Στα όρια του φιλελεύθερου κράτους:
Οι απαντήσεις στην τρομοκρατική απειλή
Didier Bigo
Η πολιτική βία των διεθνικών μυστικών οργανώσεων δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η πολιτική φαντασία σε σχέση με την ενδεχόμενη απειλή που αποτελούν υπέστη δραματική αλλαγή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως επίσης στην Ε.Ε., αλλά με διαφορετική ένταση σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, ανάλογα με την προηγούμενη ιστορία βίας της, τη σχέση της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη συγκεκριμένη κυβέρνησή τους, το όραμά της για την τάξη στον κόσμο.
Το θέμα της "ασφάλειας"
Μια από τις επιδράσεις του σκιαγραφήματος των διεθνικών μυστικών οργανώσεων, ως κινδύνου για την επιβίωση του κράτους, ήταν η αύξηση της καχυποψίας απέναντι στους ξένους ή τους πολίτες μουσουλμανικής καταγωγής, ενώ η αντιτρομοκρατική πολιτική επέδρασε στη δημόσια συζήτηση για το ρόλο των μεταναστών στις κοινωνίες μας. Πρέπει να θεωρούνται απειλή ή πλεονέκτημα; Πώς μπορούν να αποφευχθούν ο στιγματισμός και η παράλογη καχυποψία απέναντι σε ομάδες ανθρώπων που φέρουν σύμβολα διαφορετικότητας, διασχίζουν σύνορα και ενδέχεται να είναι υποστηρικτές αυτών των μυστικών οργανώσεων; Πώς μπορούν οι μετανάστες αλλά και οι πρόσφυγες, ακόμη και οι τουρίστες, να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους και τι είδους περιορισμοί επιτρέπονται, στο όνομα της ασφάλειας, εάν η ανάπτυξη και προώθηση της ελευθερίας, και ειδικότερα η ελεύθερη διακίνηση, εξακολουθούν να αποτελούν στόχο;
Η επιχειρηματολογία για έλεγχο των συνόρων, για οικοδόμηση ενός τείχους (φυσικού ή ψηφιακού) που εμποδίζει και φιλτράρει τα επικίνδυνα άτομα, συμπεριλαμβανομένων των μη ενόχων, προκάλεσε μια πολύ έντονη δημόσια συζήτηση για την εσωτερική ασφάλεια, τη φύση της συλλογικής ταυτότητας και την πολιτική της εσωτερικής και διεθνούς τάξης. Το θέμα της "ασφάλειας" εντάσσεται σε ένα ευρύτερο, που αφορά τη σχέση με την ταυτότητα, την τάξη και την πολιτική.
Πώς ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει τους εχθρούς του;
Οι τεχνολογίες της προστασίας και η νομιμότητα των σκοπών ασφαλείας πρέπει να αξιολογηθούν σε σχέση με τις έννοιες της ταυτότητας, της τάξης και της ελευθερίας - και όχι μόνο ως τεχνική λύση, λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματική, έναντι μιας νέας μορφής απειλής. Τo σκιαγράφημα του εχθρού, ειδικά όταν είναι άγνωστος και λαθραίος, μπορεί να οδηγήσει στην κατάταξη πολιτικών αντιπάλων στην κατηγορία των εν δυνάμει εχθρών. Συνεπώς η πολιτική της προστασίας επηρεάζεται σημαντικά από την πολιτική του φόβου και των διαβεβαιώσεων, που αναπτύσσεται στις πολιτικές ομιλίες, και από τον τρόπο που γίνεται η αστυνόμευση της ανασφάλειας πέρα από τα σύνορα. Είναι ο πόλεμος στο εξωτερικό λύση; Είναι η παραδοσιακή αστυνόμευση και καταδίωξη επαρκής; Ποιο είναι το νόημα της παγκόσμιας, υπερατλαντικής, ακόμη κι ευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας σε σχέση με την εθνική κυριαρχία και τις πολιτικές ελευθερίες; Πώς ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει τους εχθρούς του; Είναι αυτοί αναγκασμένοι να παραδοθούν, να διαπραγματευτούν, να παραδεχτούν ότι είναι κατώτεροι σε ό, τι αφορά στις αξίες και τις πεποιθήσεις τους;
Φαίνεται ότι οι επαγγελματίες της πολιτικής, πέρα από τη διαφωνία τους για τη σκοπιμότητα του πολέμου στο εξωτερικό, ειδικά στο Ιράκ, αλλά επίσης στο Αφγανιστάν και τη Σομαλία, συμφωνούν με την ιδέα ότι χρειαζόμαστε πιο αξιόπιστες υπηρεσίες πληροφοριών σε σχέση με τον μυστικό εχθρό και ότι αυτές μπορούν να αναπτυχθούν μόνο μέσω συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών (αστυνομία, τελωνεία, υπηρεσίες μετανάστευσης, προξενεία, δικαστές, αστυνομικές και στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών, συστήματα υψηλής τεχνολογίας για εντοπισμό και εποπτεία μέσω οπτικής και τηλεφωνικής καταγραφής). Συμφωνούν, επίσης, ότι μπορούν να αναπτυχθούν με μια καλύτερη διαθεσιμότητα των στοιχείων μεταξύ των ηλεκτρονικών συστημάτων πληροφορίας προκειμένου να συγκεντρώνονται εγκαίρως οι πληροφορίες και να αποτρέπεται ο κίνδυνος. Πώς είναι όμως δυνατόν να ελέγξουμε το μέλλον; Ποιο είδος σκιαγραφήματος του εχθρού είναι δικαιολογημένο; Ποια μορφή νομιμότητας αντιτρομοκρατικών μέτρων μπορούμε να βρούμε, αν δεν δεχτούμε τα επιχειρήματα περί έκτακτης ανάγκης και αναπότρεπτης πιθανότητας να συμβεί το χειρότερο σενάριο; Πώς μπορούμε να αποφύγουμε το μέγιστο όνειρο ασφάλειας που μεταμορφώνει τη ζωή σε ένα προσεκτικό, προγραμματισμένο αυτοματοποιημένο κύκλωμα, χωρίς δημιουργικότητα και ρίσκο; Ποιες είναι οι πιθανότητες ελέγχου των ελεγκτών και καταγραφή των ενεργειών τους κατά τη διάρκεια και μετά από τη δράση στο όνομα της ασφάλειάς μας; Πώς γίνεται, χωρίς να μειώσουμε την ελευθερία δράσης τους σε αυτή τη μάχη, να τους ελέγχουμε, να δίνουμε μεγαλύτερες πιθανότητες στο τεκμήριο της αθωότητας παρά σε αυτό της ενοχής και της καχυποψίας;
Είναι εύκολο να μιλάει κανείς για μυστική δράση, κυρίαρχες αποφάσεις και επιβίωση στο όνομα του μέλλοντος, υπάρχει όμως το δικαίωμα της υπεράσπισης, ο ρόλος των δικαστών να αναζητούν την αναλογικότητα και τη νομιμότητα, και η κρίση των πολιτών.
Το πρόγραμμα Challenge
Χωρίς να παρεμποδίσω τη συζήτηση που γίνεται σήμερα, θα ήθελα να δώσω έμφαση σε μερικά από τα στοιχεία του ολοκληρωμένου ερευνητικού προγράμματος Challenge. Ξεκινήσαμε από τη θέση ότι οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές παραδόσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτικής βασίζονται στις προσδοκίες για ελευθερία και ασφάλεια, παρ" όλο που η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις δυο αξίες έχει μια μακρά και συχνά πολύ ταραγμένη ιστορία. Προσπαθήσαμε λοιπόν να κατανοήσουμε τις πρόσφατες ανησυχίες για την ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές ελευθερίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κοινωνική συνοχή δεν πρέπει να υπονομευθούν.
Η μεταφορά για ισορροπία υπάρχει σε πολλές δημοφιλείς θεωρίες σχετικά με τη θέση της νομιμοποιημένης βίας στη σύγχρονη πολιτική ζωή. Προωθεί επίσης μια εξόχως παραπλανητική ερμηνεία για τις κοινωνικές δυνάμεις, τις θεσμικές πρακτικές και τις νομικές αρχές που βρίσκονται σε ισχύ στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες, κυρίως όταν εμπλέκονται θέματα που έχουν να κάνουν με την ελευθερία και την ασφάλεια. Εάν πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές με ασαφείς, απολιτικές μεταφορές, αλλά με σκληρές ερωτήσεις όπως τι σημαίνει να γίνεται μια εξαίρεση στις συνήθεις προσδοκίες για ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία και κυριαρχία του νόμου στη σύγχρονη πολιτική ζωή.
