Η κρίση των συλλογικών θεσμών στο σχολείο - Ερμηνεία και υπέρβαση
 

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ Διευθυντή του 11ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμαριάς και αντιπροέδρου του Α' Συλλόγου Εκπαιδευτικών ΠΕ Θεσσαλονίκης

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010
 

Τα τελευταία χρόνια γίνεται ολοένα και περισσότερο αισθητή η κρίση που διέπει τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Με το Νόμο 1566 του 1985, καθιερώθηκε ο θεσμός του σχολικού συμβουλίου και συνάμα ο σύλλογος διδασκόντων απέκτησε θεσμική αναφορά. Στη συνέχεια με μεγάλη καθυστέρηση, το 2002  με υπουργική απόφαση επιχειρήθηκε από πλευράς Υπουργείου Παιδείας να δοθούν στα όργανα αυτά συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Στη πράξη όμως, και σήμερα, διαπιστώνεται ότι αυτά υπολειτουργούν και σε καμιά περίπτωση δεν έχουν ανταποκριθεί στους λόγους για τους οποίους έχουν θεσπιστεί.

Η ευθύνη για το γεγονός αυτό δεν είναι μονοσήμαντη και θα μπορούσε να αναζητηθεί σε μια σειρά από αιτίες και παράγοντες που έχουν άμεση σχέση με τη θεσμική ολιγωρία, την αδράνεια του Υπουργείου Παιδείας καθώς και στην αξιολογική ασυλία που αφορά τη λειτουργία εκπαιδευτικών θεσμών στη χώρα μας, αλλά και γενικότερα στην έλλειψη οποιουδήποτε πλαισίου ανάπτυξης της κάθε δραστηριότητας των εμπλεκομένων φορέων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι ο θεσμός του σχολικού συμβουλίου αποτελεί άγνωστο πεδίο τόσο για τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σχολικής μονάδας όσο και για τους ενδιαφερόμενους συλλόγους γονέων και κηδεμόνων, όχι βέβαια με δική τους ευθύνη. Τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει εξαιτίας της υπέρβασης εξουσίας από μερίδα διευθυντών σχολικών μονάδων και της αυταρχικής διοικητικής νοοτροπίας τους, που αντιλαμβάνονται τη συλλογικότητα και τη δημοκρατική λειτουργία του σχολείου ως παρέμβαση και εμπόδιο στην άσκηση των καθηκόντων τους. Την ίδια στιγμή, προβλήματα στη διαδικασία οργάνωσης και λειτουργίας του σχολικού συμβουλίου προκύπτουν τόσο από πλευράς εκπροσώπων των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων όσο και από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οι πρώτοι, θεωρούν ως δικαίωμα τους να παρεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό και διδακτικό έργο του σχολείου με τρόπο πιεστικό και αντιδεοντολογικό. Από τη πλευρά τους, πολλοί εκπαιδευτικοί μετατρέπουν το σχολικό συμβούλιο σε πεδίο συνδικαλιστικής αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, δημιουργώντας πολώσεις που ακυρώνουν το παιδαγωγικό κλίμα και δημιουργικό έργο στο σχολείο. Με άλλα λόγια το συλλογικό όργανο έχει ήδη χάσει το ουσιαστικό νόημα του και σημασία, και χρήζει ριζικής αναθεώρησης. Οι ίδιοι προβληματισμοί ισχύουν και για το θεσμό του συλλόγου διδασκόντων που σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρμοδιότητες του επικαλύπτονται και ταυτίζονται με τις αρμοδιότητες του σχολικού συμβουλίου. Η εμπειρία από τη λειτουργία του συλλόγου διδασκόντων όλα αυτά τα χρόνια δείχνει πως τις περισσότερες φορές ο θεσμός αυτός έχει αποσπασματικό και ευκαιριακό χαρακτήρα, κινείται στη λογική της παραδοσιακής διεκπεραίωσης γραφειοκρατικών θεμάτων και δεν έχει αποκτήσει παιδαγωγική διάσταση για να μπορεί να έχει ουσιαστικό χαρακτήρα στον προγραμματισμό και υλοποίηση του εκπαιδευτικού έργου στο σχολείο.

Με βάση όλα αυτά απαιτείται:

  • Αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου του σχολικού συμβουλίου με ποσοτική ανασύνθεση και σαφή προσδιορισμό αρμοδιοτήτων χωρίς να προκαλούν σύγχυση και αντιπαλότητα στο εσωτερικό του σχολείου.
  • Αντίστοιχες αποφασιστικές αρμοδιότητες να δοθούν στο σύλλογο διδασκόντων, για όλα τα θέματα που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία του σχολείου στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής της σχολικής μονάδας.
  • Στα πλαίσια όλων των παραπάνω η διαμόρφωση εσωτερικών κανονισμών λειτουργίας σχολικού συμβουλίου και συλλόγου διδασκόντων με πρωτοβουλία και ευθύνη των σχολικών μονάδων κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.