Χαρά Κεφαλίδου – ΚΙΝΑΛ: H ρύθμιση για τα Κολέγια είναι ισοπεδωτική και ακυρώνει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

0

«Πολιτική επιλογή και όχι ση εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία», χαρακτήρισε μιλώντας στη Βουλή τη ρύθμιση για τα Κολέγια η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής  Χαρά Κεφαλίδου, προσθέτοντας πως δημιουργεί διδάσκοντες δύο ταχυτήτων με ή χωρίς αναγνωρισμένο πτυχίο
«Το άρθρο 50 αποτελεί μια ισοπεδωτική νομοθετική ρύθμιση που ακυρώνει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και υποβαθμίζει τα προσόντα των μελλοντικών καθηγητών/ τριών, αφού δημιουργεί διδάσκοντες δύο ταχυτήτων με ή χωρίς αναγνωρισμένο πτυχίο. Πρόκειται για ρύθμιση μελλοντικά επιβλαβή για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία γενικότερα» τόνισε μιλώντας στη Βουλή, η βουλευτής του ΚΙΝΑΛ.
Σε ό,τι αφορά «το πλαίσιο της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων», ωστόσο η Χαρά Κεφαλίδου κατηγόρησε την υπουργό ότι έμειναν αναπάντητες οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί που διατυπώθηκαν αναφορικά με τη ρύθμιση. 
Αναφερόμενη στο άρθρο 50, η βουλευτής του ΚΙΝΑΛ σημείωσε ότι το άρθρο 50 «σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται μόνο για εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως ισχυρίζεται το ΥΠΕΘ, αλλά για πολιτική επιλογή. Αυτό εξηγεί και την νομοθέτηση και για τις Τρίτες Χώρες που είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Προσέθεσε επίσης ότι «οι απόφοιτοι των κολλεγίων, έχουν μεν αποκτήσει επαγγελματική ισοδυναμία, όμως δεν διαθέτουν πράξη αναγνώρισης της ισοτιμίας και της αντιστοιχίας του τίτλου σπουδών τους από τον ΔΟΑΤΑΠ, που είναι το τυπικό προσόν για τον διορισμό εκπαιδευτικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο δημόσιο» καταλήγοντας ότι εφόσον οι «οι απόφοιτοι ιδιωτικών κολλεγίων δεν έχουν αναγνωρισμένο πτυχίο από το ελληνικό κράτος, δεν δικαιούνται να διοριστούν σε θέσεις, οι οποίες το απαιτούν για την πλήρωσή τους».

Αναλυτικά η ομιλία στη Βουλή της Χαρά Κεφαλίδου
«Κυρία Υπουργέ, Κυρίες κύριοι Συνάδελφοι,
Συζητάμε σήμερα ένα πολύ σημαντικό νομοσχέδιο Παιδείας που το Υπουργείο θολώνει την αξία του.
Συνεχίζοντας την πρακτική της αποσπασματικής θεσμοθέτησης μέτρων για μείζονος σημασίας θέματα, μέσα σε έναν κυκεώνα διάσπαρτων, αντιφατικών, ασαφών ρυθμίσεων, η Κυβέρνηση (που κατά τα άλλα έχει την εκπαίδευση ως εθνική προτεραιότητα), ξεκινά, φέρνοντας με το δικό της
brand name, ένα σχέδιο νόμου, αποκομμένο και βασισμένο στον Ν.4009/2011 του ΠΑΣΟΚ.
Βέβαια, δεν λείπουν οι περίφημες πάντα «Λοιπές διατάξεις», μέσω των οποίων λαμβάνονται αποφάσεις για σοβαρά, εντελώς διαδικαστικά, άσχετα μεταξύ τους θέματα, που όφειλαν να είναι ο βασικός κορμός άλλου Νομοσχεδίου, για την Α’ βαθμια και Β’ βαθμια Εκπαίδευση.
Μετά από έξι μήνες διακυβέρνησης της ΝΔ, το Νομοσχέδιο για την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) και τους Ειδικούς Λογαριασμούς (ΕΛΚΕ) των ΑΕΙ:

  • Στοχεύει στην αποκατάσταση της διαφάνειας και στην ενίσχυση της αυτονομίας και λογοδοσίας των ιδρυμάτων της Γ’ βαθμιας εκπαίδευσης, και
  • Επιχειρεί να συνδέσει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης με τμήμα της χρηματοδότησης των ιδρυμάτων.

Οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι κάτι καινούργιο. Η έννοια της αξιολόγησης των ΑΕΙ της χώρας τέθηκε και εφαρμόσθηκε στην πράξη μετά από νομοθετική πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, με έναν Νόμο ορόσημο που αγκαλιάστηκε τότε από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου και αντίστοιχα ξηλώθηκε αθόρυβα και μεθοδικά πριν προλάβει να εφαρμοστεί.
Στη συνέχεια του ιστορικού χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ πολέμησε την ιδέα της αξιολόγησης, ποντάροντας στην ήσσονα προσπάθεια, την απραξία και τελικά την ισοπέδωση. Η αμφισβήτηση του ρόλου της ΑΔΙΠ ήρθε ως φυσικό επακόλουθο.
Δουλειά ετών, δυο εμπνευσμένων γυναικών Υπουργών Παιδείας, δύο διαφορετικών πολιτικών χώρων της Μαριέττας Γιαννάκου με τον Ν.3374/2005 και της Άννας Διαμαντοπούλου με τον Ν.4009/2011, χρειάστηκε μόνο μια θητεία της «Πρώτης φορά Αριστερά», για να αφήσει κηλίδες διάλυσης και παρακμής.
Κυρίες και κύριοι,
Μετά
από τη συζήτηση στις Επιτροπές, αναδείχτηκαν οι ελλείψεις, οι αστοχίες, οι αγκυλώσεις, και οι δυσλειτουργίες που αχρηστεύουν ένα από τα πολυτιμότερα «εργαλεία» για την ανάπτυξη της χώρας μας.  Την εκπαίδευση.

Τί πρέπει να γίνει λοιπόν;
Αυτό το ερώτημα φαίνεται πως δεν το έχει θέσει καν ακόμη η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ώστε να αντιληφθεί την ανάγκη ύπαρξης εθνικού διαλόγου για την παιδεία και την ανάγκη ανασύστασης του ΕΣΥΠ
Χωρίς αυτήν την ανησυχία πως περιμένουμε απαντήσεις και αντίστοιχες ολοκληρωμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες;
Και αν επισημαίνω την αποσπασματικότητα των ρυθμίσεων, είναι γιατί η έλλειψη στρατηγικής, σφαιρικής προσέγγισης και συνολικής άποψης έχει επιπτώσεις και αδικεί την όποια προσπάθεια.
Ρωτήσαμε πολλές φορές. Ποιο είναι το συνολικό σχέδιο της κυβέρνησης για την παιδεία αναπόσπαστο τμήμα του οποίου είναι η ΕΘΑΑΕ, οι ΕΛΚΕ και μια και τα βάλατε όλα μέσα και οι σχολικές εκδρομές και η αργία των Τριών Ιεραρχών και τα πιστοποιητικά γλωσσομάθεια και τα κολλέγια;  
Μας παραπέμψατε στο προεκλογικό φυλλάδιο της ΝΔ. Είναι σαν να λέτε στο Σώμα, αλλά τελικά στον πολίτη, ότι στα ζητήματα παιδείας «έχω ήδη προαποφασίσει τι θα κάνω και δεν ακούω κανέναν». Κι εδώ μέσα απλώς τηρούμε τα προσχήματα!

Η εκπαίδευση όμως είναι Εθνικό ζήτημα. Ως τέτοιο δεν μπορεί να υποκατασταθεί από το προεκλογικό πρόγραμμα κανενός κόμματος. Και αυτό κυρίως γιατί από οποιοδήποτε προεκλογικό πρόγραμμα, απουσιάζει το βασικό στοιχείο δημοκρατικής διακυβέρνησης :ο Εθνικός Διάλογος.
Κυρία υπουργέ, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,
Η χώρα μας και τα Πανεπιστήμιά μας πράγματι μπορούν και το ονειρευόμαστε να γίνουν παγκόσμιο κέντρο εκπαίδευσης. Αλλά αυτό για να γίνει πραγματικότητα, χρειάζεται πολλά περισσότερα από διάσπαρτες διατάξεις.