Έναντι της εύκολης θεωρίας για την ανάγκη ισορροπίας, το πρόγραμμα Challenge λειτούργησε με πιο σαφείς, από τεχνική άποψη, ερμηνείες της πολιτικής των εξαιρέσεων. Αυτές οι ερμηνείες έχουν να κάνουν με τις πνευματικές ρίζες των αναλύσεων για την ασφάλεια, βασίζονται σε παραδόσεις πολιτικού ρεαλισμού, σε νομικές παραδόσεις που σχετίζονται με τα όρια της κυριαρχίας του νόμου και σε ιστορικές ερμηνείες φιλελεύθερων και δημοκρατικών κοινωνιών που δέχονται πιέσεις για να γίνουν λιγότερο φιλελεύθερες και πιο αυταρχικές.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις δεν ήταν "γεγονότα χωρίς προηγούμενο"
Τα κύρια αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια του προγράμματος Challenge, διαφέρουν σαφώς από τις αναλύσεις πολλών πολιτικών, μεγάλου μέρους των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ορισμένων μορφών ακαδημαϊκής έρευνας, βασισμένης σε εθνικιστικές ερμηνείες για τις σχέσεις μεταξύ φίλων και εχθρών. Ωστόσο αυτά τα αποτελέσματα μοιάζουν να ενισχύονται από τη διαφαινόμενη συναίνεση ενός ευρέος φάσματος της σύγχρονης διανόησης και της ενημερωμένης κοινής γνώμης. Δυο γενικά συμπεράσματα μοιάζουν ιδιαίτερα αδιαμφισβήτητα, δημιουργώντας ανησυχίες για πρόωρες κρίσεις σχετικά με τον νεωτερισμό της παρούσας κατάστασης.
Πρώτον: Οι αναλύσεις για ριζοσπαστικά νέο μετατρέπονται υπερβολικά εύκολα σε αναλύσεις για ριζοσπαστικά επικίνδυνο. Κατά τη γνώμη μας, η 11η Σεπτεμβρίου 2001, η 11η Μαρτίου 2004, η 7η Ιουλίου 2005, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως "γεγονότα χωρίς προηγούμενο" που άλλαξαν ριζικά το πρόσωπο του σύγχρονου κόσμου, ακόμη κι αν ήταν τραγικά. Δεν σηματοδότησαν τη γέννηση μιας νέας εποχής τρομοκρατίας ή υπερ-τρομοκρατίας ή μεγα-τρομοκρατίας ή μιας τρομοκρατίας κάποιου άλλου τύπου. Στο μέτρο που οι νεωτερισμοί μπορούν να αναγνωριστούν, εμπλέκουν νέους συνδυασμούς παραδοσιακών μορφών δράσης και όχι, όπως τόσες επίσημες εκθέσεις έχουν αναφέρει, κάποια μεγαλεπήβολη νέα δύναμη που συνδυάζει όπλα μαζικής καταστροφής και παράλογες μυστικές οργανώσεις.
Ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα των παραδοσιακών ισχυρισμών υπέρ ενός μονοπωλίου βίας μέσα σε μια συγκεκριμένη επικράτεια είναι ότι η μοναδική εναλλακτική λύση είναι ένα είδος εφιαλτικής αποκάλυψης, η απώλεια κάθε πολιτικού ελέγχου σε συνθήκες επανάστασης όπως αυτή με την οποία απείλησε ο Λένιν και η χαοτική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ένα μεγάλο τμήμα της Ευρώπης στο τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου. Είναι μια εναλλακτική λύση που για πολύ καιρό έκανε τη μονοπώληση της εξουσίας από το σύγχρονο κράτος να μοιάζει λιγότερο ή περισσότερο λογική, το προφανές έδαφος για τον πολιτικό ρεαλισμό που επικράτησε ως επακόλουθο των επαναστατικών απειλών, προκειμένου να επιβεβαιωθεί το σύγχρονο κράτος έθνος ως φυσικός τόπος όλων των πολιτικών δυνατοτήτων.
Αυτό το είδος εναλλακτικής λύσης στοιχειώνει πολλούς επαγγελματίες της πολιτικής, που έχουν φτάσει να θεωρούν το κράτος ως δεδομένο, ως μοναδική δυνατή πηγή της σύγχρονης πολιτικής εξουσίας και ως αναγκαίο τόπο όλων των αποφάσεων για τη νομιμότητα της βίας. Εμφανίζεται ξανά τώρα ως φόβος ενός Αρμαγεδδών που δημιουργούν μικρές ομάδες φανατικών με θρησκευτικά κίνητρα και όπλα μαζικής καταστροφής στη διάθεσή τους: ενδεχομένως, ένας συνδυασμός της σέκτας Aum στην Ιαπωνία και των οργανωτικών δυνατοτήτων των δικτύων της αλ-Κάιντα.
Όποια κι αν είναι η ακριβής εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο τόσοι πολλοί επαγγελματίες της πολιτικής έσπευσαν να υπερ-ερμηνεύσουν, αθροίζοντας τις αναφορές για ένα νέο απειλητικό περιβάλλον με βάση εμπειρικά στοιχεία που απαιτούν πιο προσεκτικές κρίσεις, είναι φανερό ότι ο φόβος για το μέλλον έχει εξελιχθεί σε σημαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πολιτικής ζωής και έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ορισμένα μέλη της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Χρησιμοποιήθηκε για να αναγάγει τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σε απειλή για την ίδια την επιβίωση των Ηνωμένων Πολιτειών, παράγοντας δυνατές ιστορίες που νομιμοποιούν τους ισχυρισμούς για κατάσταση έκτακτης ανάγκης, για την ανάγκη αναστολής των καθιερωμένων πολιτικών συμβάσεων, για την αναγκαιότητα διεξαγωγής πολέμου, για την ανάγκη δέσμευσης σε μια νέα αντιπαράθεση μεταξύ φίλων και εχθρών- παρ" όλο που οι φίλοι και οι εχθροί δεν προσδιορίζονται εύκολα στις αντίπαλες εθνικές κυριαρχίες μέσα στο διεθνές σύστημα.
Οι κίνδυνοι ρητορικής υπερβολής σε αυτό το πλαίσιο έχουν ευρέως επισημανθεί, αλλά η ρητορική μπορεί να γίνει εξαιρετικά αποτελεσματική όταν οι ισχυρισμοί για απειλές, κινδύνους και τρομοκρατίες διασταυρώνονται με τους διαρκείς ισχυρισμούς ότι η μόνη εναλλακτική λύση για το σύγχρονο κράτος ασφαλείας είναι ένα είδος κατάρρευσης που θυμίζει αποκάλυψη. Πολλοί επαγγελματίες της πολιτικής είναι ευάλωτοι σ" αυτό το είδος σκέψης και εύκολα κλονίζονται από κουβέντες για ριζοσπαστικά νέους κινδύνους. Μια πιο ψύχραιμη εκτίμηση απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή, ευφυείς αναπροσαρμογές και υποβάθμιση γεγονότων όπως η 11 Σεπτεμβρίου ως σημείο κλειδί στις ιστορίες για μια επερχόμενη αποκάλυψη.
Η προσχώρηση σε παλαιότερες λογικές αντι-τρομοκρατίας
Δεύτερον, ακριβώς όπως η 11η Σεπτεμβρίου δεν σηματοδοτεί μεγάλη ρήξη με το παλιό και εισαγωγή ενός ριζοσπαστικά νέου στοιχείου σε σχέση με τις μορφές της τρομοκρατίας, δεν σηματοδοτεί και ανάλογη ρήξη στις συνήθεις πρακτικές για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Η έκκληση για μια διακηρυγμένη ή μη κατάσταση υπέρτατου κινδύνου, είναι οπωσδήποτε μια από τις θεμελιώδεις δυνατότητες που διαθέτουν όλες οι κυβερνήσεις κρατών και έχει μακρά ιστορία στις πρακτικές της κρατικής δεξιοτεχνίας και του συνταγματικού δίκαιου. Η χρήση μέτρων εξαίρεσης σε ό, τι αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα είχε ήδη πολύ αναπτυχθεί στην Αλγερία γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και επανεμφανίστηκε στη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Χιλή και άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής, καθώς και σε φιλελεύθερα κράτη όπως η Γερμανία (έναντι της ομάδας Μπάντερ Μάινχοφ), η Ιταλία (έναντι των Ερυθρών Ταξιαρχιών), η Ισπανία (έναντι της ΕΤΑ), η Γαλλία (μετά το 1986) και ειδικότερα το Ηνωμένο Βασίλειο ( έναντι του IRA, στη Βόρεια Ιρλανδία).
Από το 2001, όλες οι σημαντικές δημόσιες συζητήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, είτε αφορούν την αναδιοργάνωση και το συντονισμό των δομών των υπηρεσιών πληροφοριών, είτε την εσωτερική ασφάλεια ή την υπηρεσία Μετανάστευσης και Πολιτογράφησης των Ηνωμένων Πολιτειών και τους συνοριακούς φρουρούς, όπως επίσης την προτεραιότητα σε στρατιωτικά μέτρα, ακολουθούν τις διαδρομές που χαράχτηκαν από αυτές τις παλαιότερες λογικές. Πιο συγκεκριμένα, αμέσως μετά την11η Σεπτεμβρίου προτάθηκε μια σειρά μέτρων που είχαν αντιμετωπιστεί από πρακτικής πλευράς πριν από το 2001, αλλά είχαν συχνά απορριφθεί ως απαράδεκτα για λόγους αρχής. Η πρόθεση να γίνουν αποδεκτά αυτά που προηγουμένως είχαν θεωρηθεί απαράδεκτα αποτελεί μια ειδική αιτία ανησυχίας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ε.Ε.
Η προσχώρηση σε παλαιότερες λογικές εξηγεί εν μέρει γιατί ένα μεγάλο μέρος της σημερινής αντιτρομοκρατικής πολιτικής καθοδηγείται τόσο πολύ από την τεχνολογία, έχει τόσο πολύ να κάνει με τη χρήση στοιχείων παρακολούθησης, τη βιομετρική, τον διεθνισμό των υπηρεσιών πληροφοριών και αστυνομικών πληροφοριών, και καλεί σε μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα στις αστυνομικές οργανώσεις υπό την ηγεσία των υπηρεσιών πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η πολιτική στην Ε.Ε. είναι ακόμη λιγότερο νεωτεριστική. Περιλαμβάνει μια σειρά μέτρων που αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών, τη συνεργασία των αστυνομικών και δικαστικών αρχών, την ασφάλεια των ταξιδιωτικών εγγράφων, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, τα πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, συγκεκριμένα εργαλεία όπως το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης και τα στοιχεία για να γίνει σύλληψη. Επιπλέον, περιλαμβάνει την εγκαθίδρυση ή ενίσχυση συγκεκριμένων θεσμών όπως το Eurojust, τις νέες εξουσίες που δόθηκαν στην Europol, την αυτοματοποίηση και επίσπευση των διαδικασιών, τον ενισχυμένο έλεγχο στο Ίντερνετ, την αναβαθμισμένη παρακολούθηση των μαζικών διαδηλώσεων και την εγκαινίαση διαλόγου ρουτίνας μεταξύ των υπηρεσιών πληροφοριών.
Κανένα από αυτά τα μέτρα δεν μπορεί να εκληφθεί ως ταχεία αντίδραση στην 11η Σεπτεμβρίου η στις επακόλουθες αμερικανικές πιέσεις. Ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς σειράς προτάσεων που χρονολογούνται από το ξεκίνημα των ομάδων Τρέβι και Σένγκεν, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 - προτάσεις που εν μέρει συνάντησαν αντίσταση στο Άμστερνταμ και το Τάμπερε αλλά που έγιναν κυρίαρχη τάση μετά τη Γένοβα.
Με την αξία που δίνεται στις νέες τεχνολογίες και την τάση να θεωρείται το χάος κάποιου είδους αποκάλυψης ως η μόνη εναλλακτική λύση στο μονοπώλιο της βίας σε μια συγκεκριμένη επικράτεια, η συζήτηση για την ασφάλεια διατυπώνεται όλο και περισσότερο με όρους που σχετίζονται με την ικανότητα ελέγχου του μέλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, ανακύπτουν πολλές παλιομοδίτικες ανησυχίες, στηριζόμενες στα χειρότερα σενάρια ή την ύβρη ή, ξανά, τις απρομελέτητες συνέπειες .Υπάρχει ένας επιπλέον λόγος ανησυχίας για το βαθμό που μπορεί να γίνει επίκληση των ισχυρισμών περί ασφάλειας, προκειμένου να ελέγχονται οι πληθυσμοί όχι μόνο σε σχέση με κινδύνους που έχουν τουλάχιστον μια συγκεκριμένη, απτή αναφορά, αλλά και σε σχέση με υποθετικές, αφηρημένες και καθαρά μεταφυσικές ιδέες για ένα μέλλον που βρίσκεται μόνο στη φαντασία - με βάση παρωχημένες ιδέες για το τι οι φίλοι μπορούν να κάνουν στους εχθρούς. Τα λεγόμενα "δόγματα προληπτικού πολέμου" και αποτρεπτικής πολιτικής εκφράζουν ανησυχητικές τάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Επιπλέον, αιτήματα για γνώση που προωθούνται από τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας αποκτούν προνομιακό καθεστώς σε σχέση με αιτήματα άλλων πολιτικών παικτών, ακόμη κι αν έχουν οδηγήσει στον τουφεκισμό αθώων ή υπόπτων χωρίς βάσιμους λόγους, στο εσωτερικό, και σε αποφάσεις για πόλεμο, στο εξωτερικό.
Οι εντάσεις των φιλελεύθερων δημοκρατιών
Αυτοί οι λόγοι ανησυχίας επισείουν την προσοχή στο αβέβαιο καθεστώς των σύγχρονων μορφών δημοκρατίας. Το σύγχρονο κράτος που είχε το κυρίαρχο δικαίωμα εξαίρεσης, με τη μορφή της απονομής χάριτος, σαφώς καθορισμένης στον χώρο και το χρόνο, προβαίνει σήμερα σε εξαιρέσεις σε κάποιο άλλο χώρο και κάποιο άλλο χρόνο. Μερικοί αναλυτές φτάνουν μάλιστα να λένε ότι ολόκληρος ο κόσμος έχει ενστερνιστεί αυτές τις πεποιθήσεις και η δυνατότητα εξαιρέσεων έχει γενικευθεί.
Οι επιπτώσεις αυτής της υπερβολής γίνονται αισθητές στις εντάσεις των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτειών που θεωρούν ότι βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμου πόλεμου (και όχι σε αυτήν της "φιλελεύθερης δημοκρατικής ειρήνης" που εξυμνήθηκε τόσο πολύ πριν από μόλις μια δεκαετία). Η γενίκευση των ισχυρισμών για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως καθοριστική στιγμή της πολιτικής ζωής εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για τη βάση της νομιμοποιημένης εξουσίας, για τη δημοκρατική ικανότητα των λαών να αμφισβητούν τους ισχυρισμούς του κράτους για ιδιόμορφη κυριαρχία σε μια συγκεκριμένη επικράτεια, όπως και για τη δυνατότητα πολιτικής δράσης. Περισσότερο από κάθε άλλο πεδίο της σύγχρονης πολιτικής ζωής, οι πρακτικές ασφάλειας λειτουργούν προσπαθώντας, εν μέρει, να προστατευθούν από τη συνήθη λειτουργία της πολιτικής αμφισβήτησης. Ταυτόχρονα υποστηρίζουν πως είναι σε θέση να προστατεύσουν το πεδίο όπου μπορεί να υπάρξει πολιτική αμφισβήτηση. Επομένως, για να επικεντρωθούμε στην εφαρμογή πρακτικών ασφάλειας, και ειδικότερα στην εφαρμογή αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας, πρέπει να δεσμευτούμε πολιτικά όχι μόνο σε σχέση με τα δικαιώματα αλλά και σε σχέση με την αμφισβήτηση των ισχυρισμών για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η πολιτική εξουσία θεωρείται τώρα νομιμοποιημένη. Οποιαδήποτε απόπειρα εξάλειψης των πρακτικών ασφάλειας από την πολιτική αμφισβήτηση στρέφει την προσοχή στη δυνατότητα πολιτικής δράσης και τα όριά της, κυρίως σε σχέση με το δικαστικό σώμα και την κοινωνία των πολιτών.