Λαϊκές εκφράσεις

 

Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

 

Παρακάτω σας παρουσιάζουμε μερικές λαϊκές εκφράσεις που χρησιμοποιούμε συχνά και δεν γνωρίζουμε από που προέρχονται. Λοιπόν έχουμε και λέμε:

 

ekfrasisΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ..

Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.

Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».

 

ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ..

Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους. Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.

ΜΥΡΙΖΩ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΜΟΥ..

Η φράση προέρχεται από την αρχαία τελετουργική συνήθεια, κατά την οποία οι ιέρειες των μαντείων βουτούσαν τα δάχτυλά τους σ' ένα υγρό με βάση το δαφνέλαιο, τις αναθυμιάσεις του οποίου εισέπνεαν καθώς τα έφερναν κατόπιν κοντά στη μύτη τους και μ' αυτό τον τρόπο έπεφταν σ' ένα είδος καταληψίας κατά την οποία προμάντευαν τα μελλούμενα.

ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ..

Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.

Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.

Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο.

Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.

Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».

ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ..

Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση: "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.

ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ

Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε: "του έφυγε το καφάσι", δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος. Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: "μου έφυγε το καφάσι", δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα

ΤΟΥΜΠΕΚΙ

«Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσαμε τον πάνε στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί ». Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στο λουλά. Και αν κανείς, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: « Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.

Κάνει την πάπια

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού, ο κλειδοκράτορας δηλαδή, ονομάζονταν Παπίας. (Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τάς εις το παλάτιον εισόδους). Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, για μένα παραμένει άγνωστο. Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς.

 

Κάποιος φούρνος γκρέμισε

Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι το χωριό μου έχει τόσα σπίτια αλλά «τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Όταν λοιπόν στα χωριά αυτά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν ότι φούρνος του μπάρμπα. γκρέμισε.

Με αυτή τη φράση εννοούσαν ότι με το θάνατο το αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από αυτή τη μεταφορική φράση που χρησιμοπιούσα οι παλιότεροι από εμάς, βγήκε η έκφραση κάποιος φούρνος γκρέμισε που εμείς σήμερα τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό ή όταν θυμάται κάποιος να μας πάρει τηλέφωνο, αφού περάσει αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από τη τελευταία φορά που μιλήσαμε .

 

Σιγά τον πολυέλαιο 

Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, αυτή η συνήθεια επικρατεί ακόμα και σήμερα, στις μεγάλες γιορτές και πιο συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού άναβε ο καντηλανάφτης τους πολυελαίους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιαζόταν με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Πολλές φορές αυτή, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: - Σιγά τον πολυέλαιο, γιατί θα σβήσουν τα φώτα.

 

Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας

Μια φράση που την έλεγε, και τη λέμε και εμείς σήμερα, ο γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν ο καθένας με τη σειρά του να αλέσει ή να πάρει με το σταμνί του νερό. Όταν έβλεπαν κανέναν παπά που δεν ήθελε να τηρήσει τη σειρά, του έλεγαν αυτή τη φράση.

 

Κατά φωνή κι ο γάιδαρος

Από τα αρχαία χρόνια, οι άνθρωποι αγαπούσαν αυτό το ζώο, όχι μόνο για την υπομονή, αλλά και την αντοχή του στη δουλειά. Η ιστορία αυτής της φράσης έχει να κάνει με τον Φωκίωνα που ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε, από ότι έχουμε διαβάσει, να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση του, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου στο στρατόπεδο του:

- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος... είπε τότε.

 

Θα πούμε το ψωμί ψωμάκι

Μόνο ένας πόλεμος θα μας άφηνε μια τέτοια φράση. Και πράγματι σε μια εποχή πολέμου που η Ελλάδα είχε αποκλεισθεί από τους συμμάχους και δεν είχε ούτε ψωμί να φάει ο κόσμος κι έβλεπαν ότι κρατάει ο αποκλεισμός, οι κάτοικοι της χώρας μας έλεγαν θα πούμε το ψωμί ψωμάκι.

Και από τότε η φράση αυτή έμεινε παροιμιακή.

 

ΑΥΓΑ ΣΟΥ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΝ...;

Τη λέμε δε, όταν βλέπουμε κάποιον να γελά χωρίς λόγο και αφορμή. Μια φορά το χρόνο, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν -για να τιμήσουν την Αφροδίτη και το Διόνυσο- μ' έναν πολύ τρελό και παράξενο τρόπο: Κάθε 15 Μαΐου, έβγαινε ο λαός στις πλατείες και άρχιζε τον «πετροπόλεμο» με. αυγά μελάτα! Χιλιάδες αυγά ξοδεύονταν εκείνη την ημέρα για διασκέδαση κι ο κόσμος γελούσε ξεφρενιασμένα. Τα γέλια αυτά εξακολουθούσαν για βδομάδες ολόκληρες. Στη γιορτή αυτή δεν έπαιρναν μέρος μονάχα οι πολίτες, που ήταν κατώτερης κοινωνικής θέσης, αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, στρατηγοί, άρχοντες, Ρωμαίες δεσποινίδες και αυτοκράτορες καμιά φορά. π. χ. ο «αυγοπόλεμος» ήταν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του Νέρωνα, που πετούσε αυγά στους αξιωματικούς και τους ακόλουθους των ανακτόρων του, χωρίς να είναι η μέρα της γιορτής των αυγών. Στο Βυζάντιο φαίνεται πως η γιορτή έγινε της μόδας, για πολύ λίγο διάστημα όμως. Σε πολλά βυζαντινά κείμενα, αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο με δύο - τρία λόγια. Έτσι από το περίεργο αυτό έθιμο - που η αιτία του χάνεται στα βάθη των αιώνων - έμεινε η ερωτηματική φράση: «αυγά σου καθαρίζουνε;».

 

ΤΟΥ ΗΡΘΕ ΚΟΥΤΙ...

Όταν μετά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα άρχισε να παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή η κοσμική ζωή στον τόπο μας και να διοργανώνονται οι πρώτες κοσμικές συγκεντρώσεις, παράλληλα με τις γραφικές δεξιώσεις των ανακτόρων, γεννήθηκε, όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα των αμφιέσεων. Υπήρχαν, βέβαια, και εδώ μοδίστρες και ράφτες πεπειραμένοι, αλλά για την κατασκευή ελληνικών στολών, με τα πολύχρωμα και πολύπλοκα κεντήματα και στολίδια.Οι φραγκοράφτες, δηλαδή οι ράφτες που έραβαν σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, φάνηκαν λίγο αργότερα. Αλλά, όπως ήταν φυσικό, οι προτιμήσεις άρχισαν να προσαρμόζονται με τον καιρό στις δυτικές αντιλήψεις περί κομψότητας. Οι παριζιάνικες τουαλέτες και τα λονδρέζικα φιγουρίνια για τους άντρες, άρχισαν να γίνονται πρότυπα για να τα μιμηθούν οι κομψευόμενοι Αθηναίοι και επειδή δεν μπορούσαν να εμπιστευθούν τα ακριβά υφάσματα στις Αθηναίες μοδίστρες, οι πιο πλούσιοι έκαναν τις παραγγελίες τους στην Ευρώπη. Έτσι, ένα ωραίο πρωί έφθαναν ραμμένα ρούχα από το Παρίσι και το Λονδίνο, μέσα σ' ένα πολυτελέστατο κουτί. Φυσικά, σκεφθείτε το πώς περίμενε καθένας, όταν μάλιστα πλησίαζε κανένας ανακτορικός χορός. Θα φτάσει ή δε θα φτάσει έγκαιρα το κουτί; Όλα, όμως, πήγαιναν θαυμάσια, όταν η Ευρώπη έδινε το παρόν στην ώρα της. Τότε γι' αυτόν που το περίμενε του «ερχόταν κουτί» και, μάλιστα, αυτά που του ήρθαν και χωρίς πρόβα, τον έκαναν ή την έκαναν «του κουτιού».

 

ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ...

Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλάμης είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε το νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν' ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του παρ' ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ ή μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης "δε θα ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες και τα τζοβαΐρια όπου ανταλλάξασι οι αρρεβωνιασμένοι". Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο - Φλαμής ήξερε από πριν, τι επρόκειτο να συμβεί γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι "άλλος πλήρωσε τη νύφη".

 

ΚΡΑΤΑΕΙ ΦΑΝΑΡΙ...

Λέμε για κάποιον, που με τη θέλησή του βοηθάει έναν άλλον, συνήθως φίλο του ή γνωστό του, σε ερωτοδουλειά. Παρουσιάζονται τρεις εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή λέει πως, όταν μια προξενήτρα στις Κυκλάδες πηγαίνει για προξενιό, φοράει κάλτσες διαφορετικές στο χρώμα, μια κόκκινη και μια άσπρη και κρατάει ένα αναμμένο λυχνάρι. Η δεύτερη αναφέρεται στα παλιά τα χρόνια, που οι δούλοι συνόδευαν πάντα τη νύχτα τ' αφεντικά τους, πηγαίνοντας μπροστά. Κατά την Τρίτη στα Δωδεκάνησα μετά τα "προξενιά ", που κανονιζόντουσαν όλες οι λεπτομέρειες του γάμου, γινόταν το μπάσιμο. Το βράδυ οι συγγενείς και οι φίλοι του γαμπρού ξεκινούσαν για της νύφης κρατώντας φανάρια, καθώς και ένα μαστραπά με το μέλι.

