Óáí óÞìåñá Ýãéíå ç óöáãÞ óôï Äßóôïìï |
|
---|---|
Βασßλης Φουρτοýνης, δÜσκαλος |
ÄåõôÝñá 10 Éïõíßïõ 2013 |
Στο μαρτυρικü χωριü της Βοιωτßας, οι Ναζß διÝπραξαν μßα απü τις μεγαλýτερες σφαγÝς αμÜχων στην ΕλλÜδα, σκοτþνοντας με φρικαλÝο τρüπο 228 Üμαχους κατοßκους. Στις 10 Ιουνßου του 1944 ο Fritz Laufenbach, λοχαγüς των SS Ýλαβε διαταγÞ να μετακινÞσει τον λüχο του απü την ΛιβαδειÜ προς Δßστομο, Στεßρι και ΚυριÜκι με σκοπü τον εντοπισμü ανταρτþν στην δυτικÞ πλευρÜ του Ελικþνα. Για να ξεγελÜσουν τους αντÜρτες οι Γερμανοß χρησιμοποßησαν δýο επιταγμÝνα ελληνικÜ φορτηγÜ γεμÜτα με Üνδρες των SS μεταμφιεσμÝνους σε χωρικοýς, τα οποßα προπορεýονταν της κýριας φÜλαγγας. Ταυτüχρονα ο 10ος και 11ος λüχος του 3ου τÜγματος απü την ¶μφισσα κατευθυνüταν προς το Δßστομο για να συναντÞσουν τον 2ο λüχο. Οι 3 λüχοι συναντÞθηκαν χωρßς να Ýχουν εντοπßσει αντÜρτες εκτüς απü 18 παιδιÜ που κρýβονταν σε γýρω στÜνες. ¸ξι απü τα παιδιÜ που προσπÜθησαν να δραπετεýσουν εκτελÝστηκαν. Οι Γερμανοß μπÞκαν στο Δßστομο και εκφοβßζοντας τους χωρικοýς Ýμαθαν üτι υπÞρχαν αντÜρτες στο Στεßρι. Ο 2ος λüχος κατευθýνθηκε προς τα εκεß και στην θÝση ΛιθαρÜκι, περιοχÞ του Στειρßου Ýπεσαν σε ενÝδρα των ανταρτþν του του ΕΛΑΣ. Η μÜχη του Στειρßου Þταν σκληρÞ και κρÜτησε περßπου μÝχρι τις δýο το μεσημÝρι αναγκÜζοντας τους Γερμανοýς σε οπισθοχþρηση. Οι απþλειες των Γερμανþν Þταν περßπου 40 νεκροß και των ανταρτþν 15.
ΜανιασμÝνοι δολοφüνοι Σε αντßποινα για την πανωλεθρßα τους οι Γερμανοß μπÞκαν στο Δßστομο και Üρχισαν την σφαγÞ üσων κατοßκων βρισκüταν στο χωριü. Η μανßα τους Þταν τüσο μεγÜλη, þστε δεν ξεχþριζαν απü το μακελειü οýτε τα γυναικüπαιδα οýτε τους ηλικιωμÝνους. Τον παπÜ του χωριοý τον αποκεφÜλισαν, βρÝφη εκτελÝστηκαν και γυναßκες βιÜστηκαν πριν θανατωθοýν. Η σφαγÞ σταμÜτησε μüνον üταν νýχτωσε και αναγκÜστηκαν να επιστρÝψουν στην ΛειβαδιÜ, αφοý πρþτα Ýκαψαν τα σπßτια του χωριοý. Οι εκτελÝσεις συνεχßστηκαν και κατÜ την επιστροφÞ των Γερμανþν στην βÜση τους, καθþς σκüτωναν üποιον Üμαχο Ýβρισκαν στον δρüμο τους. Ο απολογισμüς της ναζιστικÞς θηριωδßας μüνο στο Δßστομο- Þταν 228 νεκροß (117 γυναßκες και 111 Üντρες) ανÜμεσÜ τους 53 παιδιÜ κÜτω των 16 χρüνων. Ο Eλβετüς George Wehrly που Ýφτασε στο Δßστομο λßγες μÝρες αργüτερα ως απεσταλμÝνος του Διεθνοýς Ερυθροý Σταυροý ανÝφερε 600 νεκροýς στην ευρýτερη περιοχÞ. Και να σκεφτεß κανεßς üτι πÝρυσι τον Ιοýνιο, ακριβþς 68 χρüνια μετÜ τη ναζιστικÞ θηριωδßα στο Δßστομο, η ΧρυσÞ ΑυγÞ, οι αμετανüητοι νοσταλγοß και υμνητÝς του Χßτλερ, Ýλαβε στο Δßστομο ποσοστü 4,53%…
ΑφηγÞσεις απü τη ΣφαγÞ του Διστüμου Η Παναγοýλα Σκοýτα (το γÝνος ΜαλÜμου) 13 χρονþν τüτε, αφηγεßται : «Την ημÝρα της σφαγÞς απü το πρωß κουβαλοýσαμε σανü με τον πατÝρα μου. Οι Γερμανοß με μια μεγÜλη φÜλαγγα αυτοκινÞτων Ýφτασαν πριν το μεσημÝρι. ΘυμÜμαι πως Ýπιαναν το δρüμο ΛιβαδειÜς απü λεýκες ΚαραστÜμου (σÞμερα αλευρüμυλος) ως το δικü μας σπßτι (μπροστÜ στο μνημεßο της Δημαρχßας). Οι στρατιþτες περιφÝρονταν γýρω απü τα φορτηγÜ δßχως να χρησιμοποιοýν τα üπλα τους. Ο πατÝρας μου με Ýστειλε με την μικρüτερη αδελφÞ μου Λουκßα, εφτÜ χρονþν, για κρεμμýδια σ’ Ýνα χωρÜφι μας Ýξω απü το χωριü. Στο γυρισμü βλÝπω στο φυλÜκιο του λüφου Κοýλια τρεις Γερμανοýς φρουροýς με τα üπλα προτεταμÝνα Ακοýω να πÝφτει μια ριπÞ δßχως να καταλÜβω καλÜ – καλÜ και αμÝσως δßπλα στο χωματüδρομο που βαδßζαμε σηκþθηκε κουρνιαχτüς απü το ανεμοβολητü των βλημÜτων. ΦτÜσαμε στο σπßτι μας και βλÝπω μπαßνοντας στην αυλüπορτα να κÜθονται στο μπαλκüνι ο πατÝρας μου και γýρω του κατÜχαμα και στα σκαλιÜ δÝκα με δεκαπÝντε γυναßκες. Σε κÜποια στιγμÞ ýστερα απü το μεσημÝρι ακοýσαμε πυροβολισμοýς απü την τοποθεσßα αγßα ΕιρÞνη προς το Στεßρι üπου εßχαν τραβÞξει τα μπροστινÜ αυτοκßνητα της γερμανικÞς φÜλαγγας. Τüτε ο πατÝρας μου εßπε στις γυναßκες : «Φαßνεται πως Ýχουν πιÜσει μÜχη οι αντÜρτες με τους Γερμανοýς. Δεν σηκþνεστε να πÜτε στα σπßτια σας μÞπως μας δουν πολλοýς και μας ενοχοποιÞσουν;». Οι γυναßκες απÜντησαν üλες μαζß τρομαγμÝνες : «ΜπÜρμπα Σπýρο εμεßς Þρθαμε δω για να εßμαστε πιο ασφαλισμÝνες. Δεν θÝλουμε να πÜμε σπßτια μας». Και δεν το κοýνησε καμιÜ. Μüνο η Παναγιοý Σκοýτα θýμωσε κι Ýφυγε. Αργüτερα μÜθαμε πως δεν τη σκüτωσαν οι Γερμανοß. Γλßτωσε. Σε λßγο βλÝπουμε Ýνα τζιπ με τραυματßα να φεýγει προς τη ΛιβαδειÜ. Οι Γερμανοß της σταματημÝνης φÜλαγγας που ως εκεßνη την þρα Þταν Þσυχοι, Üρχισαν να ανακατεýονται, να αγριεýουν, να δßνουν συνθÞματα ο Ýνας στον Üλλον και να κινοýνται απειλητικοß. Τüτε ο πατÝρας μου μας προÝτρεψε να κατεβοýμε στο κατþι, να κλειστοýμε και να περιμÝνουμε. ΚατεβÞκαμε κι αμπαρωθÞκαμε. ¸φταναν ουρλιαχτÜ, Üγριες κραυγÝς, πυροβολισμοß απü τα διπλανÜ ΚαλαματÝúκα σπßτια. Η αγωνßα Üρχισε να γßνεται τρüμος. ΜερικÝς γυναßκες κρýφτηκαν πλÜι στα βαρÝλια, Üλλες στις γωνιÝς στις λαδßκες. ΒÜλαμε και τον πρüσθετο σýρτη – μÜνταλο στην πüρτα. ¸πεσε μια θανατερÞ ησυχßα. ΚÜποια στιγμÞ ακοýμε στην αυλÞ τη φωνÞ, τη στριγκλιÜ ενüς γειτονüπουλου, του ΛουκÜ του ΠαπανικολÜου να ζητÜει βοÞθεια : «Ωχ μπÜρμπα Σπýρο, σþσε με!». ¸κλαιγε και φþναζε. Ο πατÝρας μου μüλις κατεβÞκαμε στο κατþι εßχε βÜλει τυρß και αυγÜ σε βαθý πιÜτο και κρασß σε κανÜτι για να τα Ýχει ως φßλεμα για τους Γερμανοýς αν τυχüν και Ýρχονταν. Μüλις Üκουσε τη φωνÞ του ΛουκÜ μου λÝει : «Παναγοýλα φÝρε τα τρüφιμα». ¶νοιξε την πüρτα και βλÝπουμε τον ΛουκÜ ΠαπανικολÜου να τρÝχει κλαßγοντας και κρατþντας τον πληγωμÝνο του λαιμü και πßσω του Ýνα κοντü Γερμανü στρατιþτη με üπλο στη μασχÜλη να τον κυνηγÜει. Εμεßς, ο πατÝρας μου με το κρασß και τα ποτÞρια, εγþ με τα τρüφιμα στα χÝρια προχωρÞσαμε στην αυλÞ ως τη μÝση που Þταν το πηγÜδι. Ο πατÝρας μου σηκþνει τα χÝρια φιλικÜ και φωνÜζει για να καταπραàνει τον Γερμανü : «γκουτ μπüû» - εννοþντας το τραυματισμÝνο παιδß. Ο Γερμανüς üμως Üγριος Ýκαμε νüημα να μποýμε στο κατþι, γρýλισε Ýνα «καποýτ» και αρνÞθηκε τις προσφορÝς μας. Εμεßς υπακοýσαμε. Μüλις πατÞσαμε μÝσα ορθþθηκε μπροστÜ στην πüρτα, Ýφερε καταπÜνω μας το üπλο και με μια συνεχüμενη ριπÞ Üρχισε να σκορπßζει το θÜνατο πυροβολþντας ολüπαντα. Τα πρþτα βλÞματα πÞραν κατÜστηθα τον πατÝρα μου που πÝφτοντας και ξεψυχþντας σπÜραζε : «Ωχ παιδιÜ μου! Σþστε με!». ¶ρχισαν να πÝφτουν τα σþματα των γυναικþν. ¶λλες πÜσχιζαν να χωθοýν πßσω απü τα βαρÝλια, Üλλες σε λαδßκες και γοýρνες. Αφοý üλα τα σþματα σωριÜστηκαν το Ýνα πÜνω στο Üλλο, ο Γερμανüς κατεβαßνει και κοιτÜει και σκουντÜει Ýναν – Ýναν γρυλßζοντας για να δει αν εßναι σκοτωμÝνοι και ρßχνει χαριστικÝς βολÝς. Το κατþι εßχε μια κολþνα στη μÝση, Πρþτος Ýπεσε και σωριÜστηκε σ’ αυτÞν ο πατÝρας μου Σπýρος ΜαλÜμος 67 χρονþν. ¾στερα η Μαρßα ΛÜμπρου 50 χρονþν. Η ΜαριÝττα Φιλßππου, γýρω στα 30. ¹ταν Ýγκυος και μαζß της σφÜδαζε και το παιδß στην κοιλιÜ. Ο ανηψιüς μου ΣτÜθης ΣταθÜς, γιος της αδερφÞς μου Γιαννοýλας, 5 χρονþν. Οι γÜμπες του Þταν σχισμÝνες, χαραγμÝνες üπως σχßζουμε τις μπριζüλες και το κρÝας του χυνüταν Üσπρο στο χþμα. Η ΔÞμητρα ΜαλÜμου, 38 χρονþν, με το γιο της ΓιÜννη, 8 χρονþν, καθισμÝνη σε γοýρνα üπου βÜζαμε βυτßνα λαδιοý με κομμÝνο σαν με λεπßδα το καýκαλü της και τα μυαλÜ της χυμÝνα στους þμους σαν απü μια γεμισμÝνη κοýπα, και στον πανÝμορφο λαιμü της. Δεν ξÝρω αλλÜ κρατÞσαμε την ανÜσα μας τüσο üσο δεν αντÝχει ανθρþπινος οργανισμüς. Αυτüς συνÝχιζε να μας κλωτσÜει üπως τα σφαχτÜ γρυλßζοντας «¸ú, Ýú» για να δει αν Ýχει μεßνει κανÝνας ζωντανüς. ΜÝσα σ’ αυτÞ την αβÜσταχτη νÝκρα πÞγε κι Ýβγαλε τις κÜνουλες απü τα βαρÝλια του κρασιοý. ¶ρχισε με βουÞ και φουρφουρητü να χýνεται το κρασß. Φυσοýσε το κρασß κι ο Þχος του ο φριχτüς γÝμισε το κατþι. Ενþθηκε το κρασß με το αßμα των σκοτωμÝνων και Ýγινε μια θÜλασσα αßματος κα, κρασιοý, μια πηχτÞ κρÝμα που πÜνω της Ýπλεαν πτþματα και σερνüμαστε μωροζþντανοι. Ο Γερμανüς διασκÝλισε κι ανÝβηκε στο πÜνω σπßτι. ¶κουσα ποδοβολητÜ και ýστερα κατÝβηκε και Ýφυγε φαßνεται. Η μια απü τις δυο αδερφÜδες μου τις μεγαλýτερες η Γεωργßα Αγαπßδου, βρισκüταν τραυματισμÝνη και καθþς κρýωναν τα τραýματα Üρχισε να σκοýζει. Εßχε σκýψει σ’ Ýνα καδοýλι για να γλιτþσει τις ριπÝς και την εßχε γαζþσει ο Γερμανüς στον αγκþνα και στο δεξß γοφü. Σηκþνομαι και με δυσκολßα την βγÜζω στην αυλÞ. ΒλÝπω τη φορÜδα μας σκοτωμÝνη και μια στοßβα κλÞματα λαμπαδιασμÝνα, να βουßζει η φωτιÜ, να Ýχει αρπÜξει ο φοýρνος και οι φλüγες ν’ απειλοýν το σπßτι. Η αδερφÞ μου Ýσκουζε γιατß τα κρÝατÜ της κρÝμονταν απü χÝρια και γοφοýς και δεν μποροýσε να κρατÞσει απü τους πüνους. Δεν εßχα βοÞθεια απü κανÝναν. Μου λÝει: «πÜρε τον κουβÜ και