένα μήνυμα για τη γυναίκα του και άλλο ένα για τον Φιντέλ. Οι δυο άντρες αγκαλιάζονται και ο Ροντρίγκες φεύγει.

– 9 Οκτωβρίου 1967, μεσημέρι: Οι στρατιώτες ρίχνουν κλήρο μεταξύ τους για το ποιος θα εκτελέσει τον Τσε. Ο λοχίας Χάιμε Τεράν τραβάει το μικρότερο καλαμάκι και μπαίνει μέσα στο σχολείο για να πυροβολήσει τον Γκεβάρα. Με το που αντικρίζει τον τραυματισμένο επαναστάτη, ο Τεράν τρομοκρατείται και τρέχει πανικόβλητος έξω από την τάξη. Οι ανώτεροί του τον ξαναστέλνουν μέσα και ο Τεράν, χωρίς να κοιτάζει, πυροβολεί με ένα Μ2 Carbine τον Κομαντάντε στο στήθος, στα χέρια και τα πόδια. Είναι μία και δέκα το μεσημέρι όταν ο Τσε πέφτει νεκρός.

– 10 Οκτωβρίου 1967: Οι γιατροί Μοϊσές Μπαπτίστα και Χοσέ Μαρτίνες υπογράφουν στο νοσοκομείο “Señor de Malta” της Βαγεγκράντε το πιστοποιητικό θανάτου του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Την ίδια μέρα ο στρατηγός Οβάντο ανακοινώνει επίσημα ότι ο Τσε είναι νεκρός.

– 11 Οκτωβρίου 1967: Ο στρατηγός Οβάντο ισχυρίζεται ότι η σορός του Γκεβάρα τάφηκε στην περιοχή της Βαγεγκράντε. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, παίρνει στα χέρια του μια αναφορά από τον Ουόλτ Ρόστο, σύμφωνα με την οποία “ο Τσε Γκεβάρα είναι νεκρός κατά 99%”.

– 12 Οκτωβρίου 1967: Ο Ρομπέρτο Γκεβάρα, αδερφός του Τσε, φτάνει στη Βολιβία για να παραλάβει τη σορό και να τη μεταφέρει στην Αργεντινή. Ο στρατηγός Οβάντο τον ενημερώνει ότι το νεκρό σώμα του αδερφού του αποτεφρώθηκε.

– 13 Οκτωβρίου 1967: Ο Ουόλτ Ρόστο στέλνει καινούργιο μήνυμα στον Τζόνσον και τον ενημερώνει ότι πλέον δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Γκεβάρα είναι νεκρός.

– 18 Οκτωβρίου 1967: Ο Φιντέλ Κάστρο αποχαιρετάει τον σύντροφό του, Τσε, μαζί με πάνω από ένα εκατομμύριο Κουβανούς που κατακλύζουν την Plaza de la Revolución της Αβάνας. “Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας. Οι δολοφόνοι του θα απογοητευτούν όταν συνειδητοποιήσουν ότι η τέχνη στην οποία αφιέρωσε τη ζωή και την εξυπνάδα του δεν μπορεί να πεθάνει”, είναι τα λόγια του Φιντέλ.

– 1 Ιουλίου 1995: Σε μια συνέντευξή του στον βιογράφο Γιόν Λι Άντερσον, ο Βολιβιανός στρατηγός Μάριο Βάργκας Σαλίνας αποκαλύπτει ότι ήταν παρών στη μαζική ταφή του Τσε και των συντρόφων του κοντά σε έναν αεροδιάδρομο έξω από την Βαγεγκράντε. Αρχίζει αμέσως η έρευνα για να εντοπιστεί ο τάφος, μια έρευνα που θα διαρκέσει δυο χρόνια.

– 5 Ιουλίου 1997: Ο βιογράφος του Τσε, Γιόν Λι Άντερσον, δημοσιεύει στους New York Times ένα άρθρο, στο οποίο αναφέρει ότι οι ειδικοί είναι πλέον 100% σίγουροι ότι ανακάλυψαν το λείψανο του Γκεβάρα στην Βαγεγκράντε.

– 13 Ιουλίου 1997: Ο κουβανέζικος λαός μαζί με τον Φιντέλ Κάστρο υποδέχονται σε μια λαμπρή τελετή στην Αβάνα το λείψανο του Τσε Γκεβάρα.

– 17 Οκτωβρίου 1997: Οι Κουβανοί κηδεύουν τον Τσε Γκεβάρα στην αγαπημένη του Σάντα Κλάρα.

Φωτογραφικό Υλικό από τη ζωή του Τσε Γκεβάρα

ΒΙΝΤΕΟ“Hasta siempre Comandante”, το τραγούδι που έγραψε ο Κουβανός Κάρλος Πουέμπλα για τον Τσε, την επόμενη της ανάγνωσης από τον Φιντέλ Κάστρο στους Κουβανούς της αποχαιρετιστήριας επιστολής του Γκεβάρα

 

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner