IΣΤΑΜΕ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

σημείωμα που εξέδωσε η ομάδα Κριτικής στο νεοφιλελευθερισμό και στο νεοσυντηρητισμό

για την πορεία των ελληνο-ρωσικών σχέσεων

 

Σάββατο 31-05-2008:


Ελληνορωσικές σχέσεις: Μύθοι και πραγματικότητες

Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε μάρτυρες μίας συντονισμένης προσπάθειας απο πλευράς κυβέρνησης να παρουσιάσει τον πρωθυπουργό ως τον πολιτικό που τόλμησε να σταθεί απέναντι στις ΗΠΑ προωθώντας δυναμικά τις σχέσεις με τη Ρωσία. Σκοπός της επικοινωνιακής παραπλάνησης που επιχειρείται είναι η ανάδειξη της εικόνας Καραμανλή ως ηγέτη διεθνούς εμβέλειας που, μάλιστα, αντιστέκεται στην υπερδύναμη. Ως ικανού να ανταπεξέλθει των απαιτήσεων της εξωτερικής πολιτικής στις σημερινές συνθήκες, δεδομένου ότι αυτός είναι ένας τομέας στον οποίο αντικειμενικά υστερεί τόσο των πρώην πρωθυπουργών όσο και ιδιαίτερα του σημερινού αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.

Ας τοποθετήσουμε, λοιπόν, όλα τα δεδομένα στην πραγματική τους διάσταση προκειμένου να καταλήξουμε σε περισσότερο ασφαλή συμπεράσματα.

 

1. Το ιστορικό των ελληνορωσικών σχέσεων και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ

Ιστορικά, παρά το γεγονός ότι το πρώτο άνοιγμα, σε θεωρητικό όμως και μόνο επίπεδο ανήκε στον Κ. Καραμανλή, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο πρώτος Έλληνας ηγέτης που σε πολύ δύσκολες παγκόσμιες και περιφερειακές συνθήκες προώθησε στη δεκαετία του 1980 μία ουσιαστική και αποτελεσματική πολιτική προσέγγισης με τη Μόσχα. Οι πολιτικές του αστερίσκου στην ΕΕ, η συμφωνία του 1987 για την παροχή φυσικού αερίου και χαρακτηριστικότερη όλων η αξιοποίηση του σοβιετικού παράγοντα στην κρίση του Σισμίκ με την Τουρκία, αποτελούν απτά παραδείγματα της στρατηγικής επιλογής του Ανδρέα Παπανδρέου να συμπεριλάβει την ΕΣΣΔ στον πυρήνα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και να αξιοποιήσει για τα εθνικά συμφέροντα τη σχέση που είχε οικοδομήσει.

Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, επίσης σε άλλες συνθήκες από τις σημερινές, με τις ΗΠΑ να κυριαρχούν στο διεθνές σύστημα καθιστώντας το εν πολλοίς μονοπολικό, φέρθηκε στην παραπαίουσα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 Ρωσία με το δέοντα σεβασμό, δέχτηκε του S-300 στο έδαφος της, προστάτευσε τις σχέσεις Ρωσίας-ΕΕ στην κρίσιμη περίοδο του πολέμου στο Ιράκ και διεύρυνε με τόλμη την αγορά ενός κράτους -μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με ρωσικά οπλικά συστήματα και πιο συγκεκριμένα τους TOR-M 1.

 

2. Το μένος της κυβέρνησης Καραμανλή

Αντίθετα, η κυβέρνηση Καραμανλή αμφισβήτησε όχι μόνο τη συμβατότητα και

λειτουργικότητα των εν λόγω αλλά και την ίδια τους την αξιοπιστία προκαλώντας την εύλογη δυσαρέσκεια της Ρωσίας. Δημοσιεύματα της εποχής ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι «η Μόσχα δεν ενδιαφέρεται τόσο για την οικονομική διάσταση, την οποία προβάλλει η κυβέρνηση Καραμανλή έναντι της κυβέρνησης Σημίτη, όσο για την ενδεχόμενη διεθνή «ζημιά» που προκαλείται στην αξιοπιστία των ρωσικών συστημάτων όταν από αγοραστή, όπως η Ελλάδα, προβάλλονται αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά τους»