 

ΓΙΑ ΨΥΛΛΟΥ ΠΗΔΗΜΑ...

Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, καταφεύγανε στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο- αν δεν πνιγόταν δηλαδή- τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα"ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".

 

ΑΛΑΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ...

Ακαταλαβίστικα, σε ακατάληπτη γλώσσα. Αβέβαιη η εξήγηση - ετυμολογία της. Ίσως πρόκειται για δυο λέξεις (αλά Μπουρνέζικα) - όπως λέμε αλά Γαλλικά- δηλ. στη διάλεκτο της φυλής Μπουρνού, που ζει σε μια περιοχή του Σουδάν, η οποία για τους περισσότερους είναι ακατανόητη... Κατ' άλλη άποψη, ο αρχικός τύπος της λέξης, που στη συνέχεια παρεφθάρη, ήταν αλιβορνέζικα, δηλ. πράγματα θαυμαστά και ασυνήθιστα που προέρχονται από το Λιβόρνο της Ιταλίας. Σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, η λέξη σχηματίστηκε από το ιταλικό alla burla, που σημαίνει στ' αστεία. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή «βεντέτα» ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε για πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".

 

ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΟΛΟΥ ΚΑΛΤΣΑ...

Στον μεσαίωνα η μαύρη μαγεία, έπαιζε τον πρώτο ρόλο. Όταν γεννιόνταν ένα παιδί, οι γονείς του καλούσαν μυστικά το μάγο ή τη μάγισσα, για να κάνουν τα ξόρκια τους, ώστε το νεογέννητο να γίνει τυχερό. Αν ήθελαν να γίνει και έξυπνο, ο μάγος έπαιρνε τα πόδια του παιδιού και τα έβαζε σε μια μαύρη κάλτσα, που ήταν δήθεν, καμωμένη από τις τρίχες του σατανά. Ύστερα άρχιζε να λέει διάφορα ξόρκια, που τα διάβαζε μέσα από μια παμπάλαιη Σολωμονική. Από αυτό έμεινε και η φράση: "είναι κάλτσα του διαβόλου".

 

ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΟ ΡΑΦΙ...

Στην Βυζαντινή εποχή υπήρχε μια συνήθεια, που σώζεται ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας , τα παλιά οικογενειακά κειμήλια, να τοποθετούνται σε ράφια για στολισμό. Από τη συνήθεια αυτή προήλθε και η φράση: "αυτή έμεινε στο ράφι"... δηλαδή έχει γεράσει τόσο πολύ, ώστε μπορεί να τοποθετηθεί στο ράφι μαζί με τα παλιά οικογενειακά αντικείμενα.

 

ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ...

Είναι μια έκφραση που ίσως προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα. Οι Σπαρτιάτες το έλεγαν για να πειράξουν τον Αγησίλαο. Ο Αγησίλαος αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και όταν ήταν μικρά έπαιζε μαζί τους, καβαλώντας, σαν σε άλογο, ένα καλάμι. Κάποια μέρα όμως τον είδε ένας φίλος του σε αυτή την στάση και ο Αγησίλαος τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα σε κανέναν. Αλλά εκείνος δεν κράτησε τον λόγο του και το είπε σε άλλους, για να διαδοθεί σιγά - σιγά σε όλους και να φθάσει στις μέρες μας, με αλλαγμένη την ερμηνεία του (το λέμε όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον ότι πήραν τα μυαλά του αέρα).

 

ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΙΑ...

Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδάτορας- ονομαζόταν Παπίας. Με τον καιρό αυτό το όνομα έγινε τιμητικός τίτλος, που δίνονταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Κάποτε - όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β' - Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες. Όταν κάποιος τού παραπονιόταν πως τον αδίκησε έλεγε υποκριτικά "Είσαι ο καλύτερός μου φίλος. Πως μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;" Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι' αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά "Ποιείς τον Παπία;" Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.

 

ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ...

Έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο. Την εποχή λοιπόν που οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν την Πόλη, χρησιμοποιούσαν εμπορικά πλοία στα οποία έδεναν ένα μικρό καραβάκι από πίσω προκειμένου να μεταφέρουν τα πυρομαχικά. Το καραβάκι αυτό είχε σχήμα αχλαδιού. Έτσι λοιπόν όταν οι φρουροί των τειχών έβλεπαν ένα τέτοιο πλοίο καταλάβαιναν από το καραβάκι ότι ήταν πολεμικό και όχι εμπορικό. Φώναζαν λοιπόν για να προειδοποιήσουν τους υπολοίπους "Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά"αναφερόμενοι στο καραβάκι με τα πυρομαχικά.

 

ΤΗΣ ΚΡΕΜΑΣΑΝ ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ...

Αυτοί που παρακολουθούσαν το θέαμα της διαπόμπευσης, δεν τους αρκούσε που άκουγαν βρισιές και τα διάφορα πειράγματα, αλλά για να γίνεται περισσότερος θόρυβος τους κρέμαγαν διάφορα καμπανάκια (κουδούνια) ή τους υποδεχόντουσαν με κωδωνοκρουσίες.

 

Του Κουτρούλη ο Γάμος

Κατά τη διαπόμπευση κουρεύανε τον "αμαρτήσαντα", τον έκαναν δηλαδή "κουτρούλη" (από το κούτρα, που θα πει κεφάλι) κι ύστερα άρχιζε η περιφορά στους δρόμους και στις πλατείες της βασιλεύουσας των πόλεων. Γινόταν πραγματικό πανδαιμόνιο, με τενεκέδες, σάπια φρούτα, λεμόνια που του πετούσαν, τα κουδούνια που του κρεμούσαν, και τις καμπάνες που τις χτυπούσαν, για να τον υποδεχτούν.

 

Θα γίνουμε από δύο χωριά

Από τα πολύ παλιά χρόνια οι Έλληνες είχαμε το διχασμό. Αυτή η κατάσταση βασίλευε και μεταξύ γειτονικών χωριών. Αφορμή να τσακωθούν δυο χωριά ήταν τα όρια, τα εδάφη βοσκής, η χάραξη καινούργιου δρόμου κλπ. Έτσι έμεινε και η φράση: "θα γίνουμε από δυο χωριά", δηλαδή θα γίνουμε εχθροί σαν να είμαστε από δυο διαφορετικά χωριά.

 

ΤΗΣ Π...ΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ

ή Της εκδιδομένης το κικλίδωμα

Το κάγκελο, είτε ξύλινο είτε σιδερένιο με διάφορα σχέδια είναι το χώρισμα που βάζουν για να προστατευθεί ένας χώρος. Η έκφραση ίσως να προήλθε από τα κάγκελα που έβαζαν μπροστά από την πόρτα τους, για να προστατεύονται από τους ανεπιθύμητους ταραξίες.

 

ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙΣ, ΧΡΟΝΟΥΣ ΝΑ ΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούμε για κάποιον που αποχωρίζεται από τα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα και με κάποια πικρία τούς τη λέει. Προήλθε από ένα δημοτικό μας μοιρολόγι.

 

Η ΕΝ ΠΟΛΛΑΙΣ ΑΜΑΡΤΙΑΙΣ...

Είναι μια φράση από το ποίημα της μοναχής Κασσιανής που ψάλλετε τη Μ. Τρίτη το βράδυ και τη χρησιμοποιούμε για κάποια που έκανε πολλά αμαρτήματα στη ζωή της και μετά μετανόησε.

 

Η ΓΡΙΑ ΚΟΤΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΖΟΥΜΙ

Λαϊκή έκφραση που σημαίνει ότι οι γέροντες αξίζουν περισσότερο από τους νέους, επειδή έχουν μεγάλη πείρα και σύνεση

 

ΖΟΧΑΔΙΑΣΤΗΚΑ

Ζοχάδα είναι η κοινή ονομασία των αιμορροΐδων. Ζοχαδιάζομαι σημαίνει ότι γίνομαι νευρικός και κακότροπος, όπως εκείνοι που πάσχουν από τις αιμορροΐδες

 

ΚΑΘΕ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ ΤΟΥ

Στα παλιά τα χρόνια τα κουρσάρικα πλοία είχαν πλήρωμα συνήθως κωπηλάτες, που οι περισσότεροι ήταν συνήθως κατάδικοι (άνθρωποι των κατέργων - δηλ. πλοίο που δούλευαν στο πλοίο). Όταν λοιπόν ο αέρας έπεφτε και το καράβι έπρεπε να συνεχίσει την πορεία του, μια φωνή δυνατή ξεσήκωνε απ' το ξαπόσταμά τους, τους ανθρώπους αυτούς: "Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του". Ήταν η διαταγή να καθίσουν και πάλι στα κουπιά, στους μακρινούς ξύλινους πάγκους.

