Νίκος Τσούλιας: Για πρώτη φορά στην Αθήνα…

0

Όταν ερχόταν ένα επαρχιωτόπουλο – και καταγόταν μάλιστα από χωριό – σ’ εκείνους τους δύσκολους μα και αισιόδοξους καιρούς της δεκαετίας του 1970 στην Αθήνα, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Και δεν ήταν μόνο το ντύσιμό του – αν και αυτό πρόδιδε ό,τι επιχειρούσε να αποκρύψει ακόμα και αν ήταν αγορασμένο και προσαρμοσμένο πάνω στη νέα ζωή, γιατί πολύ απλά ο νιος της επαρχίας το ένιωθε πολύ άβολα πάνω του. Ήταν η όλη εικόνα του και κυρίως η αίσθηση που είχε ο ίδιος για το πώς τον θα τον αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι. Ένιωθε ότι όλοι οι άλλοι ήταν Αθηναίοι και αυτός ο μόνος ξένος
Και ερχόταν είτε για δουλειά είτε για σπουδές – δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος – και αυτό έκανε την όλη απόπειρά του εξαρχής δύσκολη, γιατί θα αναμετριόταν με αντιξοότητες που δεν μπορούσε να προοικονομήσει και ως ένα βαθμό να τις εκλογικεύσει και να τις οικειοποιηθεί πριν λογαριαστεί μαζί τους. Και αυτό το αισθανόταν πολύ έντονα ήταν ο πυρήνας του κυρίαρχου βιώματός του. Ανεξάρτητα από το πώς το έβλεπαν οι άλλοι, ο νέος επαρχιώτης είχε την παγιωμένη άποψή του σε σχέση με το βλέμμα των άλλων που έπεφτε πάνω του. Ένιωθε ότι ήταν ένας άσχετος και μάλλον βλάχος με την απαξιωτική ερμηνεία της λέξης που όλοι τον κοιτούσαν περίεργα και αναρωτιούνταν «πού πάει αυτός;»…
Το βλέμμα του ήταν πάντα αλαφιασμένο. Έπρεπε διαρκώς να κοιτάζει γύρω του για να βρίσκει τα σημάδια των δρόμων που είχε βάλει. Το περπάτημά του ήταν πάντα αβέβαιο, πάταγε και δεν πάταγε κάτω και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό, αφού η καρδιά του χτυπούσε ακανόνιστα και πάντως παράξενα. Οι σκέψεις του και αυτές άλλοτε σκόρπιες χαοτικές από την καταιγίδα των πρωτόγνωρων παραστάσεων και άλλοτε κολλημένη σε κάποιες από τις τόσες και τόσες προκαταλήψεις που κουβάλαγε θέλοντας και μη στον τρόπο που αυτός έβλεπε τον κόσμο.
Ο δισταγμός και η καχυποψία, ο φόβος και η συστολή – γεννήματα της ντροπαλότητας που κυριαρχούσε σε εκείνους τους καιρούς των φτωχών χωριών – ήταν το υπόστρωμα στο οποίο στηριζόταν όλη η συμπεριφορά του. Ήταν μια αμυντική στάση, που εξασφάλιζε τις λιγότερες δυνατές απώλειες στις όποιες συναλλαγές θα είχε. Βέβαια ήξερε ότι αυτό ίσως και να τροφοδοτούσε τις βλέψεις του άλλου, αλλά δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση. Η ανάγκη για όσο το δυνατόν περισσότερες βεβαιότητες έκανε το νέο επαρχιώτη να αναζητά πάντα σταθερά σημεία τόσο στις διαδρομές του όσο και στις λειτουργίες γενικότερα.
Τότε ήταν η λαϊκή πλατεία της Ομόνοιας το κέντρο αναφοράς των επαρχιωτών, τα ραντεβού ήταν στη γωνία του φαρμακείου του Μπακάκου. Εκεί χάζευε άλλωστε με μια σχετική ασφάλεια στα περίφημα πηγαδάκια των ατέλειωτων ποδοσφαιρικών αρχικά και πολιτικών στη συνέχεια συζητήσεων και αναλύσεων. Η πλατεία του Συντάγματος ήταν πιο κοσμική και έδρα των «πολύ Αθηναίων» και τρόμαζε – αφηνόταν για κατάκτηση σε ύστερους χρόνους όταν θα αποκτούσε περισσότερη ασφάλεια κινήσεων. Και το διαπίστωνε εύκολα, αφού ένιωθε ότι πάνω από τα Προπύλαια προς το Σύνταγμα ήταν διαφορετικός ο κόσμος που περπατούσε
Και ήταν τόσο ισχυρή η επίδραση αυτών των σταθερών σημείων – αναφορών που αποτέλεσαν το δεύτερο κύμα ισχυρών βιωματικών προσδιορισμών μετά από εκείνο της παιδικής ηλικίας και αυτό ήταν φυσικό, αφού και τα δύο κύματα συνδέονταν με μια κοινή αναγωγή: την ανακάλυψη και την οικειοποίηση ενός καινούργιου ορίζοντα.
Τότε στην επαρχία κάθε παιδί είχε ως σύνορα του κόσμου του το φυσικό ορίζοντα – με πιο ξεχωριστά σημεία εκείνα της ανατολής και της δύσης – και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Αθήνα δεν του έδινε αυτή την παραδοσιακή εικόνα για να διαμορφώνει με την πορεία του ήλιου τις συντεταγμένες του και να προσανατολίζεται, αυτός αντικαθιστούσε τον ορίζοντα με τα κτήρια και τους δρόμους.
Τίποτα δεν αφηνόταν στην τύχη του. Έτσι, όταν ήταν να πάει πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο ή στη δουλειά του, θα πήγαινε πρώτα με κάποιο γνωστό ή συγγενή του την προηγούμενη ημέρα για να βάλει τα σημάδια του και να είναι εντάξει με την ώρα. Του είχαν τονίσει ότι στην Αθήνα όλα κανονίζονταν με το ρολόι και όχι μόνο τα πολύ σημαντικά γεγονότα όπως στο χωριό. Τίποτα δεν τον έκανε να νιώθει πιο όμορφα σε σχέση με εκείνη τη «στιγμή» που ένιωθε ότι είχε μάθει τα κατατόπια και θα κινείτο πλέον χωρίς να κοιτάζει ξανά και ξανά για τη σειρά των γνωστών σημαδιών του και θα μπορούσε να σκέφτεται και να ονειρεύεται βαδίζοντας αμέριμνα.
Και όταν εδραιωνόταν αυτή η κατάκτησή του σε γενικό επίπεδο, αναζητούσε άλλα επαρχιωτόπουλα νεότερων αφίξεων και συλλογιζόταν τον εαυτό του και αναζητούσε το βλέμμα τους, για να τους βοηθήσει με προθυμία στην όποια ερώτησή τους. Και αν πήγαινε η κουβέντα και λίγο πιο πέρα, θα τους έλεγε τις δικές του αδυναμίες ίσως και κανένα πάθημά του για τους τονώσει το ηθικό. Έτσι κι αλλιώς στη μορφή του άλλου έβλεπε τη δική του πρότερη εικόνα και δεν ήθελε να την ξεχνάει, την είχε σα φυλακτό, γιατί θεωρούσε ότι μια νοοτροπία συστολής μπορεί να μην είναι πάντα είναι χρήσιμη είναι όμως όμορφη, πολύ όμορφη…,

* Ο Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) και νυν Γραμματέας του Τομέα Παιδείας του Κινήματος Αλλαγής

Πατήστε εδώ και δείτε τα 70 προηγούμενα άρθρα του Νίκου Τσούλια

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner