Ποιες είναι οι εταιρείες αξιολόγησης και γιατί δεν δικαιούνται δια να ομιλούν

 

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Πηγή: www.diplomatia.gr

 

Πριν από λίγες ημέρες οι εταιρείες αξιολόγησης Standard & Poor' s (S&P) και Fitch βύθισαν την Ελλάδα ακόμη μια φορά στην ανυποληψία, υποβαθμίζοντας την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, ενώ τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έκαναν λόγο για το ενδεχόμενο πτώχευσης. Οι εταιρείες αξιολόγησης έχουν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη στα χέρια τους και μπορούν να επηρεάσουν την παγκόσμια αγορά. Κατά πόσο όμως η δράση των εν λόγω εταιρειών του δίνει το δικαίωμα «δια να ομιλούν».

Το περιοδικό TIME δημοσίευσε μία λίστα με τους 25 υπεύθυνους για την οικονομική κρίση. Ανάμεσα στους υπαίτιους οι Μπιλ Κλίντον και Τζορτζ Μπους, ο πρώην διοικητής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας Άλλαν Γκρίνσπαν αλλά και η Κάθλιν Κόρμπετ, επικεφαλής της εταιρείας αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας, Standard & Poor's ή S&P.

Η S&P, θυγατρική της McGrawHill, μαζί με την FitchRatings, θυγατρική της Fimalac και την Moody's Investors Service, είναι οι «3 μεγάλες» καθώς ελέγχουν τουλάχιστον το 85% της αγοράς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.

 

 

Τι ακριβώς συμβαίνει όταν υποβαθμίζεται μια χώρα;

Η υποβάθμιση των κρατικών ομολόγων συνεπάγεται αυτόματα μια άνοδο του επιτοκίου που πρέπει να πληρώνει το κράτος για να συγκεντρώσει τα ποσά που χρειάζεται και να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες. Αυτό οδηγεί σε αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερα δημόσια έσοδα να κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους.

Συγκεκριμένα στη χώρα μας, με κάθε 1 μονάδα που αυξάνεται η διαφορά των επιτοκίων μεταξύ των γερμανικών και των ελληνικών ομολόγων (spread) τα δημόσια ταμεία επιβαρύνονται με το ποσό των 900 εκατ. ευρώ.

Πόσο αξιόπιστες είναι οι εταιρείες αξιολόγησης;

Έντονες αντιδράσεις προέκυψαν, όταν οι «3 μεγάλες» επωμίστηκαν τις ευθύνες για την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε από τα υποβαθμισμένα στεγαστικά δάνεια στην αμερικανική κτηματική αγορά.

Άλλωστε, οι τρεις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ήταν αυτές που σε πολλές περιπτώσεις έδωσαν την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία στα τιτλοποιημένα δάνεια που κυκλοφορούσαν από τράπεζα σε τράπεζα ως ενέχυρο, τα οποία στη συνέχεια, όταν η φούσκα έσκασε, αναγνωρίστηκαν ως «τοξικά».

Αποτέλεσμα των αξιολογήσεων τους είναι σήμερα στην αμερικανική αγορά να υπάρχει κατακλυσμός μηνύσεων από συνταξιοδοτικά ταμεία που εμπιστεύτηκαν τις εν λόγω εταιρείες και ζημιώθηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Ο γενικός εισαγγελέας του Οχάιο, λόγω του ότι το συνταξιοδοτικό ταμείο της αμερικανικής Πολιτείας έχασε 500 εκατ. δολ. ακολουθώντας τις οδηγίες των «3 μεγάλων» τους άσκησε δίωξη κατηγορώντας τις πως «προκάλεσαν καταστροφή στις αμερικανικές αγορές παρέχοντας αδικαιολόγητες και υψηλές αξιολογήσεις για τα ομόλογα που καλύπτονταν από στεγαστικά δάνεια με αντάλλαγμα επικερδέστατες χρεώσεις στους εκδότες των ομολόγων».

Το κατηγορητήριο αναφέρει ακόμη ότι «οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη χειρότερη οικονομική κρίση που προκλήθηκε στο Οχάιο μετά τη μεγάλη ύφεση του 1930. Οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας διαβεβαίωσαν τα συνταξιοδοτικά ταμεία των υπαλλήλων μας ότι πολλά απ' αυτά τα ομόλογα διέθεταν την υψηλότερη αξιολόγηση και τον χαμηλότερο κίνδυνο. Ωστόσο πούλησαν την επαγγελματική τους αντικειμενικότητα και ακεραιότητα στον μεγαλύτερο πλειοδότη».

Μία ακόμη δικαστική προσφυγή εναντίον των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας προέρχεται από το Calpers, το συνταξιοδοτικό ταμείο των δημοσίων υπαλλήλων της Καλιφόρνιας, που καλύπτει 1,6 εκ. εργαζόμενους.

Το συγκεκριμένο ταμείο, με ενεργητικό 180 δισ. δολ., ζημιώθηκε στο τέλος του 2008 πάνω από 1 δισ. δολ, γιατί απλά ακολούθησε τις συμβουλές της Moody's το 2006 και επένδυσε σε 3 συγκεκριμένα δομημένα ομόλογα που κατέρρευσαν τη διετία 2007 - 2008.

Στο κατηγορητήριο επισυνάπτεται εσωτερική ηλεκτρονική αλληλογραφία υπαλλήλων της εταιρείας αξιολόγησης στο οποίο αναφέρεται ότι «από τους βαθμούς που δίνουν δεν αξίζουν ούτε οι μισοί».

Σε άλλο μήνυμα υπάλληλος της εταιρείας αναφέρει «ας ελπίσουμε όλοι να είμαστε πλούσιοι και συνταξιοδοτημένοι όταν θα καταρρεύσει αυτός ο πύργος από τραπουλόχαρτα».

Δικαστικές προσφυγές εναντίον των εταιρειών αξιολόγησης είναι σε εξέλιξη επίσης από το συνταξιοδοτικό ταμείο των εργαζομένων στην Ινδιάνα, από τον γενικό εισαγγελέα του Κονέκτικατ κ.ά.

Σημειώνεται ότι οι εταιρείες αξιολόγησης πληρώνονται από αυτούς που εξέδιδαν τα ομόλογα. Επιπλέον, υπήρξε επέκταση των δραστηριοτήτων τους ακόμη και στη δημιουργία επενδυτικών προϊόντων, τα οποία οι ίδιες βαθμολογούσαν, όπως ο καθένας μπορεί να φανταστεί, με την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία. Τα παραπάνω αποτελούν δύο δεδομένα που συνιστούν θεμελιακή σύγκρουση συμφέροντος και άρα υπήρχε λόγος παραπλάνησης των επενδυτών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι οι τρεις εταιρείες ακόμη και μια μέρα πριν από την κατάρρευση της Lehman Brothers, στις 13 Σεπτεμβρίου 2008, τη βαθμολογούσαν με «Α», «Α2» και «Α+».

Το ίδιο έπρατταν οι «αυστηροί κριτές» Standard & Poor's, Fitch και Moody's απέναντι σε όλους τους κολοσσιαίους χρηματοπιστωτικούς ομίλους που βρέθηκαν πέρυσι στη δίνη του κυκλώνα και οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία: AIG, Bear Sterns, Merrill Lynch.

Στις 15 Ιουλίου του 2009, σε ρεπορτάζ των «New York Times» για τα δομημένα ομόλογα που είχαν στα χέρια τους οι συνταξιούχοι της Καλιφόρνια αναφέρεται ότι «Το αντίτιμο που λάβαιναν οι εταιρείες αξιολόγησης για να συμβάλουν στη δημιουργία αυτών των επενδυτικών προϊόντων κυμαίνονταν από 300.000 μέχρι 500.000 δολ. και έφθαναν μέχρι το 1 εκατ. δολ. για κάθε συμφωνία».

Αρκετά σκωπτικό και το ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού «DerSpiegel» στις 5 Ιουνίου: «Οι "3 μεγάλες" μπορούν να παρομοιαστούν με γεροντοφρικιά μέσα σε μια ομάδα δασκάλων που παίρνουν το τσιγαριλίκι τους από τους μαθητές τους και όταν φθάνει η κατάσταση ευφορίας τους ανταμείβουν με την καλύτερη βαθμολογία».

Αρκετά σκωπτικό και το ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού «DerSpiegel» στις 5 Ιουνίου: «Οι "3 μεγάλες" μπορούν να παρομοιαστούν με γεροντοφρικιά μέσα σε μια ομάδα δασκάλων που παίρνουν το τσιγαριλίκι τους από τους μαθητές τους και όταν φθάνει η κατάσταση ευφορίας τους ανταμείβουν με την καλύτερη βαθμολογία».

«Είναι σαν ένα εστιατόριο να πληρώνει τον κριτικό για να αξιολογήσει τα πιάτα του μόνο αν η ετυμηγορία του αποδεικνύεται ιδιαίτερα ευνοϊκή», έγραφαν οι «New York Times» στις 9 Δεκεμβρίου.

Ένα χρόνο πριν, το φθινόπωρο του 2008, οι «τρεις μεγάλοι» της αξιολόγησης βρίσκονταν σε «διαπραγματεύσεις» με το αμερικανικό δημόσιο και τις υπό πτώχευση εταιρείες, για τους ρυθμούς που θα ακολουθήσει η υποβάθμιση των ομολόγων των υπό πτώχευση εταιρειών ώστε να μπορέσουν να ελεγχθούν οι αρνητικές συνέπειες στην αγορά.

Βεβαρημένο παρελθόν

Η πρώτη φορά που οι εταιρείες αξιολόγησης εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα ήταν το 2002, όταν κατέρρευσε ο αμερικανικός ενεργειακός κολοσσός της Enron.

Η πτώση του ενεργειακού κολοσσού είχε εκθέσει πέρα από τις 3 εταιρείες αξιολόγησης και τις λογιστικοελεγκτικές εταιρείες που επί χρόνια έβρισκαν τα λογιστικά βιβλία και τον ισολογισμό της Enron αψεγάδιαστα.

Πολλοί ήταν τότε οι πιστωτές που κατέφυγαν στη Δικαιοσύνη, όμως το ομοσπονδιακό δικαστήριο δέχτηκε ότι οι εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξαπατήθηκαν από την Enron και αναγνώρισε σε αυτές το ελαφρυντικό του συμβουλευτικού τους χαρακτήρα, όπως στον Τύπο.

Κινήσεις για έλεγχο αλλά και επιφυλάξεις

Σήμερα, η αμερικανική κυβέρνηση δείχνει έτοιμη να λάβει αυστηρά μέτρα που θα συμπεριλαμβάνονται στο πακέτο των προτάσεων ρύθμισης της χρηματοπιστωτικής αγοράς, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Ε.Ε, όπου το Μάιο αποφάσισε την εισαγωγή αυστηρότερων κριτηρίων για τη λειτουργία των εταιρειών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας στο έδαφος των 27 κρατών μελών της Ε.Ε.

Οι υπόλογοι (Standard & Poor's, Fitch και Moody's) συναινούν στην ανάγκη αλλαγής του ρυθμιστικού πλαισίου, αναγνωρίζοντας τις ευθύνες τους.

Ωστόσο οι επιφυλάξεις παραμένουν, πόσο μάλλον όταν ακόμη και σήμερα η εταιρεία BerkshireHethaway του Μίδα Ουόρεν Μπάφετ, εξαγόρασε το 19% της Moody's. Και ένας Μίδας τι άλλο μπορεί να έχει στο μυαλό του πέρα από νέα κέρδη.