Εμβάθυνση της τοπικής δημοκρατικής διακυβέρνησης για την εξάλειψη της φτώχειας και την επίτευξη των στόχων ανάπτυξης της χιλιετίας

 

Τοποθέτηση στην Παγκόσμια Σύμπραξη Πόλεων ενάντια στην Φτώχεια

Πρόγραμμα Ανάπτυξης Ενωμένων Εθνών UNDP-Γραφείο Γενεύης

 

Αποστολόπουλος Τάσος

Μέλος Εκτελεστικής Επιτροπής ΑΔΕΔΥ

Αναπληρωτής Πρόεδρος ΙΝΕ ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

Αθήνα 26-28 Μαρτίου 2008

 

Αγαπητοί σύνεδροι

Προκειμένου να σας περιγράψω την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα και να διαπιστωθεί αν υπάρχει τάση εγκλωβισμού μεγαλύτερου αριθμού του πληθυσμού στη φτώχεια, η τοποθέτησή μου θα έχει τρία σκέλη.  Το πρώτο σκέλος θα αφορά το επίπεδο των εισοδημάτων των εργαζομένων. Το δεύτερο θα αφορά το επίπεδο των συντάξεων και το τρίτο θα αφορά το επίπεδο  φτώχεια στην Ελλάδα. Θα κλείσω με το αν μπορεί η εμβάθυνση της τοπικής δημοκρατικής διακυβέρνησης να βοηθήσει στην εξάλειψη της φτώχειας.

 

Α΄ Επίπεδο εισοδημάτων:

α. Συγκριτική ανάλυση του επιπέδου των αμοιβών στις χώρες της ΕΕ-15:

Από την επεξεργασία των στοιχείων της βάσης δεδομένων Ameco της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκύπτει ότι για το έτος 2006, στην κατάταξη των ακαθάριστων μισθών σε Ευρώ (καθαρός μισθός και εισφορές μισθωτού), η Ελλάδα διατηρεί, όπως και επί σειρά προηγουμένων ετών, την προτελευταία θέση. Οι μέσες μηνιαίες αποδοχές το 2006 ανέρχονταν στην Ελλάδα σε 1501 Ευρώ για τους απασχολούμενους με πλήρες ωράριο έναντι 2391 κατά μέσο όρο στις άλλες «παλαιές» χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Το αντίστοιχο μέγεθος στην Πορτογαλία ανερχόταν σε 1238 Ευρώ.

Αν εξετάσουμε τις ίδιες αμοιβές προσαυξημένες κατά τις εργοδοτικές εισφορές, έτσι ώστε το συνολικό ύψος να αντιστοιχεί στο μηνιαίο κόστος εργασίας σε Ευρώ θα διαπιστώσουμε ότι το κόστος αυτό ανέρχεται σε 2942 Ευρώ στην ΕΕ-15 κατά μέσο όρο, σε 1856 Ευρώ στην Ελλάδα (ήτοι περίπου στα 2/3 του μέσου όρου της ΕΕ-15) και σε 1487 Ευρώ στην Πορτογαλία.

Η σύγκριση των αποδοχών, ως εισόδημα, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και το διαφορετικό ύψος των τιμών των αγαθών και υπηρεσιών στις 15 χώρες μέλη έτσι ώστε οι μισθοί να είναι συγκρίσιμοι μεταξύ τους ως προς την αγοραστική τους δύναμη.

Απ΄ αυτή την εξέταση προκύπτει ότι η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα, κατά το 2006, ανερχόταν στο 72% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Η αντίστοιχη αγοραστική δύναμη στην Πορτογαλία ήταν 60% ενώ το επίπεδο της Ισπανίας ήταν κατά τι ανώτερο (77%).

 

β. Οι εισοδηματικές ανισότητες

Ένας βασικός δείκτης ανισότητας (που περιλαμβάνεται στους διαρθρωτικούς δείκτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) αποτελεί και ο λόγος του εισοδήματος των 20% περισσότερο εύπορων προς το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων.

Οι μελέτες μας στο Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ μας λένε ότι η  Ελλάδα διακρίνεται για τις οικονομικές ανισότητές της: το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων Ελλήνων είναι συστηματικά περίπου 6 φορές υψηλότερο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων Ελλήνων.

 

γ. Το Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και οι μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ , το 31,0% των μισθωτών έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα από 751-1.000, το 24,0% των μισθωτών λαμβάνουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 501-750, ενώ μεταξύ 1.001-1.250καθαρού μηνιαίου εισοδήματος αναλογεί στο 22,3% των μισθωτών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το ήμισυ των μισθωτών έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται από 501 έως 1.000, ενώ 1 στους 5 μισθωτούς έχει μεγαλύτερο από 1.000που όμως δεν ξεπερνά τα 1.250. Τέλος το 11,6% των μισθωτών (1 στους 10) έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 1.251-1.500, πάνω από 1.501αναλογεί συνολικά στο 5,2% των μισθωτών, παραπλήσια αναλογία μισθωτών (5,1%) λαμβάνουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 251-500ενώ μέχρι 250καθαρού μηνιαίου εισοδήματος αναλογεί στο 0,8% των μισθωτών.

 

δ. Το Εισόδημα από πλήρη και μερική απασχόληση

Πάνω από το ήμισυ των μισθωτών των οποίων το καθαρό μηνιαίο εισόδημα δεν ξεπερνά τα 500εργάζονται με μερική απασχόληση (53,7%) ενώ το υπόλοιπο 46,3% με πλήρη απασχόληση. Μηνιαίο καθαρό εισόδημα πάνω από 501λαμβάνουν κυρίως οι μισθωτοί που εργάζονται με πλήρη απασχόληση καθώς οι απασχολούμενοι με μερική απασχόληση αναλογούν μόλις το 1,8% του αντίστοιχου συνόλου των μισθωτών που έχουν δηλαδή μηνιαίο καθαρό εισόδημα πάνω από 501.

Ειδικότερα, ένας στους τέσσερις μερικά απασχολούμενους λαμβάνει μηνιαίο καθαρό εισόδημα μεταξύ 501-750και αναλογεί στο 5,0% περίπου των μισθωτών με αντίστοιχο μηνιαίο εισόδημα. Περίπου 1 στους 10 μερικά απασχολούμενους έχει μηνιαίο καθαρό εισόδημα πάνω από 751, (8,5% των μερικώς απασχολούμενων έχει εισόδημα από 751-1.000ενώ πάνω από 1.001λαμβάνει το 3,8% αυτών), οι οποίοι αναλογούν λιγότερο από το 1,0% των μισθωτών που έχουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα πάνω από 751.

 

ε. Το Εισόδημα από μόνιμη και προσωρινή απασχόληση

Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι με προσωρινή απασχόληση εργάζεται υπερδιπλάσιος αριθμός μισθωτών έναντι όσων μισθωτών εργάζονται με μερική απασχόληση.

Λίγο πάνω από το ήμισυ όσων μισθωτών λαμβάνουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα μέχρι 250και περίπου στο ήμισυ όσων το εισόδημα κυμαίνεται από 251-500, (53,8% και 45,2% αντίστοιχα), αναλογούν οι εργαζόμενοι με μορφή προσωρινής απασχόλησης.

Στους προσωρινά απασχολούμενους μισθωτούς ένας στους τρεις λαμβάνει καθαρό μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται μεταξύ 510-750, ένας στους τέσσερις έχει μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 751-1.000ενώ ένας στους πέντε το μηνιαίο εισόδημα που λαμβάνει είναι από 251-500. Μόλις 1 στους 10 προσωρινά απασχολούμενους μισθωτούς έχει μηνιαίο εισόδημα πάνω από 1.000, οι οποίοι αναλογούν στο 3,2% των μισθωτών που έχουν αντίστοιχο μηνιαίο καθαρό εισόδημα.

 

ζ. Το εισόδημα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και σε ιδιωτική επιχείρηση

Μεγάλες διαφορές υπάρχουν στο καθαρό μηνιαίο εισόδημα που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στους εν λόγω τομείς της οικονομίας καθώς οι τρεις στους τέσσερις μισθωτούς στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνουν μηνιαίο εισόδημα μέχρι 1.000, στον ευρύτερο δημόσιο η αναλογία μειώνεται σε ένα στους τρεις μισθωτούς, ενώ αυτό το καθαρό μηνιαίο εισόδημα από τους 10 μισθωτούς που το λαμβάνουν οι 8 εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα.

Ειδικότερα, ένας στους τρεις μισθωτούς που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα λαμβάνει καθαρό μηνιαίο εισόδημα είτε 501-750είτε 751-1.000αναλογώντας στο 90,0% και στο 75,0% αντίστοιχα των μισθωτών με αντίστοιχο μηνιαίο καθαρό εισόδημα.

Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ένας στους τρεις μισθωτούς λαμβάνει μηνιαίο καθαρό εισόδημα που κυμαίνεται από 1.001-1250, ενώ ένας στους πέντε το εισόδημά του είναι είτε 751-1.000είτε 1.251-1.500.

Πάνω από 1.251ως μηνιαίο καθαρό εισόδημα λαμβάνει λιγότερο από το 10,0% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, ενώ αναλογούν ένας μισθωτός του ιδιωτικού τομέα στους τρεις μισθωτούς που έχουν αντίστοιχο μηνιαίο καθαρό εισόδημα. Η αναλογία των γυναικών που λαμβάνει αντίστοιχο καθαρό μηνιαίο εισόδημα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα διαμορφώνεται σε 1 κάθε τρεις μισθωτούς και στον ιδιωτικό τομέα 1 σε κάθε 5 μισθωτούς.

 

η. Το εισόδημα ανδρών και γυναικών

Στους άνδρες η κατανομή στο καθαρό μηνιαίο εισόδημα διαφέρει καθώς

συμμετέχουν με μεγαλύτερη αναλογία στις κατηγορίες πάνω από 751έναντι της μέσης όλων των μισθωτών και με μικρότερη αντίστοιχα αναλογία στις κατηγορίες κάτω από 750. Στις γυναίκες οι αναλογίες ως προς τις μέσες όλων των μισθωτών είναι διαφορετικές, δηλαδή συμμετέχουν με μικρότερη αναλογία στις κατηγορίες πάνω από 751και με μεγαλύτερη αναλογία στις κατηγορίες κάτω από 750.

Χαρακτηριστικό των διαφορών είναι ότι 3 στους 4 μισθωτούς των οποίων το καθαρό μηνιαίο εισόδημα δεν ξεπερνά τα 500είναι γυναίκες, η αναλογία μειώνεται σε 1 γυναίκα ανά 3 μισθωτούς των οποίων το καθαρό μηνιαίο εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 751έως 1.500, ενώ στην κατηγορία πάνω από 1.501αναλογεί 1 γυναίκα στους 5 μισθωτούς.

Η αναλογία μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι περίπου ίση μόνο στην κατηγορία όσων το εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 501-750(οι γυναίκες αναλογούν στο 54,6% των μισθωτών).

 

Συμπερασματικά παρατηρούμε ότι:

  • Η μερική απασχόληση, κύριο χαρακτηριστικό στην γυναικεία απασχόληση, δεν έχει υψηλές αμοιβές με συνέπεια να παράγει χαμηλό καθαρό μηνιαίο εισόδημα.
  • Από τους μερικώς απασχολούμενους οι 2 στους 3 έχουν καθαρό μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 500και στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες (8 στους 10),
  • Οι καθαρές μηνιαίες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μεσαία εισοδήματα καθώς 2 στους 3 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα λαμβάνουν καθαρό μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 501και 1.000, ενώ στην πλειοψηφία τους οι μισθωτοί με το εισόδημα αυτό εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα (8 στους 10).
  • Πάνω από το ήμισυ των μισθωτών που εργάζεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα λαμβάνει καθαρό μηνιαίο εισόδημα μεταξύ 1.001και 1.500, ενώ στον ιδιωτικό τομέα είναι ένας στους πέντε εργαζόμενους έχει αυτό το εισόδημα.

 

Α΄ Επίπεδο συντάξεων:

Αν ρίξουμε μια ματιά στις συντάξιμες αποδοχές στην Ελλάδα θα διαπιστώσουμε μια τραγική εικόνα:

  • Η μέση σύνταξη στο δημόσιο 2007 δεν ξεπέρασε τα όρια της φτώχειας, κινήθηκε κάτω από τα 750 ευρώ.
  • Στο δημόσιο έχουμε τη μικρότερη κατώτερη σύνταξη που υπάρχει στη χώρα μας. Έχουμε συντάξεις των 330 ευρώ.
  • Η μέση γενική κύρια σύνταξη το 2005, το 2006 και το  2007 διαμορφώθηκε  περίπου στα 588 ευρώ για όλα τα ταμεία πλην ΟΓΑ.

Κύρια σύνταξη κάτω των 500 ευρώ έχει:

Το 61% των συνταξιούχων του ΙΚΑ

Το 57% των συνταξιούχων του ΤΕΒΕ

Το 93% των συνταξιούχων του ΤΣΑ

Το 46% των συνταξιούχων του Ταμείου Εμπόρων

 

Γ΄ Το επίπεδο φτώχειας στην Ελλάδα:

 

Στη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας το Μάρτιο του 2000, οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ε.Ε., δήλωσαν ότι ο αριθμός των φτωχών ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι "απαράδεκτος" και απηύθυναν έκκληση ώστε να γίνουν αποφασιστικά βήματα για την εξάλειψη της φτώχειας.

Επτά χρόνια αργότερα η κατάσταση στο ελάχιστο δεν έχει βελτιωθεί. Το πρόβλημα της κοινωνικής ανισότητας στην Ελλάδα οξύνεται όπως οξύνεται και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα το ποσοστό του 21% -από τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ- αγγίζει η ομάδα του πληθυσμού που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, παρά τη σημαντική άνοδο των κρατικών κονδυλίων που δαπανώνται τα τελευταία χρόνια για την κάλυψη των αυξημένων κοινωνικών αναγκών.

Στην «κορυφή» των κοινωνικών ανισοτήτων βρίσκονται περιφέρειες της Ηπείρου με ποσοστό πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας 37%, της Στερεάς Ελλάδας με 32%, καθώς και της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας με 31%. Στον αντίποδα βρίσκονται η Αττική με ποσοστό πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας 12%, η Κρήτη με 18% και τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου με ποσοστό 22%.

Τα στοιχεία αυτά είναι από έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). Η έρευνα καταδεικνύει ότι η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός μεταναστεύουν από την περιφέρεια της χώρας στα γκέτο και στις λαϊκές γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων.

Μελετώντας τη φτώχεια που πλήττει την τρίτη ηλικία οι μελετητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι περίπου 500.000 άτομα ηλικίας άνω των 64 ετών αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες.

Ωστόσο, το 79% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ζει σε νοικοκυριά που μετρούν τουλάχιστον έναν εργαζόμενο. «Έτσι δεν εκπλήσσει το ότι τα άτομα ηλικίας από 18 ως 64 ετών πλήττονται επίσης από τη φτώχεια» τονίζουν οι ερευνητές του ΕΚΚΕ.

Παράλληλα, παρατηρείται ότι στην Ήπειρο και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ο μισός πληθυσμός των αγροτικών περιοχών ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, δηλαδή σε σύνολο 131.000 κατοίκων των αγροτικών περιοχών της Ηπείρου, οι 76.000 βρίσκονται κάτω από τη γραμμή της φτώχειας, ήτοι ποσοστό 57,8%!

Την τελευταία 30ετία, ενώ υπήρξε στην Ελλάδα σημαντική οικονομική ανάπτυξη, η κατάσταση των οικονομικά ευπαθών ομάδων δεν παρουσίασε ανάλογη βελτίωση, διότι μόνο ποσοστό «20,4% από την αύξηση της κατανάλωσης ήταν προς όφελος των φτωχών», ενώ το 79,6% δόθηκε στους προνομιούχους!

Στις ομάδες υψηλού κινδύνου φτώχειας, σύμφωνα με την έρευνα, συγκαταλέγονται τα νοικοκυριά με έναν εργαζόμενο που είναι απόφοιτος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι.

Τέλος θα ήθελα να παρουσιάσω και στοιχεία της ΕΣΥΕ. Είναι λίγο παλιά, είναι του 2004, έχουν και διατηρούν, όμως,  την αξία τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 2004 τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, είναι της τάξης των 832.456 και τα μέλη τους σε 2.088.701 άτομα. Η ΕΣΥΕ  προσδιορίζει το χρηματικό όριο της φτώχειας στο ποσό των 5.300,18 ευρώ ανά άτομο ετησίως και σε 11.130,37 ευρώ για τις τετραμελείς οικογένειες.

Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία απειλούνται από οικονομική επισφάλεια κατά 20,1%, ενώ τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία κατά 19,7%. Το παράδοξο αυτό γεγονός ερμηνεύεται από την ΕΣΥΕ ότι τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές απειλούνται από φτώχεια σε μεγαλύτερο βαθμό (υπερδιπλάσιο) του ποσοστού του συνόλου της χώρας, αν και το ποσοστό ιδιοκατοίκησης φτάνει το 97%.

Σύμφωνα πάντα με τη Στατιστική Υπηρεσία, τα μέλη των νοικοκυριών διαμένουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές απειλούνται από τη φτώχεια περισσότερο από αυτά που διαμένουν σε πυκνοκατοικημένες και ενδιάμεσης πυκνότητας περιοχές. Τα ποσοστά κινδύνου οικονομικής επισφάλειας, ανα βαθμό πυκνότητας πληθυσμού είναι 13%, 25,4% και 41,3% για τις πυκνοκατοικημένες, ενδιάμεσης πυκνότητας και αραιοκατοικημένες περιοχές αντίστοιχα.

Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες στέγασης στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας, το 20,7% έχει προβλήματα με υγρασία στους τοίχους, την οροφή και τα κουφώματα του σπιτιού. Ένα ποσοστό 19,4% του συνόλου του πληθυσμού δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση. Το 18,6% του πληθυσμού έχει προβλήματα θορύβων από τους γείτονες και άλλο ένα 15,1% έχει προβλήματα περιβαλλοντικά (από βιομηχανία ή κυκλοφορία αυτοκινήτων).

Στην κατηγορία «φτωχός πληθυσμός» η οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση φτάνει το 36%, ενώ το 12,2% του φτωχού πληθυσμού δεν διαθέτει εσωτερική τουαλέτα. Τέλος, οι υγρασίες στην οροφή στους τοίχους και τα κουφώματα αντιμετωπίζονται από το 31,9% του φτωχού πληθυσμού.  Σε ό,τι αφορά την εκπλήρωση βασικών αναγκών, το 60,2% του φτωχού πληθυσμού δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, το 24,7% δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες διατροφής που προσδιορίζονται σε αγορά κρέατος ή ψαριού ή κοτόπουλου κάθε δεύτερη ημέρα. Επίσης, το 82,2% του φτωχού πληθυσμού δεν μπορεί να πληρώσει τις δαπάνες μιας εβδομάδας διακοπών.

Τα νοικοκυριά που δηλώνουν δυσκολίες για να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή παγίων λογαριασμών στην κατηγορία του φτωχού πληθυσμού καταγράφονται σε κάθε περίπτωση ως εξής:

  • Το 41,1% του φτωχού πληθυσμού έχει δυσκολίες για να ανταποκριθεί στην πληρωμή παγίων λογαριασμών (ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, αερίου), ενώ το 11,7% έχει δυσκολίες για να καταβάλλει το ενοίκιο της κατοικίας ή τη δόση δανείου κύριας κατοικίας.
  • Το 9,5% δηλώνει δυσκολία στην καταβολή των δόσεων πιστωτικών καρτών ή δόσεων για οικοσκευή. Το 31,1% των ελληνικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας αντιμετωπίζει με δυσκολία την κάλυψη των συνήθων αναγκών τους και το 15,1% δηλώνει ότι τις αντιμετωπίζει «με μεγάλη δυσκολία». Αντίθετα, μόνο το 1,9% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει τις συνήθεις ανάγκες του «πολύ εύκολα» και το 11% «εύκολα».

Τέλος, «με μικρή δυσκολία» αντιμετωπίζει τις συνήθεις ανάγκες του το 25,1% του συνόλου του πληθυσμού. Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα όταν αφορούν τον φτωχό πληθυσμό.

Αγαπητοί σύνεδροι

Η εικόνα που σας περιέγραψα δείχνει ξεκάθαρα ότι αν δεν παρθούν ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της φτώχειας η κατάσταση θα γίνει εκρηκτική τα επόμενα χρόνια.

Το πρόβλημα  της φτώχειας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με «επιδόματα φτώχειας». Χρειάζεται αναδιανομή του πλούτου κάτι που δεν είναι διατεθειμένες οι κυβερνήσεις να πράξουν μέσα στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Άρα η λύση θα πρέπει να έρθει μέσα από την ίδια την κοινωνία και από τα κινηματικά χαρακτηριστικά που πρέπει άμεσα να αποκτήσουν οι συνδικαλιστικές εκφράσεις των εργαζομένων.

Σ΄ αυτή την πορεία διεκδίκησης της αναδιανομής του πλούτου και της άρσης των ανισοτήτων σε παγκόσμιο επίπεδο μπορεί να παίξει ουσιαστικό ανατρεπτικό ρόλο και η τοπική αυτοδιοίκηση με την προϋπόθεση ότι δε θα εγκλωβιστεί μόνο σε πολιτικές «βοηθημάτων των φτωχών» του δήμου ή της νομαρχίας αλλά θα προχωρήσει και σε παραπέρα βήματα. Βήματα που θα την φέρουν σε κοινό μέτωπο με άλλες κοινωνικές και συνδικαλιστικές εκφράσεις. Από κοινού μπορεί και πρέπει να ανατραπεί η σημερινή άδικη και απαράδεκτη κατάσταση.