Η είδηση μιας χρεοκοπίας |
Ημερομηνία δημοσίευσης 20 Μαΐου 2010 |
Πάσχος Μανδραβέλης |
Για την κατάντια της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, την διαπλοκή ΜΜΕ και κυβέρνησης και ...άλλα πολλά. |
|
Πώς τα ελληνικά ΜΜΕ έχασαν το μεγαλύτερο νέο της Μεταπολίτευσης, την χρεοκοπία της χώρας. Όλες οι προειδοποιήσεις περνούσαν στα ψιλά. Χειρότερα: χλευάζονταν. Ως νεοφιλελεύθεροι από τα αριστερά και ως πράσινα παπαγαλάκια από τα δεξιά. Θυμάστε πόσο ωραία ήταν τα πράγματα πριν ακριβώς έναν χρόνο; Η, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στις εφημερίδες και στα δελτία των οκτώ. Εντάξει! Υπήρχαν σκάνδαλα. Για πρώτη φορά τέλειωσε απροειδοποίητα μια σύνοδος της Βουλής και το χαρτί θυροκολλήθηκε κυριολεκτικά νύχτα. «Νόμιμο πραξικόπημα» το χαρακτήρισε η εφημερίδα «Έθνος», «Λούφα και παραγραφή» χαριτολόγησε η «Ελευθεροτυπία», «Η ΝΔ ξεπλένει καλύτερα» χλεύασε το «Θέμα». Οι πιο σοβαρές είχαν στην πρώτη τους σελίδα πιο θεωρητική προσέγγιση στο θέμα της εβδομάδας. «Κόμματα, όμηροι σκανδάλων» έγραφε στον πρώτο της τίτλο η «Καθημερινή». «Σύγκρουση χωρίς όρια», έλεγε «Το Βήμα». Υπήρχαν κι άλλες προσεγγίσεις στην επικαιρότητα, όπως της «Αυριανής» που προεξοφλούσε: «Χάνει το παιγνίδι ο Γιώργος». Ή της «InPress» -μίας από τις πολλές άγνωστες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια-, η οποία μας πληροφορούσε «Ακούραστος ο Καραμανλής τον τελευταίο καιρό». Μπορεί να μοιάζει ότι πέρασαν χρόνια, αλλά αυτοί οι τίτλοι βρίσκονταν στο περίπτερο ακριβώς πριν έναν χρόνο, στις 10 Μαΐου του 2009. Πώς φτάσαμε λοιπόν σε 365 μέρες στη χρεοκοπία; Και, κυρίως, γιατί φτάσαμε τόσο ανέμελοι; Και για να το πούμε πιο συντεχνιακά: πώς κατάφεραν τα ελληνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης να χάσουν τη μεγαλύτερη είδηση της Μεταπολίτευσης; Γιατί δεν προειδοποιήσαμε την κοινωνία για τα επερχόμενα δεινά; Παρά τα θρυλούμενα περί τριακονταετούς σπατάλης και τέλους της Μεταπολίτευσης -τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είναι χρήσιμα κι αληθινά-, η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και το 1986 και το 1990 και το 1994. Παρ' όλα αυτά, την τελευταία στιγμή το γλιτώναμε. Δεν διορθώναμε τις διαρθρωτικές αδυναμίες του συστήματος, δεν κάναμε όσες αλλαγές έπρεπε και όσες βαθιές τομές χρειαζόμασταν, αλλά κάναμε ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα, παίρναμε μια ανάσα και συνεχίζαμε. Αυτήν τη φορά όμως οδηγηθήκαμε στο Διεθνές Ταμείο. Κι όμως, τα σημάδια υπήρχαν και κάποιοι προειδοποιούσαν. Στις 18/12/2008, ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης απηύθυνε από το βήμα της Βουλής μια δραματική προειδοποίηση: «Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ONE και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Θεωρούν ότι η τωρινή πολιτική ηγεσία της χώρας, που στηρίχτηκε στην E.E. σε όλες τις σημαντικές επιδιώξεις της, την απογραφή, την αναθεώρηση του AEΠ, τη γρήγορη έξοδο από την επιτήρηση, εκμεταλλεύτηκε αυτήν τη συμπαράσταση για να μην τηρήσει τις δεσμεύσεις. Απλώς, τους κορόιδεψε. H Ελλάδα πιστεύουν ότι καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Επιτροπής». Αυτά ειπώθηκαν, να το υπογραμμίσουμε, στις 18 Δεκεμβρίου του 2008. Αλλά... Tην προειδοποίηση αυτή δημοσίευσε μόνο μια εφημερίδα στις μέσα σελίδες, ενώ τα κανάλια ασχολήθηκαν για αρκετή ώρα με το γεγονός ότι ο κ. Σημίτης δεν ανέφερε στην ομιλία του ούτε μία φορά το όνομα... ΠΑΣΟΚ. Ως πολιτικό θέμα καταγράφτηκε η ψυχρή σχέση του πρώην πρωθυπουργού με το κόμμα του, το τι δεν είπε και όχι το τι είπε. Δύο μέρες μετά ο πρώην υπουργός Οικονομικών, κ. Αλέκος Παπαδόπουλος, έλεγε στη Βουλή: «Το θέμα δεν είναι αν θα μπούμε σε διαδικασία διεθνούς οικονομικού ελέγχου. Επειδή δεν διαβλέπω αυτήν τη στιγμή, σε μία χώρα η οποία είναι ξεστρατισμένη με την έννοια της απορρύθμισης και σε μια χώρα αποσταθεροποιημένη, ότι μπορεί να αντιμετωπίσει άνετα το πρόβλημα της σταθεροποίησης της οικονομίας της και των άλλων θεσμικών παραμέτρων, εγώ θα έλεγα μήπως, στην κατάσταση που είμαστε, εμείς να επιζητήσουμε έναν διεθνή οικονομικό έλεγχο, αναλαμβάνοντας ως πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πνευματική ελίτ της χώρας να γίνει από άλλους εκείνο το οποίο έχουμε εμείς ως μέγα χρέος. Αυτό είναι ένας βαθύς προβληματισμός διότι, κύριοι, η κρίση είναι προ των πυλών. Ο Αννίβας είναι ante portas και έχει σημασία να σωθεί η πόλη, η Ρώμη και όχι οι Καίσαρες ούτε οι Συγκλητικοί». (Βουλή, 20 Δεκεμβρίου 2008). Το βράδυ τα κανάλια δεν είπαν τίποτε -ένας πρώην υπουργός ζητά διεθνή οικονομικό έλεγχο!- και οι εφημερίδες δεν έγραψαν λέξη. Τρίτο παράδειγμα: στις 26 Απριλίου του 2008 ο κ. Στέφανος Μάνος έγραφε στην «Καθημερινή»: «Από την έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος πρόσεξα ορισμένα πράγματα. Το δημόσιο χρέος στις 31/12/2003 ήταν 168 δισεκατομμύρια ευρώ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 31/12/2007, έφθασε τα 216 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε τέσσερα χρόνια προστέθηκαν χρέη 48 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τι είναι 48 δισεκατομμύρια ευρώ; Το 2007, το κράτος εισέπραξε από άμεσους και έμμεσους φόρους 48 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αύξηση του δημόσιου χρέους τα τελευταία 4 χρόνια είναι ίση με το σύνολο των φορολογικών εσόδων του 2007». Ούτε τότε ανησύχησε κανείς. Σε τέσσερα χρόνια (πριν καν αρχίσει το δημοσιονομικό ξεσάλωμα της διετίας 2008-2009) σωρεύσαμε χρέος όσο ήταν τα έσοδα του κράτους ολόκληρο το 2007! Όλες οι προειδοποιήσεις περνούσαν στα ψιλά. Χειρότερα: χλευάζονταν. Ως νεοφιλελεύθεροι από τα αριστερά και ως πράσινα παπαγαλάκια από τα δεξιά. Ακόμη και οι προειδοποιήσεις των διεθνών οργανισμών δεν θορυβούσαν κανέναν. Στις 6 Αυγούστου του 2009, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εξέδωσε μια αναφορά κόλαφο για την Ελλάδα. Μας έλεγε ότι η χώρα έχει κατ' ουσία χρεοκοπήσει, ότι όλοι οι δείκτες δείχνουν πως μπαίνουμε σε βαθιά ύφεση, ότι θα χρειαστούν δραστικά μέτρα για να αποφύγουμε τα χειρότερα. Το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων μετέδωσε την είδηση ξερά: «Διαπιστώσεις και συστάσεις για την ελληνική οικονομία από το ΔΝΤ». Αυτό το τηλεγράφημα έγινε ρουλεμάν. Αναπαρήχθη ως είχε σε όλο τον επαρχιακό Τύπο, αλλά και στη συντριπτική πλειονότητα του πανελλαδικού-αθηναϊκού Τύπου. Για τον ελληνικό Τύπο (πόσο δε μάλλον για τα κανάλια) ήταν ένα θέμα που δεν χρειαζόταν καν να αναφερθεί στην πρώτη σελίδα. Και δεν αναφέρθηκε -πλην της «Ελευθεροτυπίας»- που είχε τον τίτλο «Δύο χρόνια στο τούνελ». Γι' αυτή την κατάσταση ευτυχώς βρέθηκε ένα μπλογκ ονόματι «ΟΞΥ» που πήρε και συνέκρινε το αρχικό τηλεγράφημα του ΑΠΕ με τα δημοσιεύματα όλων των αθηναϊκών εφημερίδων (http://esp0ir.wordpress.com/2009/08/10/sugkriseis/). Η ομοιότητα είναι εκπληκτική. Όλες οι επαρχιακές εφημερίδες έκαναν copy-paste το δημοσίευμα, και οι αθηναϊκές απλώς έπαιξαν κι άλλαξαν λίγο τον πρόλογο. Η χώρα ζούσε μέχρι πριν τις εκλογές του 2009 σε μια εικονική πραγματικότητα. Ο κ. Κώστας Καραμανλής ήταν «το ισχυρό χαρτί της παράταξης» και ο «καταλληλότερος πρωθυπουργός της χώρας», ο άνθρωπος που (όπως γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 2009) «ήταν ικανός να πάρει εκείνες τις πρωτοβουλίες ώστε να αντιστρέψει το πολιτικό κλίμα». Και προφανώς να κερδίσει τις εκλογές. Μέχρι που φτάσαμε εντελώς ανυποψίαστοι εδώ: «Η ώρα του ΔΝΤ» και «Ellines κalo kouragio». Και δεν φτάσαμε μόνο εδώ. Το καλοκαίρι του 2007 διαπιστώσαμε ότι έχει διαλυθεί η Πυροσβεστική και κάηκε η μισή Πελοπόννησος. Τον Δεκέμβριο του 2008 είδαμε την αδυναμία του κράτους να κρατήσει την τάξη και κάηκε το κέντρο της Αθήνας. Πώς φτάσαμε ανυποψίαστοι σ' αυτή την πολλαπλή κρίση; Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή η εικονική πραγματικότητα δημιουργήθηκε από αυτό που ονομάστηκε «σύστημα Ρουσόπουλου». Αν ψάξει κανείς το Google, θα βρει 7.520 αναφορές αλλά τίποτε τεκμηριωμένο. Υπάρχουν οι αναφορές του προέδρου του ΛA.Ο.Σ. στη Βουλή: «Ακούστε, λοιπόν, το σύστημα Ρουσόπουλου. Κι εδώ έχω τα επίσημα έγγραφα που μου έστειλε το υπουργείο για τη διαφημιστική δαπάνη, τα λεφτά του Έλληνα πολίτη, του φορολογουμένου. Ακούστε πώς τα διαχειρίστηκε το σύστημα Ρουσόπουλου... Στον Τράγκα έδωσε 454.000 ευρώ. Με ποια κυκλοφορία; Δεν ντρέπεστε; Σε ανύπαρκτη εφημερίδα, στη "ΧΩΡΑ" των 500 φύλλων, δώσατε 454.000 ευρώ μόνο για το 2007; Γιατί;». Υπάρχει μια προσωπική μαρτυρία του κ. Γιώργου Κύρτσου στην εφημερίδα «Free Sunday» (26/10/2008) με πολλές καταγγελίες για γεγονότα ή «γεγονότα» οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ αφορμή για μια ενδελεχή έρευνα. «Από την άνοιξη του 2007 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2007 ο Alpha έζησε απίθανες στιγμές ρουσοπουλικής κατάπτωσης. Τον διηύθυναν αυτοί που σήμερα χαρακτηρίζει ο πρόεδρος του ΛA.Ο.Σ. κ. Καρατζαφέρης "εξαπτέρυγα του Ρουσόπουλου", ενώ το παιχνίδι ήταν 100% στημένο από το Μαξίμου. Σχολιαστές προσποιούνταν με λάθος τρόπο τους υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ, η επιλογή των ειδήσεων γινόταν με βασικό κριτήριο να μην ενοχληθεί ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και οι μόνες επιθέσεις που δεχόταν η κυβέρνηση είχαν σχέση με την "τιμωρία" υπουργών, βουλευτών και στελεχών που ενοχλούσαν τον κ. Ρουσόπουλο». Και υπάρχουν άλλα διάσπαρτα κομμάτια, ψηφίδες οι οποίες διαμορφώνουν μια αδρή εικόνα ενός συστήματος χειραγώγησης της ενημέρωσης, αλλά λόγω της απουσίας ερευνητικής δημοσιογραφίας πολλά βρίσκονται στη σφαίρα του μύθου. Άλλα είναι μισές αλήθειες, άλλα είναι ολόκληρες αλήθειες και για αλλά υπήρχαν διαφορετικά κίνητρα, π.χ. στην «Καθημερινή» στις 26/10/2008 διαβάζουμε τα εξής: «Το "σύστημα Ρουσόπουλου" απέκτησε συν τω χρόνω σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Σε αυτό βέβαια βοήθησε και ο κ. Ρουσόπουλος, ο οποίος, λόγω του ιδιαίτερα κλειστού χαρακτήρα του, πληροφορούσε μόνο ένα πολύ περιορισμένο κύκλο συγκεκριμένων δημοσιογράφων που γνώριζε από παλιά. Με αυτή την τακτική, η ευθύνη διάδοσης της πληροφορίας (που τα τελευταία χρόνια επικράτησε να περιγράφεται με τη μάλλον χυδαία φράση "ρουλεμάν") μετακυλιόταν από τον κ. Ρουσόπουλο και τους συνεργάτες του στο Μαξίμου στους εκλεκτούς δημοσιογράφους του επονομαζόμενου "συστήματος"». Άλλα είναι απλώς αλήθειες. Υπήρχε, για παράδειγμα, μια εποχή που η εικόνα του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργού ήταν πλήρως απαξιωμένη. Όχι εξαιτίας των πολιτικών του θέσεων -έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα σπανίως συζητάμε πολιτικά, αλλά πάντα συζητάμε τα κουτσομπολιά της πολιτικής- αλλά διά διάφορων ψιθύρων. Αυτοί κυκλοφορούσαν πρώτα στα τραπέζια της πλατείας Κολωνακίου (που, ως γνωστόν, είναι ο μόνος χώρος όπου γίνεται το περίφημο πολιτικό ρεπορτάζ), περνούσαν στις παραπολιτικές στήλες ακόμη και σοβαρών εφημερίδων, ανακυκλώνονταν δε τόσο πολύ, που μετά ήταν αυταπόδεικτες αλήθειες. Κάποιοι απ' αυτούς τους ψιθύρους δεν γίνονταν πιστευτοί, επειδή δεν ταίριαζαν στην εικόνα του κ. Παπανδρέου (για παράδειγμα, επί μακρόν κυκλοφορούσαν ψίθυροι για εξωσυζυγικές σχέσεις του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης), αλλά κάποιοι γίνονταν ευκολότερα πιστευτοί επειδή υπήρχε μια προηγούμενη εμπειρία για να στηρίξει την αληθοφάνειά τους. Π.χ., μετά το ατύχημα που είχε με το ποδήλατο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κυκλοφόρησαν απίστευτοι «δράκοι» (όπως λέγονται οι ψευδείς ειδήσεις στη δημοσιογραφική αργκό) όπως, π.χ., ότι ο κ. Παπανδρέου κινδύνευσε να πνιγεί κολυμπώντας και τον έσωσε ένας ψαράς, ή το δάγκωμα από έναν σκύλο στην Ρόδο και άλλα πολλά. Κυρίως όμως ήταν ψήγματα αναληθών πληροφοριών, από εκείνα που κανείς τρίτος δεν μπαίνει στον κόπο να ψάξει και τελικά γίνονταν «ρουλεμάν» μέχρι να καταλήξουν σκληρές αλήθειες. Δεν θα αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα, διότι δεν θέλω να αδικήσω κάποιον, επειδή δεν μπορώ να γνωρίζω πόσα από αυτά ήταν σκόπιμες διαβολές και πόσα οφείλονται στην ευκολία με την οποία αναπαράγονται οι ψίθυροι στο αποκαλούμενο «πολιτικό ρεπορτάζ». Γεγονός, πάντως, είναι ότι υπήρξε μια εποχή που αυτή η θύελλα ψιθύρων κυριαρχούσε στα τραπέζια πολιτικών δημοσιογράφων και μετά γινόταν δηλητηριώδη υπονοούμενα στα παράθυρα των τηλεοράσεων ή στα παραπολιτικά ακόμη και σοβαρών εφημερίδων. Ο Γιώργος Κύρτσος αποδίδει αυτούς τους ψιθύρους στο «σύστημα Ρουσόπουλου». Γράφει σχετικά: «Η "μέθοδος Ρουσόπουλου" ήταν απλή και τελειοποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Διαπλεκόμενες συμμαχίες στα ΜΜΕ, αποφυγή της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης για προφανείς λόγους, μείωση του "αντιπάλου" με τη βοήθεια ακριβοπληρωμένων ψιθυριστών ή/και επικοινωνιακή "εξαφάνισή" του. Το παιχνίδι ήταν πάντα στημένο, με διαπλεκόμενη επιρροή ή δημόσιο χρήμα και με όρους που θυμίζουν τα ΜΜΕ στη Ρωσία των ολιγαρχών, χωρίς φυσικά τις δολοφονίες δημοσιογράφων». Φυσικά, όλα αυτά δεν αποτελούν αποδείξεις ότι υπήρξε ένα «σύστημα Ρουσόπουλου», όπως δεν μπορεί να αποδειχθεί στις ΗΠΑ (όπου υπάρχει παράδοση ερευνητικής δημοσιογραφίας) ότι υπήρξε ένα «σύστημα Karl Rove». Κι εκεί υπάρχει απλώς μεγαλύτερος αριθμός ψηφίδων για χρησιμοποίηση ψιθύρων για την αμαύρωση των πολιτικών αντιπάλων. Για παράδειγμα, στις προκριματικές εκλογές του 2000, όταν για πρώτη φορά ήταν υποψήφιος ο ρεπουμπλικάνος Τζον Μακέιν, έγινε μια περίεργη δημοσκόπηση στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, ένα ερώτημα της οποίας ήταν «Θα ψηφίζατε τον Τζον Μακέιν, αν ξέρατε ότι είναι πατέρας ενός νόθου μαύρου παιδιού;». Στο ερώτημα κάθε λέξη ήταν ακριβής: ο Τζον Μακέιν ήταν πατέρας ενός μαύρου παιδιού. Ολόκληρη, όμως, η αλήθεια ήταν ότι είχε υιοθετήσει ένα νόθο (μαύρο) κοριτσάκι από ένα ορφανοτροφείο του Μπαγκλαντές. Αυτός όμως ο ψίθυρος απλώθηκε και μεταλλάχτηκε μέσω του διαδικτύου τόσο πολύ, που ένας καθηγητής πανεπιστημίου έστειλε ανοιχτή επιστολή στους «συμπατριώτες του Νοτιοκαρολινέζους» να καταψηφίσουν έναν πολιτικό που μεγαλώνει παιδί εκτός γάμου. Κι αυτοί τον καταψήφισαν και ο Μπους έγινε Πρόεδρος. Όμως... Δεν υπάρχει σύστημα χειραγώγησης των ΜΜΕ ικανό να κρύψει μια τόσο μεγάλη είδηση όπως είναι η χρεοκοπία μιας χώρας, αν το σύστημα ενημέρωσης μιας χώρας δεν είναι επιρρεπές στη χειραγώγηση. Τι θέλω να πω μ' αυτό: Το σύστημα των μέσων ενημέρωσης στη χώρα είναι κρατικοδίαιτο και συνεπώς επιρρεπές στη χειραγώγηση. Απλώς, επί των ημερών της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας αυτή η πρακτική οδηγήθηκε στα