 

ΘΑ ΣΕ ΚΑΝΩ ΤΟΥ ΑΛΑΤΙΟΥ

Η φράση "θα σε κάνω του αλατιού" βγήκε από τον τρόπο που γίνονται οι σαρδέλες και γενικά όλα τα ψάρια, όταν παστώνονται με αλάτι. Ζαρώνουν και χάνουν την όμορφη εμφάνισή τους. Έτσι λοιπόν, θα τον κάνει όταν τον δείρει, όπως το ψάρι στο αλάτι.

 

ΝΑ ΤΡΑΒΑΣ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΣΟΥ

Φράση που τη μεταχειρίζεται κανείς, όταν θέλει να πει σε κάποιον ότι θα τον κάνει να πονέσει, θα τον καταστρέψει . Η φράση προήλθε από το έθιμο να τραβάνε τα μαλλιά τους αυτοί που πενθούν, αυτοί που θρηνούν.

 

ΚΑΠΟΙΟΣ ΦΟΥΡΝΟΣ ΓΚΡΕΜΙΣΕ

Παλαιότερα, τα σπίτια ενός χωριού μετριόντουσαν με τους. ..φούρνους τους. Οι χωρικοί, δηλαδή, δεν έλεγαν ότι» το χωριό μου έχει τόσα σπίτια» αλλά» τόσους φούρνους», επειδή κάθε σπίτι είχε και το δικό του φούρνο, για να ψήνει το ψωμί του. Όταν λοιπόν στα χωριά πέθαινε κανένας νοικοκύρης, οι φίλοι του έλεγαν: "Ο φούρνος του μπάρμπα Νότη γκρέμισε", εννοώντας ότι με το θάνατο του αρχηγού της οικογένειας, το σπίτι γκρέμιζε, χανόταν. Από τη μεταφορική λοιπόν αυτή φράση, βγήκε η έκφραση "Κάποιος φούρνος γκρέμισε" που τη λέμε, όταν μας επισκέπτεται κάποιος, που έχουμε να δούμε πολύ καιρό.

 

ΚΑΠΟΙΟ ΛΑΚΚΟ ΕΧΕΙ Η ΦΑΒΑ

Σε όλα τα μέρη που τρώνε φάβα ανοίγουν ένα λάκκο και ρίχνουν μέσα λάδι, γιατί η φάβα βράζεται μόνο με το νερό της . Από 'δω έχουμε και τη γνωστή φράση "κάποιο λάκκο έχει η φάβα".

 

ΕΦΑΓΕ ΤΟ ΚΑΤΑΠΕΤΑΣΜΑ

Για εκείνους που τρώνε πάρα πολύ, τους αδηφάγους ή τους άρπαγες, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε την έκφραση αυτή. Παραπέτασμα, κουρτίνα, στόρι, ίσως και τραπεζομάντηλο. Στη φράση αυτός που πήρε ακόμα και το "αταπέτασμα" ή κατά άλλους έφαγε ακόμα και το τραπεζομάντηλο....τόση πείνα είχε....

 

ΕΦΑΓΕ ΤΟ ΞΥΛΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

Στο Βυζάντιο οι δάσκαλοι ήταν, σχεδόν όλοι, καλόγεροι και παπάδες. Φυσικά, έδερναν κι αυτοί τους μαθητές, αλλά μόνο μια φορά το χρόνο. Δηλαδή τον Αύγουστο, που σταματούσαν τα μαθήματα - για να ξαναρχίσουν, πάλι, τέλη Σεπτεμβρίου - κάθε μαθητής ήταν υποχρεωμένος να περάσει από τον παιδονόμο, για να φάει το. .ξύλο του. Έτσι είχαν την εντύπωση, ότι τον ένα μήνα, που θα έλειπαν από το σχολείο, θα ήταν φρόνιμοι. Από αυτό βγήκε και η φράση: "έφαγε το ξύλο της χρονιάς του", που τη λέμε, όταν μαθαίνουμε, πως κάποιος τις έφαγε για τα καλά.

 

ΕΣΥΡΑ ΤΣΗ ΤΡΟΙΑΔΑΣ ΤΑ ΚΑΚΑ

Αυτή τη φράση τη λένε οι Πόντιοι. Η φάση αυτή αναφέρεται στα δεινοπαθήματα των Αχαιών μπροστά στα τείχη της Τροίας, και εκείνα μετά την Άλωση, δεινά που έγιναν τόσο γνωστά, από τα περίφημα έπη του Ομήρου..