Η κυβέρνηση της ΝΔ εξ' αρχής προσπάθησε να απονομιμοποιήσει αυτή την πτυχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και να κατηγορήσει τους φορείς της ως πολιτικούς που ακολουθούν μία πολιτική ασύμβατη με τα ελληνικά συμφέροντα. Είναι ενδεικτικό ότι βουλευτές της Ν.Δ., κατά τη διάρκεια της εξεταστικής επιτροπής, προέτρεπαν με τις ερωτήσεις τους κυρίως τους στρατιωτικούς-μάρτυρες στο να επιβεβαιώσουν ότι τα ρωσικά TOR Μ1 δεν ήταν αξιόπιστα. Ενώ τότε, λοιπόν, η ΝΔ επιχείρησε να αναδείξει την, κατ' αυτήν ασυμβατότητα με το ελληνικό αμυντικό σύστημα, σήμερα «καμαρώνει» για τη δήθεν μοναδικότητά της να «ρίξει» μία ματιά και στη ρωσική αγορά αμυντικών συστημάτων.

 

3. Οι ελληνορωσικές σχέσεις επί ΝΔ

Με καθυστέρηση δεκαετιών και κατόπιν ρωσικών πρωτοβουλιών απόρροια της συγκυρίας (μεταξύ αυτών:

α) οι υψηλές τιμές,

β) οι δυσκολίες στη συνεννόηση με κράτη διέλευσης όπως η Ουκρανία και η Πολωνία που έπλητταν την αξιοπιστία της Ρωσίας ως προμηθευτή,

γ) η δυνατότητα από πλευράς Μόσχας διάθεσης μεγαλύτερων ποσοτήτων στην αγορά,

δ) η ανάγκη απεξάρτησης της από την Τουρκία και δη τον έλεγχο της τελευταίας στα Στενά, ε) η πρόθεση να μην αναβαθμιστεί περαιτέρω γεωπολιτικά η Άγκυρα καθιστάμενη ενεργειακός κόμβος), η ΝΔ αντιλήφθηκε πως η ταύτιση της πολιτικής της με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν απέδιδε τα αναμενόμενα. Τα συμφέροντα του «στρατηγικού εταίρου των ΗΠΑ στα Βαλκάνια», όπως αυτοαποκαλούνταν ο Κ. Καραμανλής (κάτι που σήμερα θέλει να ξεχάσει), αγνοούνταν επιδεικτικά με αποκορύφωμα την αναγνώριση της FYROM ως Μακεδονίας αφού η άλλη πλευρά του Ατλαντικού μας θεωρούσε εξασφαλισμένους ανεξαρτήτως των επιλογών της. Η Ρωσία του πραγματιστή Πούτιν αντιλήφθηκε έγκαιρα την επακόλουθη απογοήτευση Καραμανλή από τις κινήσεις της Ουάσιγκτον και έσπευσε να του προσφέρει χείρα βοηθείας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, κινούμενος χωρίς πυξίδα σε ένα κόσμο που αλλάζει, αντιδρά σπασμωδικά και χωρίς σχέδιο με φυσικό επακόλουθο να αμφιταλαντεύεται μεταξύ Ουάσιγκτον-Μόσχας.

Αντί να εστιάσει στη διεύρυνση της ελευθερίας κινήσεων που προσφέρει το μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον με την ανάδυση νέων πόλων εξουσίας και την ταυτόχρονη υποχώρηση της αμερικανικής ισχύος, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει φοβικά τα νέα δεδομένα αδυνατώντας να απεγκλωβιστεί από τη λογική των δεσμεύσεων προς τους ξένους προστάτες -στοιχείο που παραδοσιακά χαρακτήριζε τη δεξιά παράταξη. Αφού αντιλήφθηκε τις σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ ως δήθεν «εταιρική στρατηγική σχέση», αφού δεν κατανόησε τις δυνατότητες που παρέχονται στην Ελλάδα εντός και μέσω της Ε.Ε., προσπαθεί πλέον να αξιοποιήσει επικοινωνιακά τη σχέση Αθήνας-Μόσχας, που με τόσο πάθος πριν τρία χρόνια καταδίκαζε, αλλά χωρίς να είναι σε θέση να της δώσει προοπτική και ουσία.

 

3.1. Μη αξιοποίηση των δυνατοτήτων

Ως προς καθεαυτή την προσέγγιση Ελλάδας-Ρωσίας, η οποία σε μία πολύ περισσότερο ισορροπημένη μορφή που θα εξυπηρετεί και τα ελληνικά συμφέροντα είναι καλοδεχούμενη και επιδιωκόμενη, παρατηρούμε, ως προς τις μέχρι τώρα επιλογές και πρακτικές του Κ. Καραμανλή ότι:

Σε επίπεδο πολιτικής, η Ελλάδα δεν αξιοποίησε συστηματικά και με προοπτική τις δυνατότητες που μας παρέχει η Ρωσία. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα οφέλη για τη χώρα μας είναι σαφώς περιορισμένα. Πέραν των προφανών γεωπολιτικών λόγω της συμμετοχής μας σ τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και το Νότιο Ρεύμα (ο μεν πετρελαιαγωγός αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία περίπου το 2011, για τον δε αγωγό φυσικού αερίου οι αισιόδοξες προβλέψεις τον τοποθετούν γύρω στο 2014-2016) η σύσφιγξη των ενεργειακών μας δεσμών με τη Ρωσία δεν έχει αντίκτυπο στην προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων.

Σε ότι αφορά το Κυπριακό η θέση της Μόσχας είναι πάγια θετική από το 1974, ωστόσο δεν έχει αξιοποιηθεί καταλλήλως. Στο σχέδιο Ανάν δεν υπήρξε ο παραμικρός συντονισμός με την ελληνική πλευρά ενώ αξίζει να επισημάνουμε τις τουλάχιστον δυο αναφορές Πούτιν στην ανάγκη άρσης του αποκλεισμού των Τουρκοκυπρίων μία εκ των οποίων η Αθήνα είχε σπεύσει να αποδώσει στο «ψυχολογικό βάρος» της παρουσίας Τούρκων επιχειρηματιών στην αίθουσα. Μάλιστα, κατά τις τακτικές εκείνη την περίοδο (2004-2006) επαφές Πούτιν-Ερντογάν, ο Ρώσος πρόεδρος απέφευγε επιμελώς να θέτει στην ατζέντα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος που ενοχλούσαν την τουρκική πλευρά.

Στο ζήτημα των Σκοπίων, παρότι Ρώσοι αξιωματούχοι με δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα είχαν σηκώσει τον πήχη των προσδοκιών για την Αθήνα υποστηρίζοντας ότι η Μόσχα θα διαφοροποιούσε τη θέση της στο ζήτημα του ονόματος αν υπάρξει μία νέα αμοιβαία αποδεκτή ονομασία (σε καμία περίπτωση υπερβατικό αλλά μάλλον το προφανές), εν τέλει στην πρόσφατη συνάντησή τους ο Πούτιν προσγείωσε τον Καραμανλή, αναφέροντας τη FYROM ως Μακεδονία και κυρίως μη αναλαμβάνοντας οποιαδήποτε δέσμευση για το μέλλον. Εύλογα τίθεται το ερώτημα για το βαθμό υποχώρησης της διαπραγματευτική ισχύος της Ελλάδας όταν αδυνατεί να πείσει ακόμη και αυτούς που θεωρεί στρατηγικούς της εταίρους έστω για μία δεσμευτική δήλωση τους που αφορά τα δικά της συμφέροντα. Εκτός εάν ο στρατηγικός χαρακτήρας που έχει λάβει εσχάτως η σχέση μας με τη Ρωσία είναι ένα επικοινωνιακό τρικ της κυβέρνησης με προφανείς στόχους και σκοπούς.

Αξίζει, επίσης, να επισημανθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση ούτε έχει επιχειρήσει να καταστεί ένας εποικοδομητικός σύμμαχος της Μόσχας εντός της Ε.Ε. (όπως π.χ. η Γερμανία, η Ιταλία, σε κάποιες περιπτώσεις και η Γαλλία) ούτε βέβαια να εκφράσει πιθανές ενστάσεις της για τα όποια «πισωγυρίσματα» της Ρωσίας σε θέματα δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα βελτίωναν και το κλίμα στις σχέσεις της τελευταίας με τις Βρυξέλλες, όπως θα όφειλε να πράξει ο κάθε ειλικρινής φίλος. Στα δε πλαίσια του ΝΑΤΟ, τόσο η περσινή δήλωση Κουμουτσάκου σύμφωνα με την οποία οι όποιες ρωσικές ενστάσεις γύρω από την ανάγκη εγκατάστασης της αμερικανικής αντιπυραυλικής κρίνονταν άτοπες και αναίτιες (σημειωτέον ότι ήμασταν η μοναδική χώρα του ΝΑΤΟ που προβήκαμε σε μία τέτοια ενέργεια), όσο και η ανοιχτή υποστήριξη Καραμανλή στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι στις ΗΠΑ, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ απέκλεισε τη Ρωσία από τις διαβουλεύσεις για την μελλοντική ένταξη Ουκρανίας και Γεωργίας, υιοθετώντας κατά λέξη τις δηλώσεις Μπους, είναι όλα αυτά ενδεικτικά του πως εννοεί στην ουσία η κυβέρνηση Καραμανλή τη στενή της σχέση με τη ρωσική πλευρά.

Εν ολίγοις, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση του αντί να αναζητήσουν τρόπους εξεύρεσης εναλλακτικών πολιτικών ώστε να αποφευχθεί η πολλαπλή εξάρτηση της χώρας από διάφορες μεγάλες δυνάμεις, με την έλλειψη αυτοπεποίηθησης και τη συνακόλουθη παθητικότητα που χαρακτηρίζουν στην εξωτερική της πολιτική επιτείνει τις διαφόρων ειδών εξαρτήσεις. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ανάγκη της, προφανώς αισθανόμενη πίεση λόγω δηλώσεων κάποιων αξιωματούχων των ΗΠΑ, να «εξευμενίσει» τον αμερικανικό παράγοντα προβαίνοντας, από ότι φαίνεται, σε αγορές εξοπλισμών μικρής ή καθόλου χρησιμότητας, στην αρνητικότερη συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών για τα ελληνικά νοικοκυριά, προς όφελος αμερικανικών εταιρειών.

 

3.2 Η ουσία των πρόσφατων ενεργειακών συμφωνιών

Σε ότι αφορά τα ενεργειακά σχέδια που αναμένεται να μας συνδέσουν με τη Ρωσία, υπάρχουν αρκετοί και σημαντικοί λόγοι για να μην συμμεριζόμαστε τις θριαμβολογίες της κυβέρνησης και να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί. Μεταξύ αυτών:

?? Οι όροι και οι προϋποθέσεις της συμφωνίας του Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη. Το γεγονός ότι δεν έχουν γνωστοποιηθεί στο σύνολο τους αλλά και βάσει πληροφοριών που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε (θα επανέλθουμε εκτενέστερα με άλλο κείμενο) υποδηλώνουν πως η ελληνική πλευρά δεν δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα στις διαπραγματεύσεις, όπως επί παραδείγματι έπραξε η αντίστοιχη βουλγαρική, με επακόλουθο να αρκεστούμε σε αυτά που μας προσφέρθηκαν από τους Ρώσους. Η απροθυμία των ελληνικών επιχειρήσεων να συμμετάσχουν, γεγονός που καθιστά πιθανή την πώληση μέρους του ποσοστού τους σε εταιρείες τρίτων χωρών, τα χαμηλά τέλη διέλευσης, καθώς και το ζήτημα του management του ελληνικού τμήματος του αγωγού αλλά και των αποθηκευτικών χώρων που θα δημιουργηθούν στην Αλεξανδρούπολη είναι μερικά από τα προβληματικά σημεία της συμφωνίας.

Επιπρόσθετα, το ότι δεν φαίνεται να δόθηκε προτιμησιακό καθεστώς στα ελληνικά τάνκερς για να μεταφέρουν το πετρέλαιο από το Νοβοροσσίσκ στο Μπουργκάς - δεδομένου ότι η Ρωσία δεν έχει δικό της στόλο- όπως επίσης η μη αξιοποίηση των αναπτυξιακών προοπτικών που συνεπάγεται ένα τέτοιο έργο αλλά και ο μη καθορισμός περιβαλλοντικών θεμάτων που σχετίζονται τόσο με την Αλεξανδρούπολη όσο και με το Αιγαίο αποτελούν επιπλέον στοιχεία που χρήζουν διευκρινίσεων από πλευράς κυβέρνησης. Παράλληλα, θα έπρεπε να δοθεί η δέουσα έμφαση και να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες για την αναμενόμενη επιβάρυνση του Αιγαίου καθώς και την συνακόλουθη πιθανότητα ατυχήματος με τις δραματικές συνέπειες που αυτό θα συνεπάγονταν για το οικοσύστημα και τον τουρισμό.

Για την πρόσφατη υπογραφή Πούτιν-Καραμανλή για τον αγωγό Νοτίου Ρεύματος, που έγινε προϊόν εκμετάλλευσης και κυβερνητικής προπαγάνδας περί δήθεν αυθεντικής στροφής του Έλληνα πρωθυπουργού προς τη Ρωσία, επίσης έχουμε τις ενστάσεις μας. Καταρχήν, η ίδια η βιωσιμότητα του εν λόγω project τίθεται εν αμφιβόλω και αναμένεται να ξεκαθαρίσει κατόπιν των υλικοτεχνικών μελετών. Άρα, αφενός αυτή τη στιγμή μπορούμε να μιλάμε σε θεωρητικό και μόνο επίπεδο και αφετέρου και κυρίως το τεράστιο κόστος κατασκευής του (άνω των 10 δις ευρώ) εύλογα θα μετακυλίσει σε αυτούς που θα καταναλώνουν το φυσικό αέριο του συγκεκριμένου αγωγού. Από εκεί και πέρα, δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως ναι μεν στη παρούσα φάση η Ρωσία είναι μακράν η ρεαλιστικότερη λύση για την προμήθεια φυσικού αερίου -σε επίπεδο παραγωγής- εντούτοις σύμφωνα με προβλέψεις αν στα αμέσως προσεχή χρόνια δεν προσελκύσει νέες επενδύσεις που θα υποβοηθήσουν στην εξεύρεση νέων πεδίων, τότε σταδιακά οι παραγωγικές της δυνατότητες θα μειώνονται. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ούτε ότι η Μόσχα επισπεύδει συμφωνίες για πώληση φυσικού αερίου ούτε όμως και η αναμενόμενη δραματική αύξηση των τιμών για τη ρωσική εγχώρια αγορά ώστε να περιοριστεί η εγχώρια κατανάλωση.

Στην περίπτωση της συμφωνίας Πούτιν-Καραμανλή, αναρωτιόμαστε:

1ον) αν ο Έλληνας πρωθυπουργός κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει την ειδική του σχέση, όπως θέλει να την παρουσιάζει με τον μέχρι χθες Ρώσο πρόεδρο, φροντίζοντας να κατοχυρώσει ευνοϊκότερες τιμές για τα ελληνικά νοικοκυριά αν και εφόσον ο South Stream τεθεί σε λειτουργία,

2ον) αν ο κ. Καρμανλής εξασφάλισε ότι ο αγωγός που θα διέρχεται το ελληνικό έδαφος θα διασχίζει το σύνολο της Βορείου Ελλάδας ή απλώς θα συμπεριλαμβάνει ένα μόνο μικρό κομμάτι της Κομοτηνής, μόνο και μόνο προκειμένου η Ρωσία να μας δεσμεύσει ότι δεν θα αναζητήσουμε αλλού διεύρυνση των ενεργειακών μας προμηθειών,

3ον) αν συζήτησε με τον Πούτιν το ενδεχόμενο εξασφάλισης μεγαλύτερων ποσοτήτων από πλευράς της χώρας μας ώστε να μπορούμε κατόπιν να τις μεταπωλούμε ποπλλαπλασιάζοντας τα οικονομικά αλλά και γεωπολιτικά μας οφέλη.

 

4. Επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και κυβερνητική σύγχυση

Κλείνοντας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα επικοινωνιακά αντανακλαστικά της κυβέρνησης της ΝΔ και αυτό για δυο κυρίως λόγους: Αφενός, διότι κατάφερε να απομονώσει τη δήλωση Μπράιζα περί υπόσχεσης από πλευράς Ελλάδας ότι θα δώσει προτεραιότητα στον αμερικανικών συμφερόντων αγωγό φυσικόυ αερίου TGI (Τουρκία-Ελλάδα-Ιταλία) ώστε να μην χρειαστεί να προβεί στην αναγκαία διάψευση· και αφετέρου και κυρίως γιατί έσπευσε να μας διαβεβαιώσει (άραγε και τον αμερικανικό παράγοντα;) μέσω παρέμβασης Φώλια, ότι μέχρι το 2012 μόλις το 43% του φυσικού αερίου που θα καταναλώνουμε θα προέρχεται από τη Ρωσία - σύμφωνα με τον Υπουργό Ανάπτυξης το υπόλοιπο 43% θα προέρχεται από το Αζερμπαϊτζάν και το 14% θα είναι υγροποιημένο φυσικό αέριο από την Αλγερία.

Χαρακτηριστική της σύγχυσης του κυβερνητικού επιτελείου ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για τη Μόσχα δήλωνε στο Ria Novosti πως «η Ελλάδα στο τέλος του 2015 θα καταναλώνει 7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, το 80% του οποίου θα προέρχεται από τη Ρωσία». Ποιός λέει την αλήθεια; Ο πρωθυπουργός της χώρας ή ο αρμόδιος υπουργός; Και που οφείλεται η τόσο μεγάλη απόκλιση στις εκτιμήσεις τους;