Χρειάζεται Εθνική Εκπαιδευτική Στρατηγική σε βάθος χρόνου.
Αναμφίβολα, τα πλέον κρίσιμα ζητήματα που τίθενται στο Ν/Σ είναι η συγκρότηση της ΕΘΑΑΕ -έως σήμερα ΑΔΙΠ -και οι ΕΛΚΕ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Ας ξεκινήσουμε από το ΚΕΦ Α’ (Άρθρα 1-19) για την ΕΘ.Α.Α.Ε (ΑΔΙΠ)

Κυρία Υπουργέ, σας ευχαριστώ για την ενσωμάτωση των προτάσεων που σας καταθέσαμε ως συμβολή του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ στο πρώτο σας Ν/Σ.
Ο ρόλος της ΕΘΑΑΕ, ως ανεξάρτητης αρχής, θα πρέπει να είναι αυστηρά συμβουλευτικός. Είναι πράγματι;;;;
Έργο
της είναι να εξειδικεύει αυτή τη στρατηγική. Ποια άραγε;
Γιατί η χάραξη εθνικής στρατηγικής είναι και πρέπει να είναι, έργο της Κυβέρνησης μετά από Εθνικό Διάλογο και κατόπιν των απαραίτητων συγκλίσεων. Η ΕΘΑΑΕ δεν μπορεί να αναλάβει τη χάραξη αυτής της στρατηγικής, παρά μόνο να την εξειδικεύσει και να παρακολουθεί την εφαρμογή της από τα Πανεπιστήμια.
Το Υπουργείο στο Ν/Σ αυτό ξεκινά ανάποδα.
Ενισχύει το εξωτερικό θεσμικό όργανο ελέγχου και εποπτείας  χωρίς να αγγίζει προηγουμένως το μεγάλο ζήτημα των ίδιων των οργάνων διοίκησης των Αυτοδιοικούμενων ΑΕΙ.
Η απλή λογική λέει ότι ξεκινάμε από την αρχή: πρώτα συζήτηση για τα ίδια τα πανεπιστημιακά όργανα «αυτοδιοίκησης» των ΑΕΙ και μετά συζήτηση για τα εξωτερικά όργανα εποπτείας και ελέγχου.
Αλλιώς για ποιο «αυτοδιοίκητο» μιλάμε;
Αυτή η αντιστροφή της αφετηρίας συζήτησης, παρακάμπτει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων.
Για τα ζητήματα της χρηματοδότησής των ΑΕΙ (που ήδη έχουν υποστεί δραστικές μειώσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, έχουν χάσει χωρίς αναπλήρωση μεγάλο μέρος του προσωπικού τους, ενώ οι εισακτέοι διαρκώς αυξάνονται) εκφράσαμε και στην Επιτροπή σοβαρές επιφυλάξεις.
Αναφέρομαι στο Αρθ. 16: Περί κρατικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ.
Δεν
αντιλαμβανόμαστε πώς θα υλοποιείται στην πράξη, η κρατική χρηματοδότηση του 20% στα ΑΕΙ της χώρας, όταν τίθεται ως προϋπόθεση χρηματοδότησης η πλήρωση κριτηρίων με βάση ενδεικτικούς δείκτες ποιότητας και επιτευγμάτων που επιλέγει να αξιολογηθεί το κάθε ΑΕΙ;
Είναι εντελώς αμφίβολο εάν η επιχορήγηση αυτή, που προϋποθέτει πλήθος διαδικασιών, θα είναι εφικτό να δίνεται εντός του οικονομικού έτους ή στην πράξη πρόκειται για μείωση της κρατικής επιχορήγησης στα ΑΕΙ κατά 20%, με το πρόσχημα υπαιτιότητας των ίδιων των ΑΕΙ και όχι του Υπουργείου.
Για αυτό το υπόλοιπο 20% της χρηματοδότησης, που προβλέπεται ότι θα παρέχεται εφόσον τα ιδρύματα επιτύχουν τους στόχους τους, για να κατανεμηθεί, θα πρέπει να έχει προϋπάρξει προγραμματική συμφωνία μεταξύ Υπουργείου Παιδείας και ΑΕΙ, στην οποία θα έχουν τεθεί οι στόχοι.
Σε δεύτερο χρόνο και αφού τεθούν οι στόχοι, θα πρέπει να υπάρξει αξιολόγηση, ώστε να εκτιμηθεί κατά πόσον αυτοί έχουν επιτευχθεί!!!!

Το Ν/Σ προβλέπει «θεματικές» αξιολογήσεις επιμέρους δραστηριοτήτων των ΑΕΙ, όπως π.χ. απορρόφηση αποφοίτων στην αγορά εργασίας, και όπως έχει τονιστεί απουσιάζει η συγκριτική αξιολόγηση, π.χ. ερευνητικού έργου ομοειδών τμημάτων, κόστους ανά φοιτητή σε ομοειδή τμήματα κ.ο.κ). Είναι αυτές όμως που θα αναδείξουν τα ισχυρά και τα αδύναμα σημεία επιμέρους ιδρυμάτων ή/και των μονάδων τους και αυτές πληροφορούν το κοινό, μαθητές και φοιτητές, για την ποιότητα των τμημάτων που επιλέγουν.
Αυτό σημαίνει έγκυρη και έγκαιρη λογοδοσία.
Κυρία υπουργέ,
Η αξιολόγηση, όταν εφαρμόζεται σωστά και με διαδικασίες που δεν «γονατίζουν» τα ιδρύματα από τη γραφειοκρατία, εξυπηρετεί πρωτίστως τον στόχο της ανακάλυψης αδυναμιών και ελλείψεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν από τα ΑΕΙ με αρωγό την Πολιτεία και όχι τιμωρό. 
Η αξιολόγηση οφείλει να λειτουργεί διαμορφωτικά και όχι τιμωρητικά. 
Έτσι, η επιπρόσθετη χρηματοδότηση μετατρέπεται σε εργαλείο
που θα βοηθήσει τα Πανεπιστήμια να αναπτυχθούν, να ενισχυθούν και να εκμεταλλευθούν τα δυνατά τους σημεία, να αντιμετωπίσουν τις ενδεχόμενες αδυναμίες τους, να επιτύχουν τους στόχους τους και να παρέχουν ποιοτική εκπαίδευση στους φοιτητές τους.
Και φυσικά η αποτίμηση και πιστοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης από τη ΕΘΑΕΕ, δεν πρέπει να εξαντλείται  μόνο στην πλευρά των Πανεπιστημίων.  Εξίσου κρίσιμες είναι και οι υποχρεώσεις της Πολιτείας για την υποστήριξη της υλοποίησης των Προγραμματικών Συμφωνιών. Ο βαθμός ανταπόκρισης της Πολιτείας στις δικές της υποχρεώσεις θα πρέπει επίσης να αξιολογείται.
Κομβικής σημασίας θέμα, είναι η συνέχιση της λειτουργίας της ΕΘΑΑΕ με το νέο καθεστώς. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί, χωρίς να ακυρώνονται οι τρέχουσες διαδικασίες αξιολόγησης και πιστοποίησης, γεγονός που θα σήμαινε καθυστερήσεις, ταλαιπωρία για τα Πανεπιστήμια και θεσμική ανακολουθία της επίσημης Πολιτείας.

Το άρθρο 19
Άρθρο 19: Τα ΚΕΝΤΡΑ ΑΡΙΣΤΕΙΑΣ όμως είναι ήδη θεσμοθετημένα με το άρθρο 75 του Ν.4009/11. Για εμάς αποτελούν μια πρακτική προς τη θετική κατεύθυνση και δημιουργούν κίνητρα για περαιτέρω ανάπτυξη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, στο πλαίσιο της επιβράβευσης, θα πρέπει να συνδεθούν με επιπρόσθετη χρηματοδότηση, πέραν της χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων.
Στον Νόμο θα πρέπει να εξειδικευθεί περαιτέρω τόσο η δομή των κριτηρίων αξιολόγησης και ο τρόπος βαθμολόγησης των Κέντρων Αριστείας, όσο και η πρόσθετη στήριξη προς αυτά.
Για όλους αυτούς τους λόγους καταψηφίζουμε όλο το Κεφάλαιο Α πλην των Κέντρων Αριστείας.
Κεφάλαιο Β’
για τους ΕΛΚΕ των ΑΕΙ (αρθρ. 20-27): Περιέχει ρυθμίσεις διαδικαστικού χαρακτήρα για τη λειτουργία των ΕΛΚΕ, θα το ψηφίσουμε αλλά το ξέρετε και εσείς ότι δεν επιλύει το βασικό ζήτημα και αίτημα της συνόδου των Πρυτάνεων για απαλλαγή των ΕΛΚΕ από τις διαδικασίες του δημόσιου λογιστικού, καθώς οι ΕΛΚΕ εξακολουθούν να υπάγονται στους φορείς Γενικής Κυβέρνησης.
Είναι άτολμο και δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής!!!!

Όσον αφορά στους ΕΛΚΕ (Άρθρο 20), προηγούμενες γραφειοκρατικές διατάξεις αντικαθίστανται με νέες  δίχως να διευκολύνεται καμία διαδικασία και η γραφειοκρατία συνεχίζει να βασιλεύει. Στην ουσία ο Επιστημονικός Υπεύθυνος ενός έργου παραμένει “μαριονέτα” της γραφειοκρατίας. Δηλαδή αυτός που με προσωπική του προσπάθεια, φέρνει χρηματοδοτήσεις στο ΑΕΙ του, εξακολουθεί να παραμένει δέσμιος της γραφειοκρατίας και των επιπροσθέτων διαδικαστικών υποχρεώσεων (βλ. τη νέα υποχρέωση επιλογής των επιλέξιμων δαπανών) που προστίθενται τώρα με τη νομοθέτησή σας.
Στην ουσία, ο Επιστημονικός Υπεύθυνος αφενός θεωρείται εξαρχής ανίκανος να διαχειριστεί τη χρηματοδότηση που ο ίδιος έφερε στο ΑΕΙ και αφετέρου καθίσταται υπόλογος για αρμοδιότητες που δεν θα έπρεπε να έχει.

Δίχως όμως, την απαιτούμενη ευελιξία για να κινήσει το ερευνητικό έργο του, δεν αλλάζει τίποτα, δεν μπορούμε να ελπίζουμε και πολύ περισσότερο να διατυμπανίζουμε την προσέλκυση νέων επιστημόνων! Θα αρκεστούμε να περιμένουμε υπομονετικά μέχρι και τη συνταξιοδότηση και του τελευταίου!
Επομένως μόνον ριζική αναθεώρηση των ΕΛΚΕ, με μέτρα και άρθρα που θα προβλέπουν:

  • αναδιάταξη όλων των αρμοδιοτήτων του Επιστημονικού Υπεύθυνου,
  • επιτρέποντας σε αυτόν με δική του ευθύνη να εκδίδει αυτοδύναμα (μόνο με την υπογραφή του) εντολές υλοποίησης και πληρωμής εντός του εγκεκριμένου προϋπολογισμού του, μπορούν να μειώσουν τη γραφειοκρατία.

Εμείς επιμένουμε στην απεμπλοκή από το δημόσιο λογιστικό καθώς και στην ίδρυση ΝΠΙΔ για την αξιοποίηση και διαχείριση των πόρων των ΑΕΙ. Θυμίζω προβλεπόταν (Ν.4009/2011, άρθρο 58).
Οι σχετικές διατάξεις που φέρνει το Υπουργείο Παιδείας, είναι πολύ κατώτερες της ανάγκης για άμεση αποδέσμευση της Έρευνας από τον γραφειοκρατικό στραγγαλισμό του δημόσιου λογιστικού.
Το σχέδιο νόμου, είναι πολύ κατώτερο των προσδοκιών που είχαν δημιουργηθεί από τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης και τα σχετικά  δημοσιεύματα στον Τύπο. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται αντίστοιχες προβλέψεις για τη διαχείριση των κονδυλίων του Τακτικού Προϋπολογισμού, εγκαταλείποντας ένα σημαντικό τμήμα των πανεπιστημιακών δράσεων κυριολεκτικά στο έλεος μιας απίθανης γραφειοκρατίας. Κυρία υπουργέ,
Στο ΚΕΦ. Γ (Άρθρα 28-32): Κρατικό Πιστοποιητικό Πληροφορικής
Προβλέπεται
η δυνατότητα χορήγησης Κρατικού Πιστοποιητικού Πληροφορικής υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας με εξετάσεις και εξέταστρα. Είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Εμάς μας ενδιαφέρει να δώσετε έναν σκελετό με τις βασικές αρχές.
Που λέτε πότε θα παίρνει ένα παιδί το κρατικό πιστοποιητικό; Πουθενά.
Το σχέδιο που είχαμε εμείς όριζε ότι στην Γ’ Γυμνασίου οι μαθητές θα μπορούσαν να πάρουν το Πιστοποιητικό Πληροφορικής. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε παιδί πρέπει να έχει διδαχτεί από το Δημοτικό ώστε να πάρει το σχετικό πιστοποιητικό πληροφορικής ή γλωσσομάθειας.
Που υπάρχει αυτή η αντίληψη στο νομοσχέδιο; Πουθενά.
Στο ΚΕΦ. Δ με τίτλο: Λοιπές διατάξεις (αρθ. 33-58)

Άρθρο 33: Προβλέπονται πλην της προαναγγελθείσας αναστολής λειτουργίας 37 ακαδημαϊκών τμημάτων πού προέκυψαν από την ανωτατοποίηση των ΤΕΙ της χώρας, διάφορες άσχετες ρυθμίσεις διαδικαστικού χαρακτήρα.
Και κοιτάξτε το οξύμωρο του Ν/Σ. Είχαμε τον προηγούμενο Υπουργό που ναρκοθέτησε όλο το τοπίο της Ανώτατης Εκπαίδευσης ιδρύοντας Πανεπιστήμια με Νόμο. Η νέα Υπουργός αναστέλλει τη λειτουργία τους με Νόμο.
Τελικά πιστεύει κανείς σας στην Αξιολόγηση;

Καταθέτουμε νομοτεχνική βελτίωση
Στο συγκεκριμένο άρθρο καταθέτουμε νομοτεχνική βελτίωση ώστε να αρθούν οι ασάφειες. Είναι γνωστό ότι από τα 37 νέα τμήματα κάποια ήδη λειτουργούν (π.χ. το τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής που λειτουργεί ως το καθολικό διάδοχο σχήμα της πρώην Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας), έχουν ήδη φοιτητές και συνεχίζουν την εκπαιδευτική λειτουργία τους. Οι φοιτητές αυτοί δεν επιτρέπεται να υφίστανται την όποια ομηρεία, για το πως θα συνεχίσουν τις σπουδές τους ή για το τι πτυχίο θα αποκτήσουν στο τέλος, ΤΕΙ ή ΑΕΙ;
Συγκεκριμένα προτείνουμε στο τέλος του άρθρου να προστεθεί η διατύπωση:
«Σε όσα από τα ανωτέρω Τμήματα του παρόντος άρθρου,
έχουν ενταχθεί εγγεγραμμένοι φοιτητές δεν αναστέλλεται η λειτουργία τους.
Για τα υπόλοιπα θα πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόμενη από τον Νόμο διαδικασία αξιολόγησης και πιστοποίησης των Προγραμμάτων Σπουδών τους».

Άρθρο 50
Ουσιαστικά νομοθετείτε για τον διορισμό των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, (μικρή λεπτομέρεια ότι ο διαγωνισμός έχει ήδη προκηρυχθεί) αλλά δεν το λέτε ευθέως. Το άρθρο δεν υπήρχε πουθενά στη Διαβούλευση.
Η θέση μας είναι για το άρθρο 50: δεν μπορούμε να το δούμε απομονωμένο από τη συνολική λειτουργία της εκπαίδευσης.
Συμφωνούμε ότι ο ΔΟΑΤΑΠ οφείλει να αναγνωρίζει την ακαδημαϊκή αντιστοιχία και ισοτιμία πτυχίων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων των χωρών μελών της Ε.Ε. και του εξωτερικού.
Ο τρόπος οργάνωσης του ΔΟΑΤΑΠ, ο χρόνος διεκπεραίωσης των αιτήσεων είναι μια άλλη υπόθεση και θα πρέπει ο Οργανισμός να εκσυγχρονισθεί και να βελτιώσει τους χρόνους απαντήσεων στα αιτήματα των πτυχιούχων συν-πολιτών μας. Δουλειά του υπουργείου είναι!
Συμφωνούμε επίσης σε ό,τι αφορά το πλαίσιο της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Πράγματι ένας φυσικοθεραπευτής απόφοιτος κολεγίου, με τους προβλεπόμενους από τους ομοιο-επαγγελματικούς Συλλόγους όρους και κανόνες μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του στη χώρα μας.
Στη συζήτηση στις Επιτροπές, σας κάναμε κάποιες ερωτήσεις και θέσαμε προβληματισμούς για τον τρόπο διατύπωσης της νομοθετικής ρύθμισης.
Δυστυχώς απαντήσεις δεν λάβαμε!!

Παραμένετε εγκλωβισμένοι στην αδιέξοδη διαχείριση των προσλήψεων με τον Νόμο του κ. Γαβρόλγου και προσπαθείτε τώρα να δώσετε πρόχειρες λύσεις!!!
Η τυχοδιωκτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στην εκπαίδευση δεν βελτιώνεται, ΜΟΝΟ ΑΝΑΤΡΕΠΕΤΑΙ!!!

Να σας θυμίσω πως και εμείς και η ΝΔ ως αντιπολίτευση, αλλά και φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας είχαμε καταγγείλει τα κριτήρια του Νόμου προσλήψεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Εσείς
όμως τώρα ως κυβέρνηση τον εφαρμόζετε και δεν ανοίγετε τη συζήτηση για το πώς με δίκαιο, διαφανή και αξιοκρατικό τρόπο θα γίνονται οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών και δεν αλλάζετε με νομοθετική πρωτοβουλία αυτό το απαράδεκτο πλαίσιο, το οποίο θα οδηγήσει σε αδιέξοδα.
Δεν
σκέφτεστε ότι θα έπρεπε πρώτα να νομοθετήσουμε για τα προσόντα των εκπαιδευτικών που θέλουμε να έχουμε;
Συνοψίζω όσα μας είπαν οι ΦΟΡΕΙΣ στο σύνολό τους:
Το συγκεκριμένο άρθρο αποσυνδέει τη χορήγηση άδειας ασκήσεως επαγγέλματος σε πτυχιούχους καθηγητικών σχολών από εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής (ήτοι και από ιδιωτικά κολλέγια που λειτουργούν στην Ελλάδα ως παραρτήματα ξένων ΑΕΙ) από την αναγνώριση της ακαδημαϊκής ισοτιμίας των πτυχίων που χορηγείται από τον ΔΟΑΤΑΠ. Δηλαδή, καταργεί εμμέσως το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος που προβλέπει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται μόνο για εναρμόνιση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως ισχυρίζεται το ΥΠΕΘ, αλλά για πολιτική επιλογή. Αυτό εξηγεί και την νομοθέτηση και για τις Τρίτες Χώρες που είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι απόφοιτοι των κολλεγίων, έχουν μεν αποκτήσει επαγγελματική ισοδυναμία, όμως δεν διαθέτουν πράξη αναγνώρισης της ισοτιμίας και της αντιστοιχίας του τίτλου σπουδών τους από τον ΔΟΑΤΑΠ, που είναι το τυπικό προσόν για τον διορισμό εκπαιδευτικού πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο δημόσιο.
Επομένως, αφού οι απόφοιτοι ιδιωτικών κολλεγίων δεν έχουν αναγνωρισμένο πτυχίο από το ελληνικό κράτος, δεν δικαιούνται να διοριστούν σε θέσεις, οι οποίες το απαιτούν για την πλήρωσή τους.
Το άρθρο 50 αποτελεί μια ισοπεδωτική νομοθετική ρύθμιση που ακυρώνει την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και υποβαθμίζει τα προσόντα των μελλοντικών καθηγητών/ τριών, αφού δημιουργεί διδάσκοντες δύο ταχυτήτων με ή χωρίς αναγνωρισμένο πτυχίο. Πρόκειται για ρύθμιση μελλοντικά επιβλαβή για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία γενικότερα.
Κυρία Υπουργέ,
Υπάρχουν σοβαρά καθημερινά προβλήματα στα σχολεία. Η σχολική αυτονομία έχει να κάνει με τον βαθμό ελευθερίας των αναλυτικών και ωρολόγιων προγραμμάτων και με τα ευέλικτα και αρθρωτά προγράμματα σπουδών. Υπάρχουν προβλήματα με τις αντισταθμιστικές πολιτικές για την Ειδική Αγωγή, για τους πρόσφυγες.
Αντί να συζητάμε θέματα ελάσσονος σημασίας είναι κρίμα η συζήτησή να αδικεί την ίδια την εκπαίδευσης και να στερεί χρόνο από μια διεξοδική συζήτηση με τους φορείς της Γ’ βάθμιας εκπαίδευσης, ώστε όλοι να διαμορφώσουμε μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη για το τι χρειαζόμαστε, τι περιμένουμε και τι μπορούμε να κάνουμε με τα Πανεπιστήμιά μας!
Στο χέρι σας είναι να κάνετε διορθωτικές κινήσεις για ένα ουσιαστικό θεσμικό διάλογο για τα σοβαρά προβλήματα προσανατολισμού της ελληνικής εκπαίδευσης.
Σήμερα είναι εθνική ανάγκη η ανύψωση της ποιότητας του δημόσιου σχολείου από το νηπιαγωγείο μέχρι και το Πανεπιστήμιο.
Σας έχουμε καταθέσει μια σημαντική Τροπολογία και αφορά τα παιδιά που φοιτούν στο Λύκειο της Μάνδρας. Δόθηκε η δυνατότητα να έχουν προνομιακή εισαγωγή στα Πανεπιστήμια. Και τί έχει συμβεί; Τα παιδιά αυτά φοιτώντας στα Λύκεια της Μάνδρας επειδή τα σπίτια τους καταστράφηκαν αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε άλλες περιοχές. Ο Νόμος λοιπόν ενώ δίνει τη δυνατότητα σε όσους φοιτούν στο σχολείο να έχουν πρόσβαση σε αυτή τη ρύθμιση, επειδή αυτά τα παιδιά αναγκάστηκαν να αλλάξουν σχολείο, όντας κάτοικοι της Μάνδρας, δεν μπορούν να κάνουν χρήση αυτής της ευεργετικής διάταξης. Θεωρούμε ότι έτσι και αλλιώς δεν μπορείς να λύσεις τα προβλήματα με τέτοιου είδους νομοθετήσεις, όμως εφόσον υπάρχει ως Νόμος καλό είναι να ισχύει για όλους.
Μετά από 10 χρόνια άτσαλης προσγείωσης στην πραγματικότητα με επαναπροσδιορισμούς των δυνατοτήτων της χώρας, ασύμμετρες στερήσεις των πολιτών που μόλις άρχισαν να επουλώνουν τα τραύματα της κρίσης, δεν ξημερωθήκαμε στη γη της επαγγελίας.
Χρειάζεται πέρα από τον φρέσκο αέρα που προσπαθεί να φέρει η Κυβέρνηση πάρα πολλή δουλειά. Εμείς ως αντιπολίτευση θα αναδεικνύουμε τις αστοχίες, τα κακώς νομοθετούμενα, τις παραλείψεις, τα σφάλματα και τις μεθοδεύσεις, αλλά θα προσπαθούμε μέσα από τον ρόλο μας να κινηθούμε προς το συμφέρον της χώρας. Θα είμαστε συνεπείς, σκληροί όταν χρειάζεται, αλλά κυρίως δίκαιοι.
Ευχαριστώ πολύ.
»

Share.

Comments are closed.