Το χρέος, το ευρώ και οι θέσεις της αριστεράς

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ
Δημοσιεύτηκε στην Αυγή 11/07/2010 & 13/07/2010

 

Τα ζητήματα του ευρώ και του χρέους είναι απολύτως αλληλένδετα. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, το βαθύτερο πρόβλημα είναι το ευρώ, που οδήγησε στον τεράστιο όγκο χρέους των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης.

Πώς λοιπόν θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους; Είναι προφανές ότι η πολιτική λιτότητας είναι καταστροφική, διότι ανατροφοδοτεί το χρέος. Η αναγκαιότητα της παραγραφής προκύπτει αβίαστα, ακόμη και από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών κύκλων του εξωτερικού, που ήδη προετοιμάζονται

Η κριτική του κ. Καλλωνιάτη κατά της Πρωτοβουλίας Οικονομολόγων και Πανεπιστημιακών ("Αυγή", 4.7.2010) είναι καλόπιστη και ενημερωμένη, άρα ευπρόσδεκτη.

Δυστυχώς είναι άστοχη. Αλλά θέτει ζητήματα ζωτικής σημασίας για την τρέχουσα κρίση. Ας αρχίσουμε από κάτι για το οποίο όλοι σχεδόν συμφωνούμε, δηλαδή την ανάγκη βαθιάς παραγραφής του χρέους. Και ερωτώ αμέσως. Δεν θα ήταν στοιχειώδες να αναγνωριστεί ότι το αίτημα της παραγραφής προέρχεται ακριβώς από το ρεύμα εναντίον του οποίου στρέφει τα βέλη του ο κ. Καλλωνιάτης; Όταν θέσαμε το ζήτημα της επερχόμενης χρεωκοπίας στις αρχές του 2010, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με θεωρητικές απεραντολογίες περί κρίσεων και συνωμοσιών. Αποτελεί ουσιαστική πολιτική πρόοδο ότι έγινε αποδεκτό το αίτημα της παραγραφής. Προσβλέπουμε σε παρόμοια εξέλιξη και με το ευρώ, μόνο που εδώ οι αγκυλώσεις είναι τεράστιες.

Τα ζητήματα του ευρώ και του χρέους είναι απολύτως αλληλένδετα. Ή, για να γίνω ακριβέστερος, το βαθύτερο πρόβλημα είναι το ευρώ, που οδήγησε στον τεράστιο όγκο χρέους των περιφερειακών χωρών της Ευρωζώνης. Μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, οι περιφερειακές χώρες εμφάνισαν συστηματικά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Το 2008 η Ελλάδα σημείωσε γιγαντιαίο έλλειμμα της τάξης του 15% του ΑΕΠ, αλλά και η Ισπανία και η Πορτογαλία κυμάνθηκαν γύρω στο 10%. Τα ελλείμματα προήλθαν από την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας, σε σχέση κυρίως με τη Γερμανία, που εμφάνισε αντίστοιχα πλεονάσματα. Ο ανταγωνιστικός θρίαμβος του γερμανικού κεφαλαίου βασίστηκε στο πάγωμα των γερμανικών μισθών. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ από τη φύση της επιφέρει τρομακτικές πιέσεις στη μισθωτή εργασία σε ολόκληρη την Ευρωζώνη. Το γερμανικό κεφάλαιο αποδείχτηκε ικανότερο των άλλων στο επωφελές αυτό έργο. Απόκτησε έτσι ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που δεν μπορούσαν οι περιφερειακές χώρες να αντισταθμίσουν μέσω υποτίμησης, δεδομένης της ΟΝΕ.

Το χρέος της περιφέρειας είναι απόρροια αυτής της εξέλιξης. Τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών ισοσταθμίστηκαν από την εισροή ξένων κεφαλαίων, κυρίως τραπεζικών δανείων από τη Γερμανία και τη Γαλλία. Βρέθηκε λοιπόν η περιφέρεια καταχρεωμένη στο κέντρο, αλλά και οι τράπεζες του κέντρου εξαιρετικά εκτεθειμένες στις χώρες της περιφέρειας. Οι υπολογισμοί του Research on Money and Finance (RMF) φέρουν τη συνολική έκθεση γύρω στο 1 τρισ. ευρώ, ποσό υπεραρκετό για την κατάρρευσή των τραπεζών, αν η περιφέρεια χρεωκοπήσει. Το χρέος βέβαια ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε χώρας. Στην Ισπανία και την Πορτογαλία είναι κυρίως ιδιωτικό, διότι ο δημόσιος τομέας παρέμεινε σχετικά περιορισμένος. Στην Ελλάδα είναι κυρίως δημόσιο λόγω της φύσης του κράτους, αλλά και των πεπραγμένων της δεκαετίας του 1980. Είναι αυτονόητο ότι η τρέχουσα κρίση αποτελεί συνέχεια της ιστορικής αναταραχής του 2007-9, η οποία προκάλεσε την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών κυρίως λόγω της κατάρρευσης των φορολογικών εσόδων. Αλλά τα προβλήματα της περιφέρειας, καθώς και η παρανοϊκή στροφή της Ευρωζώνης προς τη λιτότητα, οφείλονται στις δομές του ευρώ. Οι ΗΠΑ, που ήταν στο επίκεντρο της κρίσης του 2007-9, για την ώρα ακολουθούν πολύ διαφορετική πορεία. Η μέγγενη που συντρίβει την Ευρώπη είναι ιδίας κοπής και εδράζεται στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο.

Πώς λοιπόν θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους; Είναι προφανές ότι η πολιτική λιτότητας είναι καταστροφική, διότι ανατροφοδοτεί το χρέος. Η αναγκαιότητα της παραγραφής προκύπτει αβίαστα, ακόμη και από τη σκοπιά των χρηματοπιστωτικών κύκλων του εξωτερικού, που ήδη προετοιμάζονται. Το ερώτημα είναι, πώς πρέπει να γίνει; Η παραγραφή πρέπει να γίνει με όρους που θα προστατεύουν τα λαϊκά στρώματα. Άρα απαιτείται παύση πληρωμών για να αφαιρεθεί η πρωτοβουλία από τους δανειστές. Θα ακολουθήσει επαναδιαπραγμάτευση με στόχο το δραστικό 'κούρεμα', σε ποσοστό που θα διαφανεί στην πράξη, ίσως της τάξης του 50%-60%. Θα πρέπει βεβαίως να υπάρξει απόλυτη διαφάνεια, που σημαίνει πλήρη ενημέρωση για τη διάρθρωση του χρέους και τον χαρακτήρα των συμβάσεων. Μόνο έτσι θα μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε τι είναι "απεχθές", τι πρέπει να αποπληρωθεί και ποιος έχει ευθύνες.

Η ανάληψη της πρωτοβουλίας από τα κάτω είναι απολύτως αναγκαία για να διασφαλιστούν τα πενιχρά πλεονεκτήματα που έχει η Ελλάδα. Πρώτο και κυριότερο, για να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά το όπλο της έκθεσης των τραπεζών του κέντρου στα ελληνικά χρέη. Πέραν τούτου, για να αξιοποιηθεί το γεγονός ότι ο κύριος όγκος του δημοσίου χρέους είναι ομόλογα που φαίνεται πως έχουν εκδοθεί στη βάση της ελληνικής νομοθεσίας (ίσως το 90%) και κατέχονται από σχετικά λίγους δανειστές, κυρίως τράπεζες. Μπορούν να αποφευχθούν, δηλαδή, δικαστικές περιπέτειες με χιλιάδες ξένους ομολογιούχους στη βάση της βρετανικής νομοθεσίας. Υπάρχει ελπίδα να καταφέρει η Ελλάδα να κλείσει γρήγορα τη χαίνουσα πληγή του χρέους και, αν το θελήσει και έχει παράλληλα ανακτήσει την αξιοπιστία της, να επιστρέψει στις παγκόσμιες αγορές. Ο κ. Καλλωνιάτης μάλλον συμφωνεί με τα παραπάνω επί της ουσίας. Τον ενοχλεί όμως η ιδέα ότι πρέπει να συμβούν με παράλληλη έξοδο από το ευρώ. Προτιμά τη "συνεργατική" παραγραφή εντός της ΟΝΕ, διότι μπορεί να αποτελέσει "κοινό άξονα των διεκδικήσεων όλου του εργατικού κινήματος". Δυστυχώς εδώ εγκαταλείπουμε το πεδίο του ορθολογισμού και μπαίνουμε στον χώρο του ευχολογίου.

Παραγραφή εντός της ΟΝΕ, αν γίνει, θα συμβεί υπό την αιγίδα των τραπεζών, εξουδετερώνοντας το ισχυρότερο όπλο της Ελλάδας. Στην καλύτερη περίπτωση θα σημάνει ένα ελαφρό 'κούρεμα', με επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και ίσως μείωση επιτοκίων. Τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου θα παραμείνουν κατά πολύ υψηλότερα των γερμανικών. Πάνω απ" όλα, η αδυναμία υποτίμησης, αλλά και η λιτότητα που πνίγει την Ευρωζώνη, θα διαιωνίσουν το ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του κέντρου. Το πρόβλημα του χρέους θα επανεμφανιστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για αδιέξοδη επιλογή για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Τα πυρά του κ. Καλλωνιάτη όμως στρέφονται κυρίως εναντίον της ίδιας της ιδέας της εξόδου, την οποία θεωρεί καταστροφική. Πριν απαντήσω στις αιτιάσεις του, θα ήθελα να διορθώσω ένα απλό σφάλμα. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ότι αν το "κούρεμα" είναι 50%, αλλά ταυτόχρονα υπάρξει υποτίμηση της νέας δραχμής επίσης κατά 50%, δεν θα προκύψει καμία ελάφρυνση από την έξοδο. Πρόκειται για σύγχυση της αριθμητικής με την οικονομική ανάλυση.

Αν υπάρξει μείωση του δημοσίου χρέους στο μισό, ενόσω ο παραγωγικός ιστός της Ελλάδας παραμένει ο ίδιος, το βάρος του χρέους θα πέσει αυτομάτως στο μισό. Είναι εύκολο να ιδωθεί αυτό από την πλευρά των δανειστών, οι οποίοι φυσικά θα επωμιστούν πραγματική οικονομική ζημία ισοδύναμη του μισού του χρέους. Δεν έχει καμία σημασία αν η ελληνική παραγωγή θα αποτιμάται κατόπιν σε ευρώ, σε νέες δραχμές ή σε ρούβλια. Αν παράλληλα συμβεί υποτίμηση, το πραγματικό βάρος του χρέους θα μειωθεί περισσότερο, καθώς θα βελτιωθεί η δυνατότητα εξαγωγών, και άρα η εξυπηρέτηση του εναπομείναντος χρέους. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όντως το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ εκτινάσσεται όταν γίνει υποτίμηση, για να μειωθεί ταχέως με την επαναδιαπραγμάτευση και την άνοδο των εξαγωγών. Μου επιρρίπτει, λοιπόν, ο κ. Καλλωνιάτης ότι αποκρύπτω τις δυσκολίες επιστροφής στη δραχμή και παραπλανώ τον κόσμο. Προς επίρρωση επιστρατεύει τους εμπειρογνώμονες της Τράπεζας της Ελλάδας, αλλά και τους Baldwin και Wyplosz. Κάπου εκεί θα κρύβεται και ο Eichengreen, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται, αλλά γίνεται χρήση του παιδαριώδους επιχειρήματός του ότι η έξοδος είναι αδύνατη διότι η χώρα έχει πολλά ΑΤΜ.

Δυστυχώς η επίκληση της αυθεντίας δεν αρκεί. Η τεχνική πλευρά της επιστροφής στη δραχμή παραμένει απλό νομισματικό πρόβλημα. Θα χρειαστεί να κλείσουν οι τράπεζες, ας πούμε για μιά βδομάδα, ενώ θα τους δοθεί εντολή να αποτιμούν τα εγχώρια στοιχεία ισολογισμού σε νέες δραχμές. Η αναλογία είναι θέμα πολιτικής επιλογής και μπορεί να διαφέρει για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις. Η ευκολότερη λύση θα ήταν το ένα προς ένα. Όταν θα ανοίξουν ξανά οι τράπεζες, θα υπάρξει παράλληλη κυκλοφορία του ευρώ και της νέας δραχμής. Πολλά προϊόντα θα έχουν δύο τιμές, ενώ σταδιακά θα γίνει αναπροσαρμογή συμβολαίων και άλλων χρηματικών υποχρεώσεων. Πρόκειται για φαινόμενα που έχουν συχνά παρατηρηθεί στη νομισματική ιστορία. Παραπλήσια μορφή τους, αν και απλούστερη λόγω της σταθερής ισοτιμίας της παλαιάς δραχμής προς το ευρώ, γνώρισε και η Ελλάδα όταν υιοθετήθηκε το ευρώ. Εν ολίγοις, θα υπάρξει αναταραχή τιμών, η οποία θα κρατήσει μερικούς μήνες, ώσπου να προσαρμοστεί η οικονομία στο νέο νόμισμα και να εκλείψει το ευρώ από την εγχώρια κυκλοφορία. Προφανώς η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί ως προς το ευρώ. Είναι εξίσου προφανές ότι και η υποτίμηση και η αναταραχή τιμών θα έχουν κόστος. Αλλά δεν υπάρχει καμία λύση της παρούσας κρίσης χωρίς κόστος. Το ζήτημα είναι το κόστος να ελαχιστοποιηθεί, να κατανεμηθεί δίκαια και, το κυριότερο, να αλλάξει την κοινωνική ισορροπία υπέρ της εργασίας. Η έξοδος από την ΟΝΕ είναι παρασάγγας η προσφορότερη επιλογή για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα.

Για να γίνω λίγο πιο συγκεκριμένος, η υποτίμηση θα δημιουργήσει πεδίο κερδοσκοπίας για τους κάτοχους του ευρώ. Θα χρειαστούν, λοιπόν, άμεσος έλεγχος των κεφαλαιακών ροών και συνεχής παρέμβαση στην αγορά συναλλάγματος για να ελεγχθεί η κίνηση της ισοτιμίας και να μην αφεθεί στην τύχη της. Η υποτίμηση θα φέρει επίσης πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με νομισματική πολιτική αλλά και έλεγχο τιμών. Ο πληθωρισμός, από την άλλη, θα ασκήσει πίεση στο λαϊκό εισόδημα και άρα θα χρειαστεί άμεση πολιτική αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Η υποτίμηση, όμως, θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, θα τονώσει τις εξαγωγές και άρα θα προστατεύσει την απασχόληση. Τα επιχειρήματα του κ. Καλλωνιάτη στο συγκεκριμένο δεν πείθουν. Το πιθανότερο είναι ότι μια μικρή και σχετικά ανοιχτή οικονομία, όπως η ελληνική, θα αντιδράσει θετικά στην υποτίμηση. Ο τουρισμός και μόνο είναι περίπου 20% του ελληνικού ΑΕΠ. Να σημειωθεί ότι από τις αρχές του 2010 το ευρώ έχει υποτιμηθεί γύρω στο 15% και ως εκ τούτου οι ελληνικές εξαγωγές εκτός Ευρωζώνης έχουν σημειώσει ουσιαστική ανάκαμψη. Το πιθανότερο είναι ότι θα ανακάμψουν και προς τις χώρες της Ευρωζώνης, αν η νέα δραχμή υποτιμηθεί.

Είναι προφανές ότι όλα αυτά θα πρέπει να συμβούν με δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία επί των τραπεζών αλλά και άλλων μεγάλων τομέων της οικονομίας. Θα δημιουργηθεί έτσι βάση για βιομηχανική πολιτική που θα επιδιώξει την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της ΟΝΕ. Περιττό να ειπωθεί ότι θα χρειαστεί ριζική αναδιάθρωση του κράτους με λαϊκό έλεγχο και δημοκρατικές διαδικασίες. Όσοι θεωρούν ότι αυτές τις προτάσεις συνιστούν διαχείριση του καπιταλισμού δείχνουν πόσο λίγο κατανοούν το περιεχόμενο της κοινωνικής αλλαγής. Δεν είναι περίεργο ότι ακούγονται τέτοιες φωνές, δεδομένου ότι εδώ και δύο δεκαετίες η ελληνική αριστερά αρκείται σε ασκήσεις επί χάρτου, ενώ περισσεύει η επαναστατική κενολογία. Στην πραγματικότητα οι προτάσεις της πρωτοβουλίας προωθούν την αλλαγή ισορροπίας υπέρ της εργασίας και ανοίγουν τον δρόμο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Ξαφνιάζει όμως που ο κ. Καλλωνιάτης, οι απόψεις του οποίου για την ΟΝΕ ουσιαστικά δεν έρχονται σε ρήξη με την επίσημη προσέγγιση, επικαλείται τον επαναστατικό διεθνισμό. Παρουσιάζει δε τις ιδέες της πρωτοβουλίας ως διχαστικές του "διεθνούς εργατικού κινήματος". Εθελοτυφλεί, δηλαδή, ως προς τον πραγματικό χαρακτήρα της ΟΝΕ, όπως αυτός φάνηκε στην πορεία της κρίσης. Ούτε τη συναδέλφωση των εργαζομένων ευνοεί, ούτε αποτελεί διευρυμένο πεδίο πάλης. Είναι ένα εκμεταλλευτικό κατασκεύασμα που βάθυνε τον διαχωρισμό κέντρου-περιφέρειας στην Ευρώπη και ήδη μεταλλάσσεται προς ακόμη πιο αντιδραστική κατεύθυνση.

Οι ιδέες της πρωτοβουλίας προωθούν ριζοσπαστική κοινωνική τομή. Είναι βαθιά διεθνιστικές διότι πηγάζουν από τις ιστορικότερες παραδόσεις του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος. Αν οι Έλληνες εργαζόμενοι  κάνουν το πρώτο βήμα σπάζοντας τη μέγγενη της ΟΝΕ, θα ανοίξουν τον δρόμο και για τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει η αριστερά να μη φοβάται το διεθνές κεφάλαιο, να εμπιστεύεται τον εαυτό της και να έχει σοσιαλιστικό όραμα. Ας ελπίσουμε ότι η παρούσα συζήτηση θα συμβάλει σε μια τέτοια εξέλιξη.