Από τις πρώτες εκείνες εβδομάδες του 2019 που η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέλαβε τα ηνία της χώρας, ο θεμέλιος λίθος του αφηγήματός της ήταν η δήθεν επιτελική αποτελεσματικότητα του «νέου κράτους» που βρισκόταν στα σκαριά. Εξυπηρετούσε πολλαπλές ανάγκες, κυρίως όμως απέκρυπτε το πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών, προτάσσοντας την υποτιθέμενη επιχειρησιακή ευελιξία. Σημασία είχε μόνο να φαίνεται ότι «βγαίνει η δουλειά», στο πλαίσιο ενός πλασματικού «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» που ευαγγελιζόταν ότι θα σπάσει τα δεσμά της κρατικής γραφειοκρατίας.
Τα συνθήματα λειτούργησαν στην Ελλάδα μετά την κρίση, αποδείχτηκαν τόσο ισχυρά που αρκούσαν από μόνα τους για να διαμορφώσουν αντίστοιχα ισχυρά κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα. Και όχι μόνο: αποτέλεσαν το καλύτερο δυνατό άλλοθι για τον παρασιτικό υπερσυγκεντρωτισμό που παραγκώνιζε οποιαδήποτε έννοια αποκέντρωσης, διαφάνειας ή λογοδοσίας. Το αντίδοτο στις επιχειρησιακές και πολιτικές ολιγωρίες ήταν η επικοινωνία. Μπόλικες «εντολές Μητσοτάκη» που δήθεν διόρθωναν (πάντα εκ των υστέρων) τα λάθη της κυβέρνησής του, κάμποσες «συγγνώμες» ως απόδειξη ενσυναίσθησης και αξύριστα γένια στο πεδίο. Το σημαντικότερο; Εκείνο το «φαντάσου στην θέση μας να ήταν οι άλλοι».
Το σκιάχτρο των «άλλων» απέκρουσε κάθε κριτική για την επιτελική κατάρρευση στα Τέμπη, για την καθεστωτική διαχείριση των υποκλοπών, τις πυρκαγιές που δεν σβήνουν παρά μόνο στη θάλασσα, τις πυριτιδαποθήκες που εκρήγνυνται, τους χούλιγκαν-νεοναζί δολοφόνους που βολτάρουν ανενόχλητοι, τους υποψήφιους περιφερειάρχες που παραμένουν υπουργοί προσποιούμενοι πως δεν αντιλαμβάνονται το ασυμβίβαστο. Ο απόηχος περασμένων επιλογών έγινε επιχείρημα και διέξοδος, δείχνοντας ποιο πραγματικά είναι το κενό. Και οι «άλλοι» δεν συνειδητοποίησαν πως, όταν φώναζαν απλώς για να φωνάξουν, οι μόνοι που δεν τρόμαζαν ήταν οι ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου. Χωρίς σχέδιο και κατεύθυνση, με μόνη σταθερά τους «-ισμούς», έπεφταν μόνοι τους στην παγίδα της σύγκρισης.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής γνωρίζει πολύ καλά τις απαιτήσεις του ρόλου που του ανατέθηκε στις εκλογές. Η παρουσία μας εντός και εκτός Βουλής θα είναι σοβαρή, τεκμηριωμένη και νηφάλια, μια αντιπολίτευση με εναλλακτική πρόταση για κάθε «όχι» που λέει. Οι πολίτες, όμως, δεν αναζητούν μόνο αυτό πια. Ψάχνουν εκείνους τους «άλλους» που από κυβερνητικό επιχείρημα θα γίνουν αντιπρόταση ελπίδας. Εκείνους που θα τους πείσουν ότι ο τόπος αξίζει καλύτερα από τα στοιχειωδώς αυτονόητα και θα βάλουν και πάλι τον πήχη ψηλά. Δεν θα περιγράφουν απλώς ένα πολιτικό σύστημα χαμηλών προσδοκιών στο οποίο κερδίζει ο λιγότερο κακός, θα το αλλάζουν με το παράδειγμά τους.
Το αποτέλεσμα των τελευταίων εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων ρευστοποίησε τον προοδευτικό χώρο, δείχνει τον δρόμο για την ανακατάταξη των πολιτικών συσχετισμών. Θα ήταν λάθος να το ερμηνεύσουμε ως ευκαιρία για ρεβάνς, με στόχο την αντικατάσταση των κομματικών μηχανισμών -έτσι οι «άλλοι» ίσως αλλάξουν, θα παραμείνουν όμως βολικοί. Οφείλουμε να το διαβάσουμε ως ανάγκη γενναιόδωρης σύνθεσης κοινωνικών δυνάμεων και ρευμάτων, με πολιτική αναφορά προοδευτική και σοσιαλδημοκρατική, με σκέψη ορθολογική, με συνέπεια και ευθύνη πατριωτική. Ως ανάγκη συγκροτημένης έκφρασης σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, από την τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση μέχρι την κεντρική πολιτική σκηνή.
Ο χρόνος είναι χθες, ώστε να μην μετράμε απλώς τετραετίες επιτελικής ανικανότητας που διασώζονται από τον πήχη των «άλλων». Για να γίνουμε οι «άλλοι» που έχει πραγματικά ανάγκη ο τόπος.
* Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής Ανατολικής Αττικής και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του.