Οι δημοσκοπήσεις έχουν μπει για τα καλά στην ατζέντα της πολιτικής συζήτησης και της κομματικής αντιπαράθεσης, ιδιαίτερα κατά τις προεκλογικές περιόδους.
Εδώ τίθεται ένα ιδιαίτερο πολιτικό ζήτημα: Οι δημοσκοπήσεις είναι εργαλεία ανάλυσης ή εργαλεία χειραγώγησης ή μήπως έχουν διπλή αλλά ετεροβαρή προς το δεύτερο σκέλος λειτουργία;
Ας δούμε μερικές απόψεις.
α) Ενώ οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ενδεχόμενα το «τι συμβαίνει», οι ερμηνείες τους και οι θεωρήσεις τους αποβλέπουν ουσιαστικά σε μία και μόνη κατεύθυνση στο «τι θα συμβεί». Προδικάζονται δηλαδή οι εξελίξεις ή πάντως τις επηρεάζουν στον έναν ή στον άλλον βαθμό.
β) Επηρεάζουν αυτές κάθε αυτές τις τάσεις, που υπάρχουν μέσα στο εκλογικό σώμα. Έτσι αν σε ένα κόμμα εμφανίζουν μεγάλο ποσοστό, αυτό το ίδιο το ποσοστό δημιουργεί μία δυναμική, ενώ αν εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά, τότε σε αυτές τις περιπτώσεις υπεισέρχεται ο παράγων «απογοήτευση».
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα, που συνέβη στις πρόσφατες εκλογές. Ήταν εντυπωσιακό το πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων – με πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ.
Όταν λοιπόν εμφανίζεις αυτό το κόμμα στο 30% και στην πραγματικότητα μερικές μέρες αργότερα είναι στο 20%, σαφώς υπάρχει πρόβλημα. Μπορούμε να φανταστούμε ποιο θα ήταν το κλίμα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αν τον εμφάνιζαν με ποσοστό 20%; Τι απογοήτευση, τι αποθάρρυνση και τι πανικός θα υπήρχε;
Είναι εξίσου εντυπωσιακή – αλλά κυρίως προκλητική – η αιτιολογία που έδωσαν οι δημοσκοπικές εταιρείες, ότι «τους ασκούσαν μπούλινγκ στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ»! Πρόκειται για κυνική ομολογία ένταξης των δημοσκοπήσεων σε σκοπιμότητες των όποιων κομμάτων.
Το αντίστροφο συνέβη στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής. Εδώ έδιναν ένα ποσοστό γύρω στο 8+%, οπότε ο «στόχος» ήταν να είναι διψήφιο το ποσοστό, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Τι έγινε όμως τελικά; Ήταν στο 11,5%. Αλλά αν αυτό το ποσοστό έβγαινε στις δημοσκοπήσεις, τότε η δυναμική δεν θα ήταν διαφορετική;
γ) Οι συζητήσεις που ακολουθούν μετά τις δημοσκοπήσεις – ιδιαίτερα στην τηλεόραση – έχουν ως αφετηρία αλλά και ως μοναδικό πεδίο αναφορά τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων. Όλες οι συζητήσεις στηρίζονται σε αυτά. Λέγεται μεν ότι τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων αποτυπώνουν «μια στιγμή», αλλά παρόλα αυτά τα χρησιμοποιούν για τις επόμενες στιγμές, για τις κρίσιμες διαδικασίες.
δ) Γιατί οι δημοσκοπήσεις γίνονται το μοναδικό εργαλείο πολιτικής ανάλυσης; Δεν θα μπορούσε να είναι ένα από τα εργαλεία; Γιατί έτσι, στις προεκλογικές περιόδους δεν γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις, δεν έχουμε αναλύσεις χρησιμοποιώντας και τα άλλα παραδοσιακά εργαλεία των πολιτικών συζητήσεων.
Αν λοιπόν συζητάμε τις δημοσκοπήσεις και μόνο αυτές, τότε ανάγονται σε πολιτικά εργαλεία, σε διαμορφωτές της κοινής γνώμης περισσότερο – και μάλιστα με τη δύναμη των αριθμών – παρά αντανακλούν την κοινή γνώμη.
ε) Πολλές φορές ο τρόπος που τίθεται οι ερωτήσεις από τις εταιρείες καθοδηγούν τις απαντήσεις – ιδιαίτερα στους πολίτες που δεν έχουν αυξημένα πολιτικά κριτήρια και οι απαντήσεις τους είναι πρόχειρες και επιδερμικές.
στ) Γνωρίζουμε ότι οι εν λόγω εταιρείες συνδέονται με χρηματοδοτήσεις του δημόσιου τομέα. Επομένως είναι ένα κυβερνητικό εργαλείο σε σημαντικό βαθμό κι όταν ακόμα αυτό δεν συμβαίνει, υπάρχουν οι γνωστοί πλάγιοι τρόποι με τους οποίους γίνονται οι χρηματοδοτήσεις αυτών των εταιρειών.
Προφανώς δεν ισχυρίζομαι ότι δεν είναι χρήσιμες οι δημοσκοπήσεις. Αλλά η αγκίστρωση της πολιτικής συζήτησης με βάση μόνο τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων στην ουσία υπονομεύονται ή έστω καθοδηγούνται οι αναλύσεις αλλά – και το πιο σημαντικό – τα ίδια τα προγράμματα των κομμάτων, αφού η περισσότερη και ουσιαστικότερη συζήτηση δεν γίνεται στο περιεχόμενο των προγραμμάτων των κομμάτων.
Τι γνωρίζουμε, για παράδειγμα, από τις συζητήσεις στις τηλεοράσεις για το ουσιαστικό περιεχόμενο και για τις θέσεις των κομμάτων στην οικονομία, στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική ασφάλιση; Σχεδόν τίποτα!
Και το εκπληκτικό… Δεν υπάρχει ούτε καν κοινή αποδοχή των πραγματικών στοιχείων της οικονομίας, της υγείας κλπ.
Ο πολιτικός διάλογος δεν έχει περιεχόμενο και μετασχηματίζεται σε επικοινωνιακό και μόνο παιχνίδι. Αλλά αυτό δεν συνιστά αποδόμηση του διαλόγου και του ορθολογισμού, της πολιτικής και της δημοκρατίας;
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα thecaller.gr
* Ο Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής
Πατήστε εδώ και δείτε τα 263 προηγούμενα άρθρα του Νίκου Τσούλια