Με την κωδική ονομασία «ελεύθερο πανεπιστήμιο», ο κ. Μητσοτάκης μάς ανακοίνωσε στο χθεσινό υπουργικό συμβούλιο ότι προχωρά σε μία εμβληματική και συνολική μεταρρύθμιση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μάλιστα, επισήμανε αυτολεξεί: «προτεραιότητά μας -και θέλω να το τονίσω και πάλι- είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο, που θα έχει ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία, με ακόμα πιο ενισχυμένο το αυτοδιοίκητό του, σε συνέχιση των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν την πρώτη τετραετία».
Καταρχάς, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ ποια μεγάλη μεταρρύθμιση έγινε την πρώτη τετραετία της ΝΔ στον πολύπαθο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αν ως μεταρρύθμιση εννοείται η παρωδία της πανεπιστημιακής αστυνομίας και η αλλαγή στον τρόπο εκλογής των πρυτάνεων, τότε έχουν χάσει οι λέξεις το νόημά τους. Οι εν λόγω αλλαγές δεν αποδείχθηκαν μονάχα λανθασμένες αλλά και ανεφάρμοστες, δικαιώνοντας απολύτως τις αντιρρήσεις αλλά και τις εναλλακτικές προτάσεις που τότε είχαμε διατυπώσει. Άρα, για ποια συνέχεια ακριβώς μιλάει ο πρωθυπουργός; Αυτή των αποτυχημένων «μεταρρυθμίσεων»;
Σε οποιαδήποτε σύγχρονη ευρωπαϊκή δημοκρατία, μία μεγάλη μεταρρύθμιση στον τομέα της παιδείας απαιτεί εξαντλητικό διάλογο που θα περιλαμβάνει τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου, το σύνολο των stake-holders της παιδείας (εκπαιδευτικό προσωπικό, γονείς, φοιτητές, μαθητές κτλ) και την κοινωνία (δημόσιος διάλογος, διαβούλευση). Μια τέτοια μεταρρύθμιση είναι βαθιά πολιτικό ζήτημα, όχι τεχνικό ή νομικό. Ζητούμενο για μία μεγάλη μεταρρύθμιση στο χώρο της παιδείας δεν μπορεί να είναι το «προσπέρασμα» των συνταγματικών προβλέψεων και του αναγκαίου και σε βάθος πολιτικού και επιστημονικού διαλόγου αλλά η μέγιστη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση και η υπεράσπισή της από το πολιτικό σύστημα σε χρονικό ορίζοντα που θα ξεπερνά αυτόν της μιας κυβερνητικής θητείας. Εξάλλου, κάθε μεγάλη μεταρρύθμιση απαιτεί χρόνια για να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή και να αποδώσει.
Όμως, το φόρτε της σημερινής κυβέρνησης δεν είναι η υπηρέτηση της Δημοκρατίας και των δημοκρατικών διαδικασιών διαβούλευσης και αναζήτησης συναινέσεων. Υπάρχει ένα διαρκές αποφασίζω μονομερώς και προωθώ δια του «διαίρει και βασίλευε», που απλώς καλλωπίζεται και εξωραΐζεται κάθε φορά επικοινωνιακά. Έτσι, αρχίσαμε να μαθαίνουμε αποσπασματικά τον τωρινό εκπαιδευτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης από διαρροές, συνεντεύξεις, παραπολιτικά, φίλα προσκείμενα ΜΜΕ.
Κάλεσα θεσμικά τον κ. Πιερρακάκη να μας ενημερώσει αναλυτικά για το περιεχόμενο των νομοθετικών πρωτοβουλιών που προτίθεται να αναλάβει, καταθέτοντας προ διμήνου σχετικό αίτημα στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων. Απάντηση δεν έλαβα.
Έτσι, η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε να πορευθεί, σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, χωρίς εθνικό διάλογο με τα υπόλοιπα κόμματα και να εκβιάσει συναινέσεις, προσχωρώντας σε επιμέρους θέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως για παράδειγμα η θέση μας για μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης μάς κάλεσε να μετρηθούμε, δια αυτής της οδού που επέλεξε, ποιος είναι προοδευτικός και ποιος όχι. Εκτιμώ πως η απάντηση σε αυτό έχει ήδη δοθεί. Η απάντηση στον διάλογο με την κοινωνία έχει επίσης δοθεί· εξαντλήθηκε σε ένα non-paper που διαμοιράστηκε στα ΜΜΕ, με 19 ερωταπαντήσεις για να μηρυκάσουμε με οργανωμένο τρόπο τις θέσεις της κυβέρνησης, μεταφέροντας υφιστάμενους ήδη πόρους σε έναν «τιμοκατάλογο» με τα ποσά που υποτίθεται θα “μοιράσει”, εν είδει ΑΕΙ-pass στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Ωστόσο, μέσα σε όλη αυτήν την ταχυδακτυλουργία της επικοινωνίας, υπάρχει μία απάντηση που δεν έχει δοθεί. Και είναι αυτή που ενδιαφέρει πραγματικά τη χώρα και τους πολίτες της:
Ενισχύει αυτή η μεταρρύθμιση το δημόσιο πανεπιστήμιο;
Αυτό είναι το κυρίαρχο ερώτημα και το ύψιστο κριτήριο με βάση το οποίο θα μετρηθούμε και θα κριθούμε όλοι στον δημόσιο διάλογο. Και αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να το αποφύγει ούτε ο κ. Μητσοτάκης ούτε ο κ. Πιερακάκης. Διότι είναι ένα ερώτημα που δεν το θέσαμε μονάχα εμείς. Το έθεσε η ίδια η κυβέρνηση.
Αυτό είναι το κομβικό ερώτημα στο οποίο θα κληθεί να απαντήσει η κυβέρνηση σε κάθε πτυχή αυτού του νομοσχεδίου. Αυτή είναι και η δική μας ευθύνη ως αντιπολίτευση: να περιγράψουμε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές που χρειάζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο για να γίνει ισχυρό, ανταγωνιστικό, διαφανές, αξιοκρατικό, δίκαιο, ένα πραγματικό όχημα ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για τα παιδιά που πραγματικά το χρειάζονται. Και σε αυτό το πλαίσιο θα επιμείνουμε, με συγκεκριμένες προτάσεις και αυστηρές απαιτήσεις προς την κυβέρνηση.
Ραντεβού, λοιπόν, στο γήπεδο της πολιτικής.
* Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι πρώην Γραμματέας Οργανωτικού. Βουλευτής Κιλκίς και Υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας του ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής