Μετανάστευση σε ροή:
Κρατικές αντιδράσεις στην πρόκληση του διεθνισμού
Mary Stevens
Η πρόκληση που θέτουν στο κράτος έθνος τα σύγχρονα πρότυπα μετανάστευσης έχει ευρέως συζητηθεί, τόσο θεωρητικά όσο και πολιτικά. Συνοριακές διαβάσεις, προβληματισμός για τα σύνορα , υβριδικές ταυτότητες: όλα αυτά εκλαμβάνονται ως στρατηγικές για τη σταδιακή κατάργηση των εθνικών συνόρων. Ωστόσο, κάθε κουβέντα για άμεση κατάλυση των εθνικών συνόρων συναντά το αντεπιχείρημα ότι τέτοιες προβλέψεις είναι πρόωρες. Και πράγματι, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη Γαλλία, ελπίζω να μην αποδείξω μόνο ότι το κράτος έθνος ανακάμπτει αλλά και να αμφισβητήσω την υπόθεση ότι όπου οι μετανάστες επιδεικνύουν δημιουργικότητα στην οικοδόμηση δικτύων και την καθιέρωση νέων μορφών σταθερών σχέσεων με έναν τόπο, το κράτος δείχνει έλλειψη φαντασίας, απαντώντας μονάχα σε ανοιχτές απειλές έναντι της κυριαρχίας του. Οι δημιουργικές στρατηγικές που αναπτύσσει το κράτος - και όχι απλώς ο μηχανισμός καταστολής του- του επιτρέπουν να διατηρεί την ηγεμονία του.
Δημιουργικές στρατηγικές για τη μετανάστευση
Αντιμέτωπο με την προοπτική μείωσης της επιρροής του στα μέλη του, το κράτος έθνος, ή πιο συγκεκριμένα η κυρίαρχη ελίτ του, διαθέτει δυο μορφές δράσης. Από τη μια πλευρά, μπορεί να κλειστεί στον εαυτό του να αμπαρώσει τις πόρτες και να περιορίσει την πρόσβαση στα πλεονεκτήματα της υπηκοότητας. Εναλλακτικά, μπορεί να υιοθετήσει μια πιο ριψοκίνδυνη αλλά δυνητικά πιο βιώσιμη, για την αυτοσυντήρησή του, προσέγγιση, να επεκτείνει τα όρια της εθνικής ταυτότητας, ελπίζοντας ότι θα αφομοιώσει τους νεοφερμένους. Ο φόβος, σε τελική ανάλυση, είναι ότι η διεύρυνση του δικτύου μπορεί να 'αποδυναμώσει' την εθνική ταυτότητα -η ισχύς της εξαρτάται λοιπόν από την ακλόνητη πίστη στην αφομοιωτική ικανότητα του κυρίαρχου πολιτισμού. Στη Γαλλία, αυτή η αυτοπεποίθηση κυριαρχεί από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Όπως ο Φανόν και πολλοί άλλοι έχουν επισημάνει, ένας από τους τρόπους που η γαλλική Τρίτη Δημοκρατία διατήρησε τον έλεγχο στην αυτοκρατορία της ήταν ο προσεταιρισμός μιας μειοψηφίας ' εξελιγμένων'- άνοιξε την πόρτα στους υπηκόους των αποικιών τόσο ώστε να τους εμποδίσει να την παραβιάσουν.
Στο μετα-αποικιακό πλαίσιο η μνήμη εκλαμβάνεται συχνά ως μια στρατηγική αντίστασης στην ηγεμονική εξουσία. Η πολιτιστική μνήμη της διασποράς θεωρείται ιδιαίτερα ανατρεπτική, καθώς διατηρεί εντός των ορίων της χώρας διαμονής την παρουσία ενός αλλού, ενός εκτός. Δεν είναι απαραίτητο η ίδια η μνήμη να είναι απελευθερωτική ( στην πραγματικότητα μπορεί να είναι εμποτισμένη με μια κατασταλτική νοσταλγία που εμποδίζει την ανάπτυξη του υπηκόου). Η ύπαρξη μιας σειράς ιστοριών που πολύ δύσκολα μπορούν να ενσωματωθούν στις αφηγήσεις ενός κοινού εθνικού παρελθόντος αποτελεί μια μορφή αντίστασης. Αυτή τη διττή ιδιότητα, τη συνεχή παρουσία στη μνήμη ενός 'εκεί' στο 'εδώ', ενισχύει ο Abdelmalek Sayad, επιμένοντας στον μη διαχωρισμό των διαδικασιών μετανάστευσης και αποδημίας, σε ό, τι αφορά στη συγκρότηση ενός αντικειμένου μελέτης που υπερβαίνει επίσης τα εθνικά σύνορα.
Η θεσμική ιστορία της μετανάστευσης
Στη Γαλλία, από τις αρχές του 1990, αναδύθηκαν μνήμες μετανάστευσης, ακριβώς ως αμφισβήτηση των απλοποιημένων θεωρήσεων για την εθνική ταυτότητα. Όλες συνδέθηκαν με ένα αίτημα αναγνώρισης στο δημόσιο πεδίο, μερικές φορές ενός συγκεκριμένου γεγονότος (η ομάδα Au nom de la memoire - στο όνομα της μνήμης- έκανε εκστρατεία για την καταγραφή της σφαγής των Αλγερινών στο Παρίσι, στις 17 Οκτωβρίου 1961, στα ιστορικά αρχεία ), άλλες φορές μιας συγκεκριμένης κοινότητας (όπως στην ταινία του Yamina Benguigui το 1997 Memoires d' immigres, με υπότιτλο The 'Maghrebi heritage' ( η κληρονομιά του Μαγκρέμπ). Το 2004, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός εθνικού μουσείου μετανάστευσης -Cite nationale de l' histoire de l'immigration (CNHI)- ακριβώς για να ανταποκριθεί σ' αυτό το αίτημα. Ωστόσο, αυτή η απόφαση, που ξεπέρασε τα αιτήματα πολλών ακτιβιστών, μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως στοιχείο μιας δημιουργικής στρατηγικής κατάληψης του εδάφους για την εξουδετέρωσή του. Η αφομοιωτική δύναμη του κράτους δεν ισχύει μόνο για τα άτομα, είναι επίσης μια στρατηγική για το χειρισμό εν δυνάμει διασπαστικών κινημάτων, μέσω μιας πολιτικής που στοχεύει στην αφομοίωση.
Στις πρώτες δημόσιες συζητήσεις για το πεδίο παρέμβασης του CNHI, υπήρχαν δυο αντικρουόμενες απόψεις για τη φύση του αντικειμένου του. Το νέο κέντρο θα επικεντρωνόταν στη μεταναστευτική εμπειρία στη Γαλλία, σύμφωνα με την επιταγή του Sayad περί σεβασμού της όλης εμπειρίας, ή θα περιοριζόταν στη μετανάστευση δηλαδή στη διαδικασία μέσω της οποίας κάποιοι ξένοι ήρθαν να κατοικήσουν, έχοντας κατά νου να παραμείνουν και να ενσωματωθούν στο πολιτικό σώμα; Αντικείμενο διακύβευσης ήταν ο ορισμός της εθνικής κοινότητας και ο έλεγχος του κράτους έθνους στα σύνορά του. Γιατί η πρώτη άποψη θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλαμβάνει την εσωτερική μετανάστευση από τις επαρχίες καθώς και την εμπειρία Γάλλων υπηκόων που ταξίδευσαν από την περιφέρεια της χώρας - όπως τις νήσους Μαρτινίκα και Γουαδελούπη- προς το κέντρο. Η επιλογή της εμπειρίας της μετακίνησης έναντι του νομικού καθεστώτος των εμπλεκομένων, και η αναγνώριση αντίστροφων διασυνοριακών ροών, θα μπορούσε να συμβάλει στην υποβάθμιση του καθεστώτος των εθνικών συνόρων. Είναι προφανές, όμως, από την επιλογή της ονομασίας - Cite παραπέμπει στην πόλη, nationale δεν χρειάζεται αποσαφήνιση και immigration αποκλείει κάθε προς τα έξω ή προσωρινή μετακίνηση ανθρώπων- ότι επικράτησε η δεύτερη άποψη, που δίνει έμφαση στα παραδοσιακά κριτήρια υπηκοότητας. Αυτή η επιλογή υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από τη χρονολογική περίοδο που καλύπτει το Cite, η οποία περιορίζεται στη μετα-επαναστατική εποχή- αυτό το πρότυπο μετανάστευσης γίνεται έτσι ένα φαινόμενο που μπορεί να χαρακτηρίσει μόνο το κράτος έθνος. Μην αναγνωρίζοντας ουσιαστικά την αμφισβήτηση που αποτελεί για την κυριαρχία η μνήμη της διασποράς, το Cite μπορεί μέσα από μια (περιορισμένη) ενσωμάτωση να διευρύνει τα όρια της εθνικής σταθερής σχέσης με τον τόπο, προκειμένου να τα διασφαλίσει καλύτερα.
Διαχωρίζοντας την 'καλή' από την ΄κακή' μετανάστευση
Η προσάρτηση αυτού που ο Φουκώ ορίζει ως ' ακατάλληλες γνώσεις' των μεταναστών από το γαλλικό κράτος έθνος πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ως μέρος μιας δημιουργικής και αποτρεπτικής στρατηγικής αυτοσυντήρησης, με την οποία ο κρατικός μηχανισμός καταλαμβάνει ένα πεδίο μάχης προκειμένου να το αποστερήσει από την ισχύ του. Η αυξανόμενη βούληση για δημόσια συζήτηση πάνω σε πτυχές της αποικιοκρατικής ιστορίας αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Το CNHI καταγράφει στους στόχους του την επιθυμία προώθησης μιας πιο θετικής άποψης για τη μετανάστευση ως αντιστάθμισμα στη συνήθη συσχέτιση των μεταναστών με τη βία και την κοινωνική αναταραχή. Ορίζοντας, όμως, τον 'καλό' μετανάστη- το άτομο που επέλεξε να εγκατασταθεί οριστικά στην εθνική επικράτεια και εξέφρασε αυτή την επιλογή αποκτώντας τελικά την υπηκοότητα- το κράτος αντιπαραθέτει αυτόματα τον αντίστοιχο 'κακό'. Ορισμένοι εξέφρασαν έκπληξη που μια κυβέρνηση, η οποία επενδύει τόσα πολλά στη θετική επανεκτίμηση της μετανάστευσης μέσω του Cite, μπορεί ταυτόχρονα να προχωρεί στη δαιμονοποίηση άλλων κατηγοριών μεταναστών (ειδικά στις δημόσιες συζητήσεις γύρω από την αναθεώρηση της μεταναστευτικής νομοθεσίας του 2006). Ωστόσο, μια ανάγνωση του Μπουρντιέ και ιδιαίτερα του Sayad δίνει μια εξήγηση- η δουλειά του κράτους είναι δουλειά κατηγοριοποίησης και ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα δημογραφικά φαινόμενα έχει να κάνει μόνο με τους τρόπους των δομών που παρέχουν. Η παρουσίαση ενός θετικού πρότυπου επιτρέπει την εμφάνιση μιας αρνητικής θεώρησης. Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο να κατευνάζονται οι μνήμες της μετανάστευσης και την αναφορά του υπουργού Εσωτερικών Σαρκοζί ότι η Γαλλία τελεί υπό την πολιορκία λαθρομεταναστών. Η πολιτική υψηλής ασφάλειας και το αντίθετό της είναι οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος.