Ελληνο - Κρητικό Λεξικό |
|||
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010 |
|||
Α |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
αβαρεσά |
τεμπελιά, οκνηρία |
αθρακοβόλη |
στάχτη με αναμμένα κάρβουνα |
αβατζέρνω |
πλεονάζω, περισσεύω |
αίγα |
η γίδα |
αβιζέρνω |
εφιστώ τη προσοχή καποιου, ειδοποιώ |
αϊπλίκι |
ελλάτωμα , κουσούρι |
αβοθρακός ή αφορδακός |
Βάτραχος |
ακάνιαστο |
αμέστωτο πουλί πυ δε μπορεί να πετάξει ακόμα καλά |
αγαπητερά |
με αγάπη, με στοργή, συμπαθητικά |
ακούω |
μτφ. μυρίζω |
αγαπητερός |
αυτός που με την συμπεριφορά του γίνεται αγαπητός |
αλάργο |
μακρυά (από κάτι - κάποιον) |
αγαστεροπιάνω |
αναπτύσσομαι ομαλά |
αλαργοξορίζω |
στέλνω πολύ μακρυά, στην ξενιτιά |
αγγελοσκιάζομαι |
σκιάζομαι από τον άγγελό μου, βλέπω προμηνήματα του θανάτου μου |
αλαργοξορισμένο |
ξορισμένο μακριά, ξενιτεμένο μακριά |
άγγουρος |
νεαρός, νέος |
αμάλαγος |
παρθενικός, αμόλευτος, απάτητος |
αγγουροφαίνεται |
μου κακοφαίνεται |
αμάχη |
το μίσος, η έχθρα |
αγγριγιεύω |
γίνομαι άγριος, αγριεύω, ερεθίζω κάποιον, τον εξάπτω |
αμοναχός |
μοναχός, μόνος |
αγιάερτος |
αγύριστος, δεν έχει γυρίσει ακόμα |
αναμαζώνομαι |
ησυχάζω, ηρεμώ, γυρίζω στα παλιά |
αγίδα |
συμπαράσταση, ενίσχυση |
ανάπλαγο |
ακαλλιέργητος αγρός, η πλαγιά |
αγκαλιδέ |
ότι χωράει μια αγκαλιά |
ανάρια |
ισχνά, πάνω-πάνω |
αγκανάδος |
αγανακτισμένος, οργισμένος, άκεφος |
άνε |
αν, εαν |
αγκανάρηση |
αγανάκτηση, εξόργιση |
ανεκουλουρίδα |
στριφογύρισμα, σβουριξιά |
αγκανίζω |
γκαρίζω, φωνάζω δυνατά |
ανεργιάζω |
καταλαβαίνω, το παίρνω χαμπάρι |
αγκίνιαστος |
άθικτος, αχρησιμοποίητος |
απανοβαρτάς |
ρουφιάνος, ανέντιμος |
αγοϊζω |
παρεκτρέπομαι, οργιάζω |
απηλογούμαι |
απαντώ, αποκρίνομαι |
αγριμοπόδαρος |
αυτός μου έχει πόδια γρήγορα και δυνατά όπως το αγρίμι |
απής |
αφού, αφότου |
αγρουλιά |
η άγρια ελιά που δεν έχει εμβολιασθεί |
απόκειας |
έπειτα, μετά |
αδέλοιπος |
αποδέλοιπος, υπόλοιπος |
απόκειας |
και μετά |
αδιαρίζομαι |
σπεύδω , επείγομαι |
απού |
που, όπου |
αδιάρμιστος |
ακατάστατος , αταχτοποίητος |
αράσω |
ορμώ από αγάπη |
αδιαφόρετος |
ο μάταιος , ο ανωφελής |
αρμηνεύω |
λέω, στέλνω μήνυμα |
αδικοθανατίζω |
βρίσκω κακό και άδικο θάνατο |
αρωδαμοί |
τρυφεροί βλαστοί |
αδυναμίζω |
χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι σωματικά |
ασάλευτος |
ακίνητος , ακούνητος |
αερινίζει |
αρχίζει να πνέει δροσερός αέρας |
ασπάλαθος |
αγκαθωτό φυτό που υπάρχει στην Κρήτη |
άζουδος |
άτυχος, κακότυχος |
αφεδιά σου |
εσύ |
αθάλη |
θερμή στάχτη |
άφτω |
ανάβω, φλογίζομαι |
αθιβολή |
κουβέντα, συζήτηση |
||
Β |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
βαβαλίζω |
περιποιούμαι, φροντίζω |
βένα |
η ίνα |
βαβούλι |
εξουσιάζω κάποιον απόλυτα πχ. (έχω κάποιον στο βαβούλι μου) |
βεντέμα |
μεγάλη παραγωγή (συνήθως για ελιές) |
βαγίζω |
φροντίζω ιδιαίτερα κάποιον |
βερβερίζω |
μιλώ συνέχεια, φλυαρώ, ψελλίζω |
βάγκα |
χαντάκι, μεγάλο αυλάκι |
βέργα |
κατσούνα, μπαστούνι |
βάλια |
τα βάσανα |
βερεσετζής |
αυτός που αγοράζει με πίστωση |
βαλίδικος |
εύφορος , γόνιμος , καρποφόρος |
βίγλα |
σκοπιά, παρατηρητήριο |
βαρδαλές |
μέρος αδιαπέραστο, φράγμα αδιάβατο |
βιγλάτορας |
αυτός που επιτηρεί, που κοιτάζει εποπτικά από ψηλά |
βαρέ |
βαριά (σαν επίρρημα) π.χ. το πήρε πολλά βαρέ |
βιλλάνος |
άξεστος, απολίτιστος, χωριάτης |
βαρεμένη |
η έγκυος |
βιόλα |
χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κόκκινα λουλούδια (παπαρούνα - γαρύφαλλο) |
βαρθακός ή αβορθακός |
βάτραχος |
βλαντούσα |
η κατσαρίδα |
βαρμένος |
υοποθετημένος, ταχτοποιημένος |
βλεπές |
ο αγροφύλακας |
βαρμός |
το μπάσιμο, η είσοδος |
βλόγα |
η τελετή του γάμου |
βαροκαμπανίζω |
είμαι βαρύς στο ζύγισμα |
βοργίζει |
το κτυπάει ο βοριάς |
βαροκάρδιστη |
κακή ψυχική διάθεση, στεναχώρια |
βορισματέ |
το χτύπημα, το τραύμα, η πληγή |
βαρώ |
πληγώνω, χτυπάω |
βούβα |
κοίλωμα, λάκος |
βαστώ |
προέρχομαι, κατάγομαι |
βουλώ |
βουλιάζω, βυθίζομαι |
βατσιναμάτης |
αυτός που έχει στη μούρη του μαύρα στίγματα σαν τα βάτσινα (βατόμουρα) |
βούπα |
η γόπα (το ψάρι) |
βγαίνω |
ανεβαίνω (εβγήκα στο δώμα), μου αξίζει (του βγαίνει να τονε δείρουνε), μου ανήκει , μου αναλογεί (μια γυναίκα μου βγαίνει και μένα) |
βούργια |
μικρό βουργιάλι |
βγανιά |
συκοφαντία, προσβολή |
βουργιάλι |
υφαντή τσάντα (ταγάρι) που έβαζαν το φαγητό της ημέρας οι βοσκοί και οι αγρότες |
βγαρτίζω |
προχωρώ στην εργασία μου |
βραστάρι |
θερμό αφέψημα |
βγοράδα |
ορατότητα, θέα |
βρούχος |
θόρυβος, το μουγκρητό |
βγορίζει |
υπάρχει ορατότητα |
βρυσάλι |
μικρή βρύση |
βεζινές |
η ζυγαριά |
βωλοσέρνω |
κουβαλώ κάτι σέρνοντάς το |
Γ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
γειαίνω ή γιάνω |
βρίσκω την υγεία μου |
γρε |
η γριά |
γεμίδι |
το γέμισμα |
γρόθος |
η γροθιά, μτφ. (βρισιά) αυτός που είναι για γροθιές, ο βλάκας |
γιαγιέρνω |
επιστρέφω, γυρίζω πίσω |
γροικώ |
νιώθω, δίνω προσοχή, ακούω |
γιδάρης |
βοσκός σε γίδες, γιδοβοσκός |
γυρογιάλι |
η ακρογιαλιά |
γλεντοκόπισμα |
το έντονο (δυνατό - άγριο) γλέντι |
γυρού γυρού |
κυκλική συναγωγή |
γράδες |
οι γριές |
||
Δ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
δείλι |
το δειλινό |
δικώ |
αρκώ, εξασκώ |
διαρμίζομαι |
καθαρίζω, τακτοποιώ |
δίφορος |
αυτός που καρπίζει δύο φορές το χρόνο |
διάφορο |
η διαφορά, η καλλιτέρευση |
δρασκελίζω |
περπατάω με μεγάλο βήμα |
Ε |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
εβάρηκα |
χτύπησα , πληγώθηκα , τραυματίστηκα |
ελιδάρος |
ο ελαιοπαραγωγός |
εβγαρσιά |
έξοδος |
εμιλιά |
μιλιά, ομιλία |
έβγορο |
μέρος με ορατότητα |
έμπανα |
και τι μ'αυτό |
εβοσκήθηκα |
χόρτασα |
εμπάστε |
μπείτε μέσα, περάστε |
έγκος |
όγκος |
έντειμα |
φάντασμα, βρικόλακας, δαιμονικό πλάσμα |
εγόη μου |
αλοίμονό μου |
εξιά |
ανεξαρτησία, ελευθερία |
εδέ |
για δες |
εσμιγιά |
η συνάντηση |
εδεπά |
κάπου εδώ |
ετοσεσάς |
τότε ακριβώς |
εθαραπάηκα |
έφαγα και ευχαριστήθηκα |
ετόσονα |
τόσο πολύ, τόσο ακριβώς |
είκασι |
σαν να, ωσάν |
ετουδά |
σ'αυτό το μέρος |
είμητας |
εκτός αν |
έχθρητα |
η εχρθότητα, το μίσος |
εκειδέ |
εκεί ακριβώς |
έχνος |
το ζώο |
έλε μου |
προπάντως, κυρίως |
εχταγή |
έγνοια, έντονη επιθυμία |
ελεμές |
εκλεκτός, διαλεχτός |
Ζ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ζα (ωζα) |
τα ζώα |
ζόρες |
ζόρισμα, κίνδυνος |
ζαφτιγές |
ο χψροφύλακας επί Τουρκοκρατίας |
||
Η |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Ήντα |
τι |
ήλεγα |
ενόμιζα, επίστευα |
ήντα κατές |
τι ξέρεις |
ηλικιά και ελικιά |
ηλικία |
ήντα λοής |
με ποιό τρόπο |
ηλιομπάρμπαρο |
εξαίρετη χειμερινή λιακάδα |
ήντα θές |
τι θέλεις; |
ημεριδώ, των |
αντί ημερών |
ήντα κάνεις |
πως είσαι; |
ήμπανα |
μήπως |
ήθος |
τα ήθη, οι συνήθειες |
ήπρεπε |
αντί έπρεπε |
η μέρα ξανοίγει |
ξημερώνει |
ηροκόσκινο |
κόσκινο κατάλληλο για το καθάρισμα του καρπού από την ήρα και άλλα σκύβαλα |
ήβρηκα |
βρήκα |
||
Θ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
θαρμός |
βασκανία, μάτιασμα |
θρινάκι |
το κοσκίνισμα των σταχυών στο αλώνι |
θέτω |
πλαγιάζω, ξαπλώνω |
||