σβÞσε την φωτιÜ να μην καεß το σπßτι». ΠÞρα κι Ýβγαλα νερü απ’ το πηγÜδι μας κι Ýσβησα τη φωτιÜ στο φοýρνο αλλÜ üχι και στο παρακÜτω χαγιÜτι της αυλÞς. ΑνÝβηκα στο μπαλκüνι μας και εßδα να καßγεται το σπßτι του ΧαρÜλαμπου Σφουντοýρη – Πασχοýλη. Αργüτερα μÜθαμε πως κÜηκε μÝσα το αντρüγυνο. Απü το μπαλκüνι βλÝπω στην αυλÞ των ΚαλαματÝων σκοτωμÝνα τα ζþα και üλη την οικογÝνεια του ΛουκÜ Σταýρου που ξεκληρßστηκε – πÝντε Üτομα και δυü συγγενεßς τους, εφτÜ. Η αδερφÞ μου μοý φþναξε να μπω στο σπßτι να πετÜξω κÜτω τα προικιÜ μÞπως ξαναπιÜσει φωτιÜ και τα κÜψει…κι ας καιγüταν μπροστÜ το χαγιÜτι. Μπαßνοντας μÝσα διαπßστωσα üτι ο Γερμανüς εßχε ανακατÝψει και ψÜξει üλο το σπßτι. ¶νω κÜτω τα πÜντα. ΑντιλÞφθηκα üτι απü το τζÜκι Ýλειπε το ρολüι με τις χρυσÝς κολþνες και την καμπανοýλα που εßχε φÝρει απü την ΑμερικÞ ο πατÝρας μου. Η αδερφÞ μου φþναξε να πÜρω και τα λεφτÜ απü το παρÜκλι. Δεν τα βρÞκα. ¾στερα μου φþναξε να κατεβÜσω τη ραπτομηχανÞ της να μη χÜσει το εργαλεßο της δουλειÜς της. Εγþ δεκατριþν χρονþν με μια ψυχραιμßα που δεν μπορþ να την καταλÜβω σÞμερα, κατÝβασα τη μηχανÞ απü δεκαεφτÜ πÝτρινα σκαλοπÜτια σκαλß – σκαλß με το κεφÜλι και τις πλÜτες. ΦτÜνοντας στο κεφαλüσκαλο το σκυλß μας ο παρδÜλης ζυγþνει κλαßγοντας. Με πιÜνει απü το φουστÜνι και με τραβÜει. ΦοβÞθηκα μÞπως με φÜει γιατß Þμουν γεμÜτη παγωμÝνα αßματα. Τον Ýδιωχνα : «φýγε παρδÜλη!». Αυτü πÞγε πιο πÝρα, κÜθισε στα πßσω πüδια και με το Ýνα μπροστινü μου Ýκανε νεýμα και με το Üλλο σκοýπιζε τα δÜκρυÜ του. Τüτε η αδερφÞ μου Γεωργßα λÝει : «Ποý εßναι το κορßτσι η Λουκßα μας; Ποý Ýχει πÜει η μικρÞ; ΤρÝξε, ψÜξε να τη βρεις…» Το σκυλß μπροστÜ κι εγþ ακολουθþντας φθÜσαμε ως την αυλüπορτα. Εκεß πÜλι γýρισε και με κÜλεσε με το πüδι του. Φεýγει και πÜει στÝκεται στα κÜτω πηγÜδια (εκεß που εßναι σÞμερα το μνημεßο μπροστÜ στη δημαρχßα) και μου γνÝφει να πÜω. ¼ταν Ýφτασα στην αυλüπορτα βλÝπω Ýξω στους δρüμους ξαπλωμÝνα σκοτωμÝνα κορμιÜ. Λßγο πιο κÜτω απ’ το σπßτι μας (εκεß που εßναι τþρα η αστυνομßα) Þταν σκοτωμÝνος ο ΘανÜσης ΠανουριÜς και η Μαρßα ΝταÞ. Πιο κει ο ΧρÞστος Σκοýτας. Δεν γνþρισα Üλλους