Τ Ο Ψ Ω Μ Ι |
|||||||
ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΗ ΛΑΪΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ Το ψωμί είναι τρόφιμο, που αποτελεί βασικό προϊόν της αρτοποιίας και παρασκευάζεται από αλεύρι ή χονδράλευρο, που υγραίνεται, ζυμώνεται και μερικές φορές υφίσταται ζύμωση πριν ψηθεί.
Επειδή το ψωμί ως βασικό είδος διατροφής βγαίνει η παροιμία: "Όλα είναι βαθιά στην κοιλία και το ψωμί στη μόνη", καθώς και η φράση: "Να φάμε ψωμί", δηλαδή να γευματίσουμε. Έχει εντελώς ξεχωριστή θέση στην παραδοσιακή κοινότητα και ταυτίζεται στο συμβολικό επίπεδο με την ίδια τη ζωή. Επίσης είναι γνωστή η ιεροποίηση του ψωμιού, όπως φανερώνει ο όρκος: "Μα το ψωμί που φάγαμε". Την ξεχωριστή αυτή σημασία του ψωμιού αναγνωρίζει και η εκκλησία, που συνέδεσε το ψωμί με το ίδιο το σώμα του Χριστού. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η αντίληψη ότι δεν πρέπει να αφήνει κανείς καμιά μπουκιά από το ψωμί που τρώει, γιατί εκεί βρίσκεται η δύναμή του. Γι' αυτό το ψωμί θεωρείται σαν ένα από τα πιο ισχυρά φυλαχτά, μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα φυλακτήρια μέσα. Είναι λοιπόν ευνόητη η πλούσια παρουσία του ψωμιού στην εθιμική ζωή, κατ' εξοχήν της παραδοσιακής κοινότητας, από τη γέννηση μέχρι το θάνατο. Το ψωμί πίστευαν ΄ότι προφυλάσσει τη μητέρα από τον κίνδυνο να "χάσει" το γάλα της, κυρίως από το "κακό μάτι". Σε περίπτωση που συνέβαινε αυτό, τότε πρόσφορο μέσο για την επαναφορά του αποτελούσε το ψωμί που ερχόταν από μακριά, όπως αυτό που έφερναν οι ναυτικοί ή αυτό που κρατούσαν οι βοσκοί. Ψωμί, κυρίως με μορφή γλυκισμάτων, δίνουν όταν το παιδί κάνει τα πρώτα του βήματα ή βγάζει τα πρώτα του δόντια. Έντονη είναι η παρουσία του ψωμιού στο γάμο. Η Παρασκευή του γίνεται με μια ξεχωριστή τελετουργία. Αυτή αρχίζει από την εκλογή του κατάλληλου σιταριού και συνεχίζεται με το κοσκίνισμα του αλευριού και το "ανάπιασμα" του προζυμιού. Πολλές φορές αυτό γίνεται με αμίλητο νερό. Ακολουθεί το ζύμωμα. Όλες αυτές οι φάσεις συχνά συνοδεύονται από ειδικά τραγούδια, ευχετικά ή επαινετικά. Ae παράδειγμα ν' αναφέρουμε ότι στο ζύμωμα ακούγεται: "Τα χέρια στάζουν μάλαμα, τα νύχια σου χρυσάφι, τα χείλι σου ροδόσταμο και γέμισεν η σκάφη". Σε πολλά μέρη στολίζουν τις γαμήλιες "κουλούρες" με σχέδια πλασμένα από το ίδιο το ζυμάρι, με διάφορους συμβολισμούς π.χ. φίδι, σταφύλια, λουλούδια κ.τ.λ. Ιδιαίτερα εντυπωσιακά είναι τα γαμήλια ψωμιά, που λέγονται γαμοκούλουρα της Κρήτης και μάλιστα των Ανωγείων Ρεθύμνου, τα οποία μπορούν να θεωρηθούν και ως αξιοπρόσεχτη μορφή λαϊκής τέχνης. Μα, και στα έθιμα του θανάτου Δε λείπει το ψωμί. Συνηθίζεται π.χ. να μοιράζονται κομμάτια ψωμιού κατά |
την εκφορά του νεκρού, τα οποία ονομάζονται "μακάρια". Ειδικά ψωμάκια μοιράζονται και στα μνημόσυνα μαζί με τα κόλλυβα. Μια ιδιαίτερη, σημαντική κατηγορία αποτελούν, εκτός από τα εκκλησιαστικά πρόσφορα και τους άρτους, τα ψωμιά που παρασκευάζονται στις μεγάλες χριστιανικές γιορτές όπως: τα Χριστόψωμα, οι βασιλόπιτες, τα λαμπροκούλουρα κ.τ.λ. Ν' αναφέρουμε εδώ ότι είναι εντυπωσιακό σε εμφάνιση το χριστόψωμο των Σαρακατσάνων.
Το ψωμί είχε τη θέση του και στη λαϊκή ιατρική. Μουχλιασμένο με μια αξιοπρόσεχτη εμπειρική παρατήρηση, που επιβεβαιώθηκε το κύρος της επιστημονικά, το χρησιμοποιούσαν ae την παρασκευή αλοιφών ή ae τη θεραπεία πληγών. Επίσης τα έτρωγαν για δυναμώνουν τα μαλλιά, να διατηρούνται τα δόντια και ae άλλος θεραπευτικούς σκοπούς. ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΤΑΝ ΤΟ ΨΩΜΙ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΌΝΙΑ; Ο πλάστης, το πλαστήρι, η πινακωτή, η πήλινη ή ξύλινη λεκάνη ήταν τα χρειαζούμενα της γιαγιάς μου, η οποία, όπως οι περισσότερες Ελληνίδες νοικοκυρές, ζύμωνε το ψωμί της οικογένειας ae μια ολόκληρη βδομάδα. Από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας "ανάπιανε" το προζύμι. Ένα κομμάτι ζυμάρι που είχε φυλαγμένο σε πήλινο βάζο από το προηγούμενο ζύμωμα. Το δούλευε με νερό και αλεύρι, έτσι που να γίνει πηχτός χυλός και τον άφηνε κουκουλωμένο με μάλλινη κουβέρτα όλη τη νύχτα. Μ' αυτό το υλικό, την άλλη μέρα πολύ πρωί ζύμωνε το ψωμί και το άφηνε κουκουλωμένο με τη ίδια κουβέρτα μέχρι να "φουσκώσει". Από αυτή τη ζύμη κρατούσε ένα κομμάτι, ως προζύμι, για το επόμενο ζύμωμα και το υπόλοιπο το έπλαθε σε 4 - 5 μεγάλα καρβέλια και τα τοποθετούσε στην πινακωτή, που ήταν στρωμένη με μια βαμβακερή κουβέρτα καλά αλευρωμένη. Στη συνέχεια δίπλωνε από πάνω την κουβέρτα και σκέπαζε την πινακωτή με τη μάλλινη κουβέρτα και άφηνε τα καρβέλια να "φουσκώσουν", όσο έπρεπε. Κάποια στιγμή άναβε το φούρνο και τον άφηνε μέχρι να πυρώσει για τα καλά. Μόλις αυτός πύρωνε η γιαγιά έβαζε την πινακωτή στον ώμο και το πήγαινε στο φούρνο. Εκεί, με το ξύλινο φτυάρι, έριχνε προσεκτικά ένα - ένα τα καρβέλια στο φούρνο, για να ψηθούν και περίμενε μέχρι να ψηθούν και να βγουν τα μοσχομοιριστά φρεσκοψημένα καρβέλια. Κώστας Γκιώνης - Αχιλλέας Κατσαρός Τάξη Ε'
|