Ι |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ιδώ |
δω - βλέπω |
ίντα |
τί (χρησιμοποιείται για ερώτηση) |
ινάτι |
το πείσμα |
ίσαμε ή σάμε |
μέχρι |
Κ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
καβρός |
ο κάβουρας |
κονάκι |
σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κατούνα) |
κακοβολιά |
ανώμαλος δρόμος |
κοντό |
άραγε, μήπως |
καματερό |
καλλιεργημένος αγρός, πεδιάδα |
κοντό κοντό |
περίπου |
καμνιώ |
κλείνω τα μάτια |
κόπιασε |
πρόσκληση στο σπίτι |
Καντής |
ο δικαστής επί Τουρκοκρατίας |
κουζουλάδα |
τρέλλα, χαζομάρα |
καταδιά |
η αποκατάσταση, η τακτοποίηση |
κουλαντρίζω |
καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα |
κατάσαργα |
επί της σάρκας |
κούμος |
μικρό κτίσμα στο βουνο που χρησιμοποιεί ο βοσκός για να βάλει 1-2 ζώα |
κατέ(χ)ω |
ξέρω, γνωρίζω |
κουρνιάζω |
ρουβάζω, χώνομαι στην αγκαλιά, ραφώνει στη |
κάτης |
ο γάτος |
αγκαλιά, |
προστατεύεται σε υπήνεμο έρος |
κατούνα |
σπίτι βοσκού στο βουνό (λέγεται και κονάκι) |
κουφοβράζω |
επιθυμώ, έχω έντονο πόθο που δεν εξωτερικεύεται |
κατσούλα |
η γάτα |
κοχλιός ή χοχλιός |
σαλιγκάρι |
καψάλι |
(γίνομαι καψάλι) καίγομαι |
κρημνός |
ο γκρεμός |
κεράς η ζώνη |
ουράνιο τόξο |
κριγιός |
το κριάρι |
κλησίδι |
μικρό εκκλησάκι |
κρυγιό |
κρύο, δροσερό |
κοκλιομπάντουρο |
το όστρακο του σαλιγκαριού |
κρυγιότι |
το κρύο, κρύος καιρός (κάνει κρύο) |
κολάι |
το κουμάντο, ο λογαριασμός |
Λ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
λαθούρι |
η φάβα |
λιοπύρι |
ημέρα με πολύ μεγάλη θερμοκρασία |
λάτρα |
καθαριότητα, δουλειές του σπιτιού |
λογάμαι |
περνιέμαι, περνάω για... |
λεπιδοχώματα |
χώμα από το οποίο φτιάχνουν τα πιθάρια και τα κεραμικά |
λογιάζω |
σκέφτομαι, βάζω στο νου μου |
λιγώνω |
δοκιμάζω, γεύομαι |
λούσα |
πολυτελή ρούχα και κοσμήματα |
Μ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
μαγαρίζω |
αλλοιώνω, καταστρέφω |
μουζούρι |
παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες) |
μαϊνάρω |
ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω |
μπάντα |
πλευρά, περιοχή |
μαλέ |
καυγάς, φιλονικία |
μπαντούρα |
καπάκι όστρακου |
μαρακλής |
αυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται |
μπαξές |
περιβόλι, κήπος |
μαργώνω |
ξεπαγιάζω, κρυώνω |
μπεγεντίζω |
συμπαθώ, θαυμάζω |
μερακλίκι |
το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω |
μπελί είναι |
είναι φανερό |
μισεμός |
η αναχώρηση |
μπεσαλίδικος |
ο ντόμπρος, ο ευθύς, ο σταθερός |
μιτάτο |
κτίσμα στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες |
μπέτης ή πέτης |
το στήθος |
μονοπαντώ |
συγκεντρώνω σε ένα μέρος |
μπουνταλάς |
βλάκας, χαζός |
Ν |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
μαγαρίζω |
αλλοιώνω, καταστρέφω |
μουζούρι |
παλιά Κρητική μονάδα μέτρησης (1 μουζούρι ήταν περίπου 5 οκάδες) |
μαϊνάρω |
ησυχάζω, κοπάζω, γαληνεύω |
μπάντα |
πλευρά, περιοχή |
μαλέ |
καυγάς, φιλονικία |
μπαντούρα |
καπάκι όστρακου |
μαρακλής |
αυτός που έχει μεράκι(α) - αυτός που γλεντάει χωρίς να παρεκτρέπεται |
μπαξές |
περιβόλι, κήπος |
μαργώνω |
ξεπαγιάζω, κρυώνω |
μπεγεντίζω |
συμπαθώ, θαυμάζω |
μερακλίκι |
το μεράκι η αγάπη για αυτό που κάνω |
μπελί είναι |
είναι φανερό |
μισεμός |
η αναχώρηση |
μπεσαλίδικος |
ο ντόμπρος, ο ευθύς, ο σταθερός |
μιτάτο |
κτίσμα στο οποίο γίνονται τυροκομικές εργασίες |
μπέτης ή πέτης |
το στήθος |
μονοπαντώ |
συγκεντρώνω σε ένα μέρος |
μπουνταλάς |
βλάκας, χαζός |
Ξ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ξα σου |
εσύ ότι πεις |
ξενομπασάρικος |
περαστικός, ξένος |
ξαμώνω |
σκοπεύω (σημαδεύω) |
ξενομπάτης |
περαστικός, ξένος |
ξανοίγω |
κοιτάζω, θωρώ |
ξέτελο |
η έκβαση, το αποτέλεσμα |
ξεγιαλίζω |
ανοίγομαι στο πέλαγος |
ξόμπλια |
σχέδιο στο υφαντό |
ξεκορφίζω |
βγαίνω στην κορυφή ενός υψώματος |
ξώμαχο |
γερασμένο, παροπλισμένο, εκτός μάχης |
Ο |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ο(υ)λιά |
στιγμή, μικρό κομμάτι |
ορδινιάζω |
σχεδιάζω, μελετώ |
οζό |
ζώο, χρησιμοποείται κυρίως για να ορίσει το πρόβατο |
όρθα |
η κότα |
οματέ |
φαγητό, από εντόσθια χοιρινά, γεμιστά με ρύζι και μυρωδικά |
ορνικός |
ήσυχος, ανενόχλητος |
ονόμης σου |
για χάρη σου |
οψάργας |
εχθές το βράδυ |
όξω |
έξω, εκτός |
οψές εχθές |
εχθές |
ορδινιά |
η τάξη, η ετοιμασία |
οψές ταχιά |
εχθές το πρωί |
Π |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
παιχνιδαμάτης |
αυτός που κάνει παιχνίδια με τα μάτια του |
πογέρνει |
βασιλεύει, φεύγει ο ήλιο |
παντίδει |
(δεν παντίδει) δεν έρχεται, δεν είναι εύκολο |
πορευτής |
αυτός που περνάει περαστικός |
παντονιέρω ή παντονιάρω |
εγκαταλείπω, αφήνω |
πορίζω |
περνάω, βγαίνω έξω, φεύγω |
παραμερώ |
βάζω παράμερα, παραμερίζω |
πορίζω |
βγαίνω έξω |
παράουρος |
παλαβός, τρελός |
ποσάζω |
περιποιούμαι, στολίζω |
παρασθιά |
το τζάκι |
πρεπιά |
αξιοπρέπεια, ομορφιά |
παραστρατίζω |
αλλάζω δρόμο |
πρεπίζω |
ταιριάζω, το φέρνω στα μέτρα μου |
περαματίζω |
όρος της υφαντικής |
πριχού |
πριν, προτού |
πλαντοξόκαιρος |
ξαφνική κακοκαιρία στην οποία κινδυνεύει ο άνθρωπος ακόμα και να πνιγεί (πλαντάξει) |
προβατάρης |
βοσκός σε πρόβατα |
ποβγάνω |
βγάζω έξω, ξεπροβοδίζω |
||
Ρ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ραβδέ |
χτύπημα με ραβδί , ραβδισμός , ξυλιά |
ριζά |
οι πρόποδες υψώματος |
ραέτι |
καλό φαγητό, εξαίρετο γεύμα |
ριζακάρει |
υπάρχει κίνδυνος |
ραϊσματέ |
το ράγισμα, το ρήγμα , η ραγισματιά |
ριζακάρης |
ο τυχερός |
ράκαδο |
κουρελιάρικο ρούχο , κουρέλι |
ριζιμιό |
ριζωμένο (π.χ. ριζιμιό χαράκι - ριζωμένος βράχος) |
ραμεκλής |
συγχωρεμένος (κάποιος που έχει πεθάνει) |
ριζίτης |
αυτός που κατοικεί στσι ρίζες του βουνού |
ράνης |
αυτός που συχνοκλαίει |
ριζοσκέλωση |
η ανάπτυξη των ριζών |
ρανίζω |
κλαίω ασταμάτητα |
ρίζωμα |
ανήφορος, ανηφοριά |
ραντάρα |
ψεκαστήρας , συσκευή για ψέκασμα |
ριστιβώνω ή ρεστιβώνω |
συνωθώ, συμπιέζω , στριμώχνω |
ρασέ ή ρασιά |
ύφασμα απο συμπιεσμένο μαλλί |
ριτζας |
χάρη, παράκληση |
ρασιά ή ρασέ |
ύφασμα απο συμπιεσμένο μαλλί |
ριτζατζής |
μεσίτης, μεσολαβητής |
ράσσω |
σπεύδω για βοήθεια , προθυμοποιούμαι |
ρόβι |
όσπριο που η χρησιμοποιούταν για τροφή σε βόδια |
ραφώνω |
κουρνιάζω, χώνομαι |
ροδάρης |
βοσκός αιγοπροβάτων |
ρεγάλο |
το δώρο |
ροδέ |
ροδαριά, τριανταφυλιά |
ρεγογιάρω |
τακτοποιώ, διευθετώ |
ροζοναμέντο |
συνομιλία, συζήτηση , κουβέντα |
ρέγομαι |
επιθυμώ πολύ |
ροζονάρω |
κουβεντιάζω, συζητώ |
ρεζακλιά |
το ροζακί σταφύλι |
ροσπού |
η πόρνη |
ρεζαλέτι |
ρεζίλεμα, συμφορά |
ροσφαϊλίκι |
ντροπή, ζημιά, δυσφήμιση |
ρεματικά |
οι ρευματισμοί |
ρουβάζω |
χώνομαι στην αγκαλιά |
ρεμεδιάρω |
γιατρεύω , θεραπεύω , αποκαθιστώ |
ρουβάρω ή ρουβέρνω |
κλέβω, αρπάζω |
ρεμέδιο |
το φάρμακο |
ρουβάς |
ο κλέφτης |
ρέμπομαι |
κυριαρχώ , εκμεταλλεύομαι |
ρουβαχταρέ |
μικρή δόση λίγη ποσότητα |
ρεσπέρης |
ο γεωργός , ο αγρότης |
ρουβέρνω ή ρουβάρω |
κλέβω, αρπάζω |
ρεστιβώνω ή ριστιβώνω |
συνωθώ, συμπιέζω , στριμώχνω |
ρούγα |
δρόμος, σοκάκι |
ρέτζακας |
ο γκρεμός , χαράδρα , απότομο ρυάκι |
ρούγα |
η γειτονιά |
ρετζεβούτα |
