Από τo πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου (1942) ο συνταγματάρχης Salvo Catolfi Salvoni, φρούραρχος της Λαμίας και διοικητής του 14ου Συντάγματος της Μεραρχίας Pinerolo, «καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα».
Η ζώνη ευθύνης του περιελάμβανε όλη τη Φθιώτιδα, ένα κομμάτι στα νότια της Μαγνησίας (περιοχή Αλμυρού), την περιοχή γύρω από το Καρπενήσι καθώς και τη βόρεια πλευρά της Φωκίδας. Από τον Αύγουστο ακόμη o Salvoni γίνεται μάρτυρας πληθώρας περιστατικών που ταράζουν την «επικράτειά του».
Επιθέσεις σε ταχυδρομικά αυτοκίνητα, εκτελέσεις συνεργατών των Ιταλών και ομάδες ανταρτών να διατρέχουν με θράσος τα χωριά. Από τις αρχές του Σεπτεμβρίου ο Salvoni, σε συνεργασία με την προϊστάμενη Μεραρχία (Pinerolo) και το εποπτεύον ΙΙΙ C.A. (3o Σώμα Στρατού), έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο «Operazioni nella zona del Oros Oite» και με όλες τις δυνάμεις που διέθετε περικύκλωσε την Oίτη με σκοπό την εκμηδένιση κάθε αντάρτικης δραστηριότητας.
Ο Salvoni όμως αγνοούσε ότι από τα τέλη κιόλας του Αυγούστου, η κύρια ομάδα των banditi έχει αφήσει τη Φθιώτιδα και πέρασε στην Γκιώνα. Την αποτελούν καμιά δωδεκαριά αποφασισμένοι άνδρες.
Στηρίζονται στο δίκτυο των ΕΑΜικών οργανώσεων, που αρχίζει να εξαπλώνεται δυναμικά. Είναι ένα μίγμα παλιών αριστερών αγωνιστών και νεότερων εμπειροπόλεμων αλβανομάχων, οι περισσότεροι από τη Δυτική Φθιώτιδα με καπετάνιο/αρχηγό τους έναν Λαμιώτη 37χρονο γενειοφόρο που συστήνεται στα χωριά ως ταγματάρχης Πυροβολικού- Αρης Βελουχιώτης. Η πορεία τους προς την Γκιόνα θα είναι θυελλώδης.
Ορμητική είσοδος στα χωριά, φλογερά καλέσματα σε νέα εθνεγερσία, τα οποία προκαλούν ενθουσιασμό. Σύντομα η ομάδα θα αυξήσει τη δύναμή της, με την ενσωμάτωση σε αυτήν και κάποιων άλλων, μικρότερων ομάδων.
Μια πρώτη περίπτωση είναι αυτή κάποιων φυγόδικων που έχουν κρυψώνα το βουνό από καιρό. Σκληροτράχηλοι ορεσίβιοι, εχθροί κάθε μορφής εξουσίας.
Το μήνυμα του αρχηγού προς αυτούς ήταν απλό και σαφές. «Το βουνό δεν μας χωράει και τους δύο. Ή μαζί μας ενάντια στον κατακτητή ή εναντίον μας».
Έτσι θα προσχωρήσουν οι περίφημοι Καραλιβαναίοι (Δήμος Καραλίβανος, Θεοχάρης Πολύχρονος), ο Θύμιος Μπάφας, ο Πλατσικολούκας και ο ενθουσιώδης Γιώργος Φουσέκης.
Μια άλλη είναι αυτή του Στάθη Τζιβάρα, από το Οινοχώρι, πλαισιωμένη από τον Βλαχοθανάση και 2-3 άλλους πλιατσικολόγους, που αντιμετωπίζουν από την αρχή την περιφρόνηση των Καραλιβαναίων.
Τελευταία προσχώρηση είναι αυτή της «8ης Ομάδας Παρνασσίδας». Μια ξεχωριστή ομάδα μορφωμένων ιδεαλιστών, όπως ο Γιάννης Αλεξάνδρου/Διαμαντής, ο Γιώργος Χουλιάρας/Περικλής, ο Λουκάς Καθούλης /Αριστείδης και πέντ’-έξι ακόμη συναγωνιστές τους με εξέχοντα μέλος της ομάδας τον εμβληματικό, μόνιμο ανθυπίλαρχο Δημήτριο Δημητρίου/Νικηφόρο.
Με την ομάδα του να υπερβαίνει πλέον τα 30 άτομα ο Άρης θα δώσει το πρώτο συμβολικό χτύπημα σε αυτό που πιο εμφατικά αντιπροσωπεύει το «παλιό» κράτος.
Εδώ και μέρες ένα μεγάλο απόσπασμα της Χωροφυλακής κινείται στα χωριά της Βόρειας Φωκίδας. Σκοπός του η εμπέδωση της αίσθησης της «νομιμότητας» διά της ισχύος και, το σπουδαιότερο, η διασφάλιση της είσπραξης του παρακρατήματος, όπως επιβάλλουν οι κατοχικές αρχές.
Το πρωινό της 15ης Σεπτεμβρίου θα βρει ένα τμήμα του αποσπάσματος στην Ντρέμισα (Πανουργιά) περικυκλωμένο που σύντομα, ύστερα από κάποιους πυροβολισμούς, θα αναγκαστεί, μάλλον πρόθυμα, να παραδοθεί στους αποφασισμένους αντάρτες.
Και σαν να μην έφτανε αυτό ο ενωμοτάρχης Κουφοσίμος θα οδηγηθεί στο τηλέφωνο για να καλέσει και τα άλλα τμήματα που βρίσκονται στα γειτονικά χωριά Μαυρολιθάρι, Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) και Γκούρα (Πυρά) να σπεύσουν επειγόντως σε βοήθεια.
Αποτέλεσμα οι καλοστημένες ενέδρες στους αντίστοιχους δρόμους να αυξήσουν τον αριθμό των αιχμάλωτων χωροφυλάκων στο σύνολο της αρχικής δύναμής τους.
Ο Salvoni θα πληροφορηθεί το γεγονός την επομένη (16/9) και θα συνειδητοποιήσει έντρομος ότι ο ιταλικός στρατός είναι χωρίς «εγχώρια» υποστήριξη.
Και ενώ ο τόπος έχει βουίξει με φήμες για ρίψεις πολεμικού υλικού από συμμαχικά αεροπλάνα στην Γκιόνα, οι δικές του δυνάμεις βρίσκονται καθηλωμένες γύρω από την Οίτη. Η μέρα του θα αναλωθεί σε ατελείωτες διαβουλεύσεις με τις προϊστάμενες διοικήσεις και τελικά, πρωί πρωί της 17ης Σεπτεμβρίου, θα καλέσει σε βοήθεια τον αντισυνταγματάρχη Ventura, στη Λιβαδειά.
Ο Ugo Ventura διοικεί το Ι/44 τάγμα της Forli. Έπειτα από πυρετώδεις προετοιμασίες 5 αξιωματικοί και 86 υπαξιωματικοί και οπλίτες, αφού εφοδιάστηκαν με πυρομαχικά και ξηρά τροφή για 6 ημέρες, επιβιβάστηκαν σε 5 φορτηγά.
Στις 12.30 η φάλαγγα αναχώρησε εσπευσμένα με κατεύθυνση τη Γραβιά, με τον λοχαγό Luigi Abbadessa στη θέση του επικεφαλής, η οποία τελικά στις 16.30 έφτασε στον προορισμό της, στο ύψος περίπου του 51ου χλμ. του δρόμου Γραβιάς-Άμφισσας.
Αργά το βράδυ ενώθηκε μαζί τους και ο ανθυπολοχαγός Peira, προσκομίζοντας 10 Έλληνες ημιονηγούς με 20 μουλάρια που επιστράτευσε από τις γύρω περιοχές της Γραβιάς και της Βάργιανης.
Από νωρίς, την επομένη, το τμήμα τέθηκε σε κίνηση με αποστολή να «χτενίσει» την περιοχή, από όπου βρίσκεται, κινούμενο δυτικά, προς την κορυφή της Μπράιλας, ώστε να μπλοκαριστούν οι ορεινές διαβάσεις.
Η διμοιρία του ανθυπολοχαγού Africano είναι αυτή που θα διαγράψει, τελικά, τη μοιραία πορεία. Την αποτελούσαν 13 άνδρες του 2ου Λόχου, 14 άνδρες του 1ου Λόχου και 6 άνδρες του Λόχου πολυβόλων του Ι/44, που κουβαλούσαν μαζί τους και ένα βαρύ πολυβόλο Breda 37.
Δηλαδή συνολικά 33 άνδρες και 3 Έλληνες επιταγμένοι ημιονηγοί που έσερναν 6 μουλάρια κατάφορτα με προμήθειες. Ο Δημήτρης Καθηνιώτης, ο Θεοφάνης Μανίκας και ο Καΐλης Παρασκευάς, όλοι τους από τη Βάργιανη.
Ο Νικηφόρος μάς περιγράφει τον ανθυπολοχαγό Africano Pasquale ως έναν νεαρής ηλικίας, κομψό αξιωματικό, περιποιημένο, με γυαλιά και μορφωμένο.
Έφεδρος ανθυπολοχαγός, δάσκαλος στο επάγγελμα, «άνθρωπος του γραφείου» είναι ο κατηγορηματικός χαρακτηρισμός και όπως θα αποδειχτεί στη συνέχεια ασυγχώρητα άπειρος για το εγχείρημα που του ανατέθηκε.
Θα οδηγήσει το τμήμα του με οδηγό τον χάρτη του χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν. Έτσι πολύ απλά χωρίς να το καταλάβει θα αποκλίνει νότια από την καθορισμένη πορεία του και όταν πια θα διορθώσει την κίνησή του προς τα δυτικά θα έχει χάσει κάθε επαφή με τις διπλανές διμοιρίες. Θα βρεθεί να ανεβαίνει τo φαράγγι της Ρεκάς και τελικά γύρω στις 5 το απόγευμα αποκαμωμένος θα στρατοπεδεύσει στη θέση «Μύλος».
Η κίνηση όμως αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη. Ο Παναγιώτης Κούκος, τσοπανόπουλο από τη Σεγδίτσα (Προσήλιο), που κατέβαινε για το χωριό, βλέπει τους Ιταλούς να ανεβαίνουν τη Ρεκά και γυρίζει προς τα πίσω για να ειδοποιήσει και τους άλλους τσοπάνους.
Εκεί, πιο πάνω από τον «Mύλο», στη θέση «Πλατύλιθος» είναι η στρούγκα του Δημητρίου Κούκου που τυχαίνει τη συγκεκριμένη μέρα να φιλοξενεί κάποιους ιδιαίτερους μουσαφίρηδες που μαθαίνουν τα καθέκαστα από πρώτο χέρι. Δεν είναι άλλοι από την ομάδα του Άρη που αποφασίζει να χτυπηθεί ο κατ’ εξοχήν εχθρός και να δοκιμαστεί η ομάδα στην πράξη.
Δύο ώρες προτού χαράξει η αντάρτικη δύναμη κινήθηκε αποφασιστικά. Ύστερα από αθόρυβη νυχτερινή πορεία, με οδηγούς τσοπάνους της περιοχής, οι Ιταλοί έχουν περικυκλωθεί.
Οι απομακρυσμένοι σκοποί έχουν εξουδετερωθεί και οι αντάρτες έχουν καταλάβει πλεονεκτικές θέσεις.
Το πρώτο φως της 19ης Σεπτεμβρίου το χαιρετίζει μια βροχή από σφαίρες. Ο μάγειρας και ο τελευταίος σκοπός θα πέσουν νεκροί χωρίς να καταλάβουν τι γίνεται, ενώ οι υπόλοιποι θα πεταχτούν πανικόβλητοι προσπαθώντας να πιάσουν θέσεις μάχης. Δεν βλέπουν πού ακριβώς είναι οι επιτιθέμενοι και θερίζονται από τα εύστοχα πυρά τους.
Μια απόπειρα των πολυβολητών γρήγορα θα αποτύχει και με τους έξι χτυπημένους γύρω από το βαρύ 37άρι. Η συμπλοκή θα κρατήσει λιγότερο από ώρα. Ο Νικηφόρος θα καλέσει ιταλιστί τους επιζώντες να παραδοθούν, πράγμα που δεν θα αργήσουν να κάνουν.
Αν και τα τεντωμένα νεύρα θα κοστίσουν στον ανθυπολοχαγό Africano ένα γερό χτύπημα, κατακούτελα. Αποτέλεσμα, 23 Ιταλοί νεκροί, ενώ κανένας από τους αντάρτες δεν έχει πάθει τίποτα. 8 κατατρομαγμένοι επιζώντες οδηγούνται με τα χέρια ψηλά, με τον Africano πρώτο πρώτο να κρατά με ένα μαντίλι το ματωμένο μέτωπό του.
Η λεία, πολύτιμη. Περιλαμβάνει όπλα, μπόλικες σφαίρες και χειροβομβίδες. Και ιδίως το πολυβόλο που φορτώνεται ευλαβικά στα μουλάρια. Και εκεί που όλων η προσοχή είναι στραμμένη στα λάφυρα επικρατεί αναταραχή.
Δύο ακόμη Ιταλοί, κρυμμένοι σε παρακείμενους θάμνους, άρχισαν να τρέχουν κατηφορίζοντας σαν τρελοί τη ρεματιά. Ήταν ο λοχίας Abate Carmine και ο στρατιώτης Baldi Francesco. Για κάποιο διάστημα θα τρέχουν ο ένας (Baldi) πίσω από τον άλλο (Abate).
Σύντομα όμως ο Baldi θα ξεμείνει επειδή σταμάτησε για να βγάλει τις αρβύλες που τον «χτυπούσαν». Έτσι ο Abate θα φτάσει πρώτος στην έξοδο του φαραγγιού στην Βίνιανη και με δύο ώρες διαφορά θα ακολουθήσει και ο Baldi. Θα οδηγηθούν και οι δύο στο ιταλικό φυλάκιο στο «Μουκιχρί», κοντά στο Xάνι του Νικολούλα και από εκεί στη Γραβιά, σταθμό διοίκησης του I/14 τάγματος της Pinerolo.
Εν τω μεταξύ οι αντάρτες άφησαν ελεύθερους τους αγωγιάτες και με τους αιχμάλωτους ανηφόρισαν για τη Στρόμη. Από εκεί πέρασαν στο Μαυρολιθάρι και μετά κατευθύνθηκαν προς την Υπάτη αφήνοντας πίσω τους την Γκιόνα.
Στα χωριά τούς γίνεται υποδοχή ηρώων, ενώ τεράστια εντύπωση προκαλεί η επίδειξη των αιχμαλώτων.
Το σοκ για τον Regio Esercito 1 είναι τεράστιο. Ο πόλεμος στην κατεχόμενη Ελλάδα ξανάρχισε στις 19 Σεπτεμβρίου 2.
Οι επόμενες μέρες θα δουν μια σειρά επιχειρήσεων αντιποίνων σε όλη τη δυτική Φθιώτιδα και τη βόρεια Φωκίδα. Με εκτελέσεις υπόπτων για συνεργασία με τους αντάρτες και συλλήψεις, με αποκορύφωμα τους 180 (!!!) ομήρους από την Κουκουβίστα που οδηγούνται στο στρατόπεδο της Θήβας. Το πιο μεγάλο τίμημα όμως θα το πληρώσει η Σεγδίτσα.
Στις 26 Οκτωβρίου το ΙI/11 τάγμα της Casale θα αναλάβει την τιμωρία του δύστυχου χωριού. Όλοι οι κάτοικοί του θα απομακρυνθούν και αρκετοί θα οδηγηθούν στο στρατόπεδο της Θήβας. Η Σεγδίτσα θα πυρποληθεί ολοσχερώς κερδίζοντας τον τίτλο του πρώτου μαρτυρικού χωριού της Ρούμελης.
Τις εβδομάδες που θα ακολουθήσουν ο ιταλικός στρατός θα διεξαγάγει μια σειρά εκκαθαριστών επιχειρήσεων σε όλη τη Ρούμελη. H κατάσταση όμως έχει αλλάξει οριστικά.
Μετά τη Ρεκά υπάρχει ένας νέος αντίπαλος που αμφισβητεί ευθέως την ξένη κυριαρχία: ο νεοσύστατος στρατός του ΕΛΑΣ.
Βιβλιογραφία
[1] Ο ιταλικός στρατός τον Β’ Π.Π.
[2] Εσφαλμένα στην ελληνική βιβλιογραφία έχει περάσει η άποψη ότι η σύγκρουση στη Ρεκά συνέβη στις 9/9/1942.
* Ο Μηνάς Λάγγαρης είναι οικονομολόγος, ιστορικός ερευνητής
Προηγούμενο άρθρο του Μηνά Λάγγαρη
Την επίθεση σε χριστουγεννιάτικη αγορά στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας καταδίκασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, τονίζοντας…
Το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο Παίδων επισκέφθηκε το πρωί του Σαββάτου 21 Δεκεμβρίου αντιπροσωπεία της περιφερειακής παράταξης…
Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2025, ο Πρωθυπουργός παρουσίασε το μεγάλο αφήγημα της ΝΔ…
Χθες, την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου, την πιο μικρή μέρα του χρόνου με το μεγαλύτερο…
Ο Δήμος Αθηναίων, θέλοντας να δώσει την ευκαιρία στις μαθήτριες και τους μαθητές να απολαύσουν…
Μια καταιγίδα οργής της ακροδεξιάς άναψε σε όλη την Ευρώπη το βράδυ της Παρασκευής, αφού…