άκρα. Κάθε κυβέρνηση έκανε χάρες στα ΜΜΕ και τα ΜΜΕ ανταπέδιδαν, αλλά την περίοδο 2004-2009 αυτή η άρρωστη σχέση διογκώθηκε υπερβολικά. Δυστυχώς, κανείς δεν μελέτησε αυτήν τη σχέση για να ψάξει τα ακριβή στοιχεία, αλλά είδαμε αυτή την πενταετία την κρατική διαφήμιση να αυξάνει πάνω από 100%. Από τα 42 εκατ. ευρώ το 2003 έφτασε τα 85 το 2008. Για 42 εκατομμύρια επιπλέον πολλοί μιντιάρχες θα έκαναν πολλές χάρες. Φυσικά, η κατανομή αυτής της διαφήμισης ήταν σκάνδαλο, που ενισχύει την υποψία ότι η επιπλέον διαφημιστική δαπάνη του κράτους χρησιμοποιήθηκε προς όφελος κυβερνητικών επιδιώξεων. Για παράδειγμα, η εφημερίδα «Χώρα της Κυριακής» το 2003 είχε πάρει 404.000 ευρώ και το 2007 έφτασε τα 2.668.000 ευρώ. Το τέλος των τηλεοπτικών καναλιών προς το Δημόσιο μειώθηκε από 2% του τζίρου τους σε 0,5%. Οι προσλήψεις δημοσιογράφων σε κρατικούς φορείς την ίδια περίοδο αποκρύφτηκαν -λόγω της θεωρίας ότι η πρόσληψη στο Δημόσιο είναι προσωπικό δεδομένο- αλλά όλα δείχνουν ότι εκτινάχθηκαν. Μόνο στο αγροτικό κανάλι, που δεν ξέραμε ότι υπήρχε, μάθαμε κατόπιν εορτής ότι είχαν προσληφθεί 56 δημοσιογράφοι. Για να μην αδικήσουμε, ούτε να υπερτιμήσουμε αυτό που ονομάστηκε «σύστημα Ρουσόπουλου», πρέπει να πούμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που τα ελληνικά ΜΜΕ δημιουργούν συνθήκες εικονικής πραγματικότητας και οι εικονικές πραγματικότητες που δημιουργούν τα ΜΜΕ δεν αφορούν μόνο την πολιτική. Δεν υπήρχε κανένα σύστημα Ρουσόπουλου στη δεκαετία του 1990 όταν οι Έλληνες νόμιζαν ότι οι Αλβανοί σφάζουν τους Σέρβους στη Βοσνία. Ούτε η εξάρτηση των ΜΜΕ από το κράτος και την εκάστοτε κυβέρνηση μπορούν να εξηγήσουν το γεγονός ότι το 2003 επί 22 ημέρες νομίζαμε ότι οι Ιρακινοί κερδίζουν τον πόλεμο με τους πανίσχυρους Αμερικανούς, και ότι η Βαγδάτη θα γίνει Στάλινγκραντ. Υπάρχουν δομικές αδυναμίες στη λειτουργία των ΜΜΕ στην Ελλάδα, μία από τις οποίες είναι η διάχυτη αντίληψη ότι δουλειά των δημοσιογράφων δεν είναι να ενημερώνουν τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουν. Υπάρχουν δομικές αδυναμίες σε επιχειρηματικό επίπεδο, οι οποίες αφενός ευνοούν την εξάρτηση από τον κρατικό κορβανά, και αφετέρου δεν επιτρέπουν στους δημοσιογράφους να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Υπάρχει έπειτα μια τάση των Ελλήνων δημοσιογράφων να ασχολούνται με την πολιτική, αλλά στην ουσία να αναπαράγουν την παραπολιτική. Σπανίως αναλύονται πολιτικές θέσεις και απόψεις, σπανίως ασχολούμαστε με ιδεολογικές συγκρούσεις. Όλα μεταφράζονται σε πολιτικό κουτσομπολιό, σε «κόντρες», «εντάσεις», «αιχμές», «συνωμοσίες». Ένα παράδειγμα: Την Κυριακή 27 Ιουλίου 2008 ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γιώργος Αλογοσκούφης έδωσε μια συνέντευξη στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία». Σ' αυτήν είπε αλήθειες και ψέματα. Η αλήθεια είναι ότι η οικονομία μας πάει από το κακό στο χειρότερο. Η ανταγωνιστικότητα κατρακυλάει, τα ελλείμματα διογκώνονται, οι οικονομικοί δείκτες στο σύνολό τους προοιωνίζονται τα χειρότερα. Τα ψέματα ήταν ότι η ελληνική οικονομία βγαίνει λιγότερο τραυματισμένη από τη διεθνή κρίση επειδή έγιναν οι μεταρρυθμίσεις (η αλήθεια εδώ είναι ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη των «15» -και οσονούπω των «25»- επειδή ακριβώς σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής ευφορίας δεν έγιναν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις). Κι όμως ουδείς ασχολήθηκε ούτε με τις δύσκολες αλήθειες ούτε με τα τραγικά ψέματα του κ. Αλογοσκούφη. Το πολιτικο-δημοσιογραφικό σκηνικό συνταράχτηκε από μια δευτερεύουσα πρόταση σε μια δευτερεύουσα ερώτηση προς τον κ. Αλογοσκούφη. Έγιναν ερωτήσεις στο «πρες-ρουμ» και βαθυστόχαστες αναλύσεις για το αν η ΝΔ θα συμπράξει μετεκλογικώς με το ΠΑΣΟΚ στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας. Η οικονομία, τα ελλείμματα, η χαμένη ανταγωνιστικότητα έφτασαν να μοιάζουν με ένα δισέλιδο γαρνίρισμα σε μια και μόνο πιθανολόγηση. Η αίσθησή μου είναι ότι πάνω σε αυτές τις δομικές αδυναμίες χτίζεται το παιχνίδι των κυβερνήσεων με τα ΜΜΕ, το οποίο βέβαια έφτασε σε απίστευτο σημείο χειραγώγησης την περίοδο 2004-2009. Εάν προσέξουμε, υπάρχει μια παραλληλία με την οικονομία. Η οικονομία μας είχε πάντα δομικές αδυναμίες. Πάντα οι πολιτικοί ξόδευαν κάτι παραπάνω, πάντα προσλάμβαναν στο Δημόσιο, πάντα υπήρχαν ελλείμματα και χρέη. Δηλαδή οι κυβερνήσεις πάντα τραβούσαν τα δημόσια οικονομικά λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε. Αλλά μόλις το σύστημα έφτανε στα «κόκκινα», κάποιοι ξυπνούσαν κι έκαναν ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα προκειμένου να μη σπάσει. Μόνο κατά την περίοδο της προηγούμενης διακυβέρνησης κι ενώ έχουμε προειδοποιήσεις από παντού (η Κομισιόν μας στέλνει επιστολές, το ΔΝΤ μας προειδοποιεί κ.λπ.), αντί να προχωρήσουμε σε ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης, αρχίζει ένα πρόγραμμα ακόμη μεγαλύτερης σπατάλης. Δηλαδή, πήραν ένα οικονομικό σύστημα με δομικές αδυναμίες και αυτές τις δομικές αδυναμίες τις επεξέτειναν σε σημείο έκρηξης. Το ίδιο έγινε και με τα ΜΜΕ. Τα ελληνικά Μέσα είχαν πάντα δεσμούς χρήματος με το γκουβέρνο. Είτε νομιμοποιημένους (κρατική διαφήμιση, αφορολόγητο το 2% επί του τζίρου), είτε παράνομους (ας μην ξεχνάμε τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών επί Σαμαρά). Αλλά, πάντα, δεν φτάναμε σε τέτοιο σημείο στρέβλωσης της πραγματικότητας. Όπως έγινε και με τα ελλείμματα, έτσι και με την ενημέρωση οι δομικές αδυναμίες χρησιμοποιήθηκαν σε σημείο έκρηξης. Κι αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη συμβολή των κυβερνήσεων Καραμανλή στην ιστορία του τόπου. Φέρνοντας όλα τα συστήματα σε σημείο έκρηξης, μας αναγκάζει να κοιτάξουμε τις δομικές τους αδυναμίες. Το μόνο ερώτημα είναι αν προλαβαίνουμε και να τις διορθώσουμε. |