εντολή , διαταγή (συνήθως δυσάρεστη) |
ρούκανης |
ο σκελετώδης, ο αποσκελετωμένος |
ρεχένι |
εγγύηση , ενέχειρο |
ρούμα |
ρυάκι, κοίτη χειμμάρου, μικρός χείμμαρος |
ριγοσίρω |
αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ |
ρουφώνω |
τρυπώνω, κρύβομαι σε τρύπα |
Σ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
σάμε ή ίσαμε |
μέχρι |
στανικώς |
κάνω κάτι χωρίς τη θέλησή μου |
σεβντάς |
ερωτικός καϋμός |
συζευτής |
ο συνέταιρος |
σεϊρι |
η θέα |
σύντεκνος |
ο κουμπάρος που έχει βαφτίσει παιδί |
σειρώνω |
σουρώνω υγρά |
συντηρώ |
κοιτάζω με προσοχή |
σκιανός |
ο ίσκιος |
συργουλεύω |
καλοπιάνω, κολακεύω |
σουρεύω |
συκοφαντώ, κατηγορώ |
σφακολούλουδο |
ο ανθός της πικροδάφνης |
σουχλικό |
κατηγορία, συκοφαντία |
σφαλίζω |
κλειδώνω, ασφαλίζω |
σπερνό |
ο εσπερινός, η παραμονή |
Τ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ταβλί |
τάβλα, κομμάτι ξύλου |
τζαναμπέτης |
ο καταφερτζής |
ταγί |
η βρώμη |
τοτεσάς |
τότε ακριβώς |
τάχατες |
δήθεν (ίσως και με ειρωνική διάθεσης) |
τουτοσές |
αυτός, ετούτος |
ταχινή |
το πρωί |
τσιγκλώ |
πειράζω, ενοχλώ |
τελάρο |
ο αργαλειός |
τσίπα |
μεμβράνη που σχηματίζει το φρέσκο γάλα στην επιφάνειά του |
τερτίπι |
καμωματιά, κόλπο |
τσουγκρί |
η άκρη του βράχου, μυτερή πέτρα |
Υ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
||
υστεργιά |
το τέλος |
||
Φ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
φαδέ |
πίστη, εμπιστοσύνη |
φεργάδα |
ιστιοφόρο πλοίο |
φαητσούλι |
μικρή ποσότητα φαγητού |
φέτσα |
αποξηραμένο κατακάθι υγρού (λαδιού κρασιού) |
φαλαγγάρης |
αυτός που ζεί σε φαράγγι |
φηλίαση |
κλείδωση , άρθρωση , αρμός οστών |
φαλαγγώνω |
εγκλωβίζω , συσφίγγω, μαγκώνω |
φιακάς |
πικρός, φθονερός |
φάλκος |
είδος γερακιού |
φιακώνω |
δηλητηριάζω , πικραίνω |
φαμεγιεύω |
είμαι δούλος , εργάζομαι ως υπηρέτης |
φιλαδόρος |
πέτρινο λουρί για ακόνισμα ξυραφιών |
φαμέγιος |
δούλος υπηρέτης |
φιλιότσα(-ος) |
το βαπτιστίρι |
φαμελικώς |
με όλη τη φαμέλια , ολόκληρη η οικογένοια |
φιοφιορίζω |
στολίζω , πλουμίζω |
φαμεργιούρι |
ο υπηρέτης |
φιραούνης |
αλαζόνας , υπερόπτης , δυνάστης , σατράπης |
φανερίζει |
αρχίζει να ξημερώνει |
φλέγα |
φλέβα του σώματος |
φανιστρέλα |
μεγάλη πληγή , τράυμα εκτεταγμένο |
φλουμίζω |
θηλάζω , βυζαίνω |
φαρδαλός |
πολύχρωμος , φανταχτερός |
φουντάνα |
μεγάλη φλόγα |
φαρμακίτης |
μανιτάρι που δηλητηριάζει |
φούντι |
το καπάκι του βαρελιού |
φασίδι |
το υφαινόμενο στον αργαλειό , το υφαντό |
φταξούσιος |
ο κύριος του εαυτού του |
φεγγιά |
τα μάτια |
φυρώ |
φυραίνω , λιγοστεύω σε όγκο ή βάρος |
φέγγος |
λάμψη, φωτισμός |
φυσκιγιά |
η αφθονία |
φελλοκάλικο |
παντόφλα, τσόκαρο |
φωλεύγω |
κάνω φωλιά |
φελώ |
έχω αξία , είμαι άξιος |
||
Χ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
χάβδαλο |
το τελείως ξερό σέλινο |
χαντώ |
νομίζω , πιστεύω |
χαβεσιλίκι |
πόθος επιθυμία , πάθος |
χαραέτι |
μεγάλη δίψα |
χαβρίζω |
φωνάζω πολύ δυνατά |
χαράκι |
μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος |
χάζι |
διασκέδαση (από θέαμα ή πράξη) |
χαροκοπώ |
γλεντώ διακεδάζω |
χαϊλάλης |
ανισσόροπος , φαντασιόπληκτος |
χαρχαλεύω |
ανακατώνω διάφορα πράγματα |
χαιτζώνω |
προβάλλω αντίσταση , αγριεύω |
χειμαδιό |
περιοχή με ήπιο κλίμα που πάνε τα ζώα οι βοσκοί για να απαοφύγουν το χειμώνα |
χάκι (το) |
το μερίδιο κάποιου |
χουμά κουτάλι |
άνω - κάτω |
χαλακατέβας |
αδέξιος , ανεπιτείδιος |
χούμελι |
γλυκό υγρό που έβγαινει από το βράσιμο της κερήθρας |
χαλαλίζω |
χαρίζω, δωρίζω |
χουρχούδα |
μαγκούρα , ρόπαλο |
χαλασές (ο) |
τόπος με χαλάσματα |
χοχλιομπάντουρο |
το όστρακο του σαλιγκαριού |
χαλέπα |
περιοχή με πετρώδες και ίσιο έδαφος |
χοχλίος ή κοχλίος |
σαλιγκάρι |
χαλίσικος |
γνήσιος , άδολος , ανόθευτος |
χτικιάζω |
αρρωσταίνω από φυματίωση |
χάμαι |
κάτω, καταγής |
χτικιό |
η φυματίωση |
χαμπέρι |
η είδηση |
||
Ψ |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ψακωντέ |
η γεύση του πικρού , η πικράδα |
ψήμα |
ψήσιμο |
ψαλάσσω |
τσιμπολογώ |
ψίκι |
ακολουθία , πομπή |
ψαλιμουδίζω |
σιγομουρμουρίζω |
ψιμάρνι |
όψιμο αρνί |
ψαργάδινος |
χθεσινοβράδυνος |
ψιμοκαίρι |
παράταση του καλοκαιριού, εποχή που είναι έντονη η ανάγκη της βροχής |
ψαρογάροι |
σαρδέλες παστές |
ψιμύθια |
στολίδια σε κέντημα ή υφαντό |
ψεγαδιάστρα |
η κουτσομπόλα γυναίκα |
ψιχαλίδα |
ψιλή βροχή , ψιχάλα |
ψέγος |
ψεγάδι , ελλάτωμα , ατέλεια |
ψομματάρης |
μεγάλος ψεύτης |
ψεσινός |
χθεσινός |
ψυχνιάζει |
αρχίζει να πέφτει κρύο |
Ω |
|||
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
Κρητική λέξη |
Σημαίνει |
ωζά |
τα ζώα |
ώφου(ν) |
επιφώνημα λύπης |
ώριος |
ωραίος |
ωριωμένος |
ωραιωμένος |
ώστε, ώστο |
ώσπου |
ώρα |
κατά την ώρα, πάνω στην ώρα, χωρίς καθυστέρηση |