Η μεταφορά στη γλυπτοθήκη Γουδή της «Κοιμωμένης» και οι περιπέτειές της

0

Για 137 χρόνια βρισκόταν στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας και σφράγισε την ταυτότητα του κορυφαίου γλύπτη μας, Γιαννούλη Χαλεπά. Είναι η πασίγνωστη Κοιμωμένη, το πιο εμβληματικό έργο της νεοελληνικής γλυπτικής, το οποίο μεταφέρεται οριστικά στην Εθνική Γλυπτοθήκη, στο πάρκο Γουδή, αφήνοντας στη θέση της ένα πιστό αντίγραφο. Αυτό έγινε γιατί τα σημάδια του χρόνου έκαναν επιτακτική τη συντήρηση του επιτύμβιου αγάλματος, που, εκτός από μεγάλη φήμη, γνώρισε απανωτές περιπέτειες.

Το πρώτο χτύπημα της Κοιμωμένης από το Χαλεπά

Το πρώτο μεγάλο «χτύπημα» το δέχτηκε η Κοιμωμένη από τον ίδιο τον Χαλεπά! Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε για τη Σοφία Αφεντάκη, που έφυγε από τη ζωή χτυπημένη από φυματίωση, σε ηλικία μόλις 18 ετών, το 1873. Η λαϊκή φαντασία βέβαια θέλει το νεαρό κορίτσι να χάνεται από παράφορο έρωτα για ένα διάσημο ιταλό τενόρο της εποχής. Η μητέρα της Σοφίας πήγε στο εργαστήρι του γλύπτη, στην οδό Μαυρομιχάλη 8, και του ανέθεσε το ταφικό μνημείο. Ο ίδιος ο γλύπτης εξομολογείται σε συνέντευξή του το 1930:

«Μέσα στη τσάντα της είχε μια φωτογραφία μιας ωραίας γυναίκας. Την έβγαλε απ’ την τσάντα της και, δείχνοντάς μου την, μου είπε να της κάνω μία προτομή, ένα οποιοδήποτε άγαλμα του γούστου μου. Της εζήτησα, θυμάμαι, χίλιες δραχμές, κι εκείνη, αφήνοντας τη φωτογραφία, έφυγε.
»Εγώ την άλλη μέρα άρχισα να σκέπτομαι, να βασανίζω το μυαλό μου, σαν τι σχέδιο να κάνω. Δεν άργησα να εμπνευσθώ το σχέδιό μου κι αμέσως έβαλα μπρος.
»Έκανα το σχέδιο, κατόπι το έπλασα σε πηλό. Φώναξα τότε την κυρία Αφεντάκη. Όταν ήλθε, δεν της άρεσε και μου είπε ότι αν είναι δυνατόν ν’ αλλάξω σχέδιο. Εγώ θυμώνοντας τότε – και το θυμό μου θυμάμαι ακόμα και τώρα, γιατί για μένα τα λόγια της ήταν προσβλητικά -, μη χάνοντας καιρό, πήρα ένα λοστό, έδωσα ένα γερό χτύπημα στο στήθος του αγάλματος κι έτσι χωρίστηκε απ’ το στήθος το κεφάλι.
» – Και τότε τι έγινε κ. Χαλεπά;
» – Η κυρία Αφεντάκη κατάλαβε αμέσως το λάθος της και μου είπε ότι το άγαλμα της άρεσε όπως ήταν και με παρακάλεσε να το ξαναφτιάξω. Τόφτιαξα, το σκάλισα απάνου στο μάρμαρο και έπειτα από λίγον καιρό, το 1880, η Κοιμωμένη, το άγαλμα που μου έδωσε τη φήμη, στέκονταν πάνω απ’ τον τάφο της Αφεντάκη
».

Επίθεση με άκουα φόρτε και το αίτημα για μεταφορά

Πριν τη δεκαετία του ’30, η Κοιμωμένη δέχτηκε την επίθεση αγνώστου με ισχυρή τοξική ουσία (άκουα φόρτε), προκαλώντας σοβαρές βλάβες στην επιφάνειά του. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε δικαστική διαμάχη τους απογόνους της οικογένειας Αφεντάκη και το Δήμο της Αθήνας. Αίτημα των απογόνων ήταν να μεταφερθεί η περίφημη «Κοιμωμένη» στην Τήνο, πατρίδα του Χαλεπά, διότι από τότε κιόλας είχε επισημανθεί ο κίνδυνος της φυσικής φθοράς, κοντά στις δολιοφθορές. «Η Κοιμωμένη είναι περιουσία μου και θα έρθω να την πάρω διά της βίας», απειλούσε ο Στρατηγός Χατζημιχάλης, εξ αγχιστείας απόγονος της οικογένειας Αφεντάκη. Αποκαλύφθηκε μάλιστα κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι είχε καταστρώσει και σχέδιο προκειμένου να απαγάγει νύχτα την «Κοιμωμένη»! Για την ιστορία να πούμε, ότι το δικαστήριο χάλασε τα σχέδιά του, αποφασίζοντας πως το έργο δεν μπορεί να αποσπαστεί από τον τάφο.

Οι βανδαλισμοί του αγάλματος

Από τότε το άγαλμα υπέστη και άλλους βανδαλισμούς. Ο πιο σοβαρός ήταν με μαύρο σπρέι πριν από δέκα χρόνια, που κινητοποίησε τη δημόσια συζήτηση για την οριστική απομάκρυνση και τη διαφύλαξη του ταφικού μνημείου. Παρά την πολύπαθη ζωή της, η «Κοιμωμένη» εξακολουθεί να συγκινεί και πλέον θα δίνει τον τόνο από τη νέα της θέση, στην εθνική μας γλυπτοθήκη. Ο ίδιος, άλλωστε, ο δημιουργός της ήταν βέβαιος για την καλή της τύχη! Να πως περιγράφει ο Στρατής Δούκας την επίσκεψη του Γιαννούλη Χαλεπά στο νεκροταφείο, στα 1930, για να τη δει έπειτα από πολλά χρόνια:

«Από φόβο μη συγκινηθεί, τον πέρασαν πρώτα από άλλα μνημεία. Τ’ αναγνώριζε όλα, τα θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Όταν έφθασε μπροστά της, ζήτησε να του ανοίξουν το κιγκλίδωμα και μπήκε. Κοίταξε σιωπηλά το έργο του και τα κρυφά βλέμματα που ‘ριχνε στο πλήθος, ενώ έμενε ασκεπής μπροστά στο έργο της νιότης του, μαρτυρούσαν πως φοβόταν μην προδοθεί. Κάποιος, τότε, του ‘πε: “Λένε πως την έπλυναν με άκουα φόρτε και χάλασε”. Ο Χαλεπάς άπλωσε το χέρι του, θώπευσε τις αρμονικές πτυχές του υφάσματος, γέλασε ζωηρά και είπε, ενώ το χέρι του στηριζόταν απάνω στο μάρμαρο με τρυφερότητα: “Δε χαλνάει!”»

Πηγή: http://www.huffingtonpost.gr/
Share.

Comments are closed.