γιατß το μυαλü μου Þταν στο σκυλß και στη μικρÞ αδερφÞ μου. ¸φτασα στο σκυλß. Τι να δω! Η μικρÞ μας η Λουκßα η εφτÜχρονη ανÜσκελα χτυπημÝνη στο μÜτι με μια τρýπα βαθιÜ κατακßτρινη σαν το λεμüνι. Προσπαθþ να την πÜρω στην αγκαλιÜ μου. Δεν μπορþ να τη σηκþσω. Την πιÜνω απü τις πλÜτες και τη σÝρνω σβαρνþντας την με δυσκολßα μÝσα απü πολλÜ αγκαθüχορτα. Το σκυλß την πιÜνει με το στüμα του απ’ το φουστÜνι και με βοηθÜει. Την σýραμε ως την αυλüπορτα του σπιτιοý και αποκαμωμÝνη την Üφησα εκεß. Δεν την ξαναεßδα. ΒλÝπω στο χÜνι της αυλÞς μας την πιο μεγÜλη αδερφÞ μου Κωστοýλα Καρβοýνη που την εßχε τραυματßσει στις παλÜμες ο Γερμανüς üπως τις εßχε βÜλει στο πρüσωπü της να μη δει που εκτελοýσε την Πανωραßα ΜÜριου. Οι αδερφÝς μου Κωστοýλα και Γεωργßα μου λÝνε : «Φεýγουμε για τον ¶γιο ΑθανÜσιο. ΚÜμε τι θα κÜμεις και Ýλα και συ». ¹ταν πια σοýρουπο. ΠÞρα κι εγþ να πÜω στον ¶γιο ΑθανÜσιο. ΦτÜνοντας στο διÜσελο κüσμος Ýτρεχε αλαφιασμÝνος. ¶λλοι με Üλογα, Üλλοι με ροýχα, Üλλοι με τρüφιμα να βγουν απ’ το χωριü, ν’ ασφαλιστοýν στους λüγγους και στα ρουμÜνια. ¼λοι Ýκλαιγαν, μοιρολογοýσαν, Ýσκουζαν, σουρομαδιüντουσαν. ¸τρεχα κι εγþ. Πριν φτÜσω εκεß που εßναι σÞμερα το ΚÝντρο Υγεßας με πιÜνει ποδÜγρα. ¼λοι μου Ýλεγαν : «τρÝξε παιδß μου Παναγοýλα να μας φτÜσεις». Εγþ τους Ýλεγα «τρÝχω» αλλÜ βÜδιζα στον τüπο, σημειωτüν. Και τüτε ακοýω κÜποιον να λÝει : «Αυτü το Ýχει πιÜσει ποδÜγρα μωρÝ, üπως μας πιÜνει στο στρατü. ΠιÜστε το να ξεκολλÞσουν τα πüδια του..». Μ’ Ýπιασαν και βρÝθηκα με τους Üλλους στον ¶γιο ΑθανÜσιο. Εßχαν φανÜρι αναμμÝνο. ΞενυχτÞσαμε εκεß. ¾στερα απü δυü μÝρες Þρθαν και πÞραν τους τραυματßες. ΒρÝθηκα κι εγþ με τις τραυματισμÝνες αδερφÝς μου στη ΛιβαδειÜ στην κλινικÞ του ΚαλÞ. ΚÜποια στιγμÞ μπαßνω στο αποχωρητÞριο και βλÝπω να σπαρταρÜει Ýνα πüδι στο καλαθÜκι των σκουπιδιþν. Το βÜζω στα πüδια. Μου λÝνε πως εßναι το πüδι της Παναγοýλας του ΜενιδιÜτη της εννιÜχρονης Διστομοποýλας που της το θÝρισαν οι γερμανοß. ΜÝσα σε πÝντε μÝρες εμÝνα και Üλλα συνομÞλικα και μικρüτερα μας πÞρε ο Ερυθρüς Σταυρüς και μας μετÝφερε στο ºδρυμα ΑετοφωλιÜ Α’, στην ΚηφισιÜ.
Ο Παναγιþτης Σφουντοýρης, 6 χρονþν τüτε, θυμÜται : «Την þρα της σφαγÞς βρισκüμουνα στο ισüγειο του ΑγγελÞ Πßτσου, εγþ, η αδερφÞ μου Μαρßα, η γιαγιÜ μου Κατερßνη Πßτσου με την κüρη της ΑσÞμω. Εßμαστε κλεισμÝνοι μÝσα γιατß ακοýγαμε να πÝφτουν σφαßρες απü τη μεριÜ του Στειριοý. Για μια στιγμÞ βλÝπουμε απ’ το γωνιακü παρÜθυρο να Ýρχονται γερμανικÜ αυτοκßνητα απü το δρüμο του Στειριοý και να σταματοýν μπροστÜ στο Δημοτικü σχολεßο προς του ΨημÝνου. ¶ρχισαν να κατεβÜζουν Üντρες απü τα αυτοκßνητα. Εγþ, μικρüς, δε γνþριζα αλλÜ η γιαγιÜ μου εßπε πως Þταν τα παιδιÜ. Αργüτερα Ýμαθα πως Þταν οι δþδεκα Διστομßτες νÝοι που αιχμαλþτισαν στις ΤσÝρες το πρωß της σφαγÞς, üταν ερχüντουσαν απü τη ΛιβαδειÜ, οι Γερμανοß. Αφοý τους κατÝβασαν τους Ýστησαν στον τοßχο του σχολεßου προς τη μεριÜ του σπιτιοý του Βιτριüλη – ΠανουργιÜ και τους εκτÝλεσαν. ΜετÜ απü λßγο απü το Üλλο παρÜθυρο βλÝπουμε να μπαßνουν οι Γερμανοß στο διπλανü μας σπßτι, του ΘανÜση Καστρßτη. Εκεßνη την þρα η Σταμοýλα Καστρßτη με τη μÜνα της ΘεοφανÞ Κοκκßνη Þταν στο φοýρνο και ρßχνανε το ψωμß. Ο πατÝρας της Σταμοýλας και σýζυγος της ΘεοφανÞς, ο ΑγγελÞς Καστρßτης καθüταν στο πλατýσκαλο, το πÝτρινο, της ξýλινης σκÜλας. Οι Γερμανοß εισβÜλλοντας σκοτþνουν τη γυναßκα και την κüρη της üπως φοýρνιζαν. Ο γÝρο ΑγγελÞς Ýκαμε να σηκωθεß να ορμÞσει. Του ρßχνουν και τον σωριÜζουν. ΒλÝποντας η γιαγιÜ μου να σκοτþνουν τον πατÝρα, τη μÜνα της και την αδερφÞ της Ýβγαλε μια φωνÞ που Ýσκισε τον αÝρα. ΑμÝσως για καλÞ μας τýχη σηκþσανε τον καταρρÜχτη και μπÞκαμε στο υπüγειο. Εγþ, η γιαγιÜ μου, η αδερφÞ μου και η ξαδÝρφη μου η ΑσÞμω. Με το κλεßσιμο του καταρρÜχτη Ýσυραν και μια κουρελοý, Ýφτασαν και μπÞκαν απü την πüρτα της κουζßνας και βγÞκαν απü την Üλλη της κυρßας εισüδου. ¾στερα απü αρκετÝς þρες βγÞκε πρþτη η ξαδÝρφη μου η ΑσÞμω, γýρω στα 17. Εßχε αρχßσει να σουρουπþνει και αφοý εßδε πως δεν υπÞρχαν γερμανικÜ αυτοκßνητα στο δρüμο και δεν ακοýγονταν πυροβολισμοß, βγÞκαμε üλοι απü τον καταρρÜχτη. ΕμÝνα με την αδερφÞ μου μας Ýστειλαν στο πατρικü μας, 50 μÝτρα μακρýτερα. Βγαßνοντας απ’ την αυλüπορτα του Πßτσου πÜνω σε στÝφλα εßδαμε σκοτωμÝνο το Νßκο Σφουντοýρη, ξÜδερφü μου. ¹ρθαμε στο σπßτι μας και αντικρýζω τη μÜνα μου σκοτωμÝνη, γονατιστÞ στην αγκωνÞ στο τζÜκι. Μüλις την ακοýμπησα σωριÜστηκε χÜμω. Ο πατÝρας μου Þταν σκοτωμÝνος πÜνω στο κρεβÜτι. Στο Üλλο μικρü κρεβÜτι δßπλα στο τζÜκι ξεκοιλιασμÝνος ο αδερφüς μου Νßκος, δýο χρονþν. ΒγÞκαμε Ýξω κλαßγοντας και φωνÜζω στη γιαγιÜ Κατερßνη πως σκοτþσαν τους γονεßς μου και μου εßπε να πÜω στης γιαγιÜς μου το σπßτι – στη μÜνα της μÜνας μου. ΞεκινÞσαμε πιασμÝνοι χÝρι- χÝρι. ΦτÜνοντας στην πÜνω πλατεßα εßδαμε Ýνα σκοτωμÝνο μπροστÜ στου ΜπουκαλÞ. Για να πÜμε στης γιαγιÜς περνοýσαμε απü το στενü μεταξý ΤζÜθα και ΚουτριÜρη. Εκεß εßχαν τραυματßσει τον Ειρηνοδßκη και Ýναν Üλλον. ΜÝσα απü το σπßτι του ΤζÜθα μοýγκριζε τραυματισμÝνος. ΦτÜσαμε με την αδερφÞ μου στο σπßτι της γιαγιÜς. ΚλεισμÝνο, Ýρημο. Μας μÜζεψε ο γερο ΛουκÜς Καúλης που ζοýσε ανÞμπορος στο σπßτι του ΜιλτιÜδη Καúλη. Μας ρþτησε τι πÜθαμε και του εßπα πως σκüτωσαν τους γονεßς και τον αδερφü μου. ¾στερα Þρθε ο αδερφüς της μÜνας μου ΧαρÜλαμπος Καροýζος που μας πÞρε και διανυκτερεýσαμε Ýξω απü το χωριü στη μεγÜλη λÜκκα. Εκεß Üκουγα üλη τη νýχτα τα κλÜματα, τα μοιρολüγια των πατριωτþν μου. ¶κουγα τους λυγμοýς της Νßτσας Καúλη (Νßτσα Σφουντοýρη σÞμερα) που της εßχαν σκοτþσει τους γονεßς της. Την Üλλη μÝρα φýγαμε και πÞγαμε στο μαντρß του ΘανÜση Καστρßτη στο αλωνÜκι για αρκετü καιρü. ¾στερα περιπλανιüμαστε και φτÜσαμε στην Αντßκυρα και απü κει τριγυρνοýσαμε στον ελαιþνα της Παραλßας Διστüμου αποφεýγοντας τους Γερμανοýς που πολλÝς φορÝς κατÝβαιναν με Üλογα φορτωμÝνα κανüνια. Απ’ αυτÞ την Üγρια σφαγÞ Ýχασα 14 Üτομα Üμεσους συγγενεßς μου».
Ο Παναγιþτης Αν. ΣεχρεμÝλης, 11 χρονþν τüτε αφηγεßται : «ΚατÜ τη σφαγÞ του Διστüμου βρισκüμουν μÝσα στο χωριü, στο πατρικü μου σπßτι, μαζß με τον αδερφü μου ΓιÜννη, 14 χρονþν, τον ΛουκÜ Αν. ΑνÝστη, 11 χρονþν, τη γιαγιÜ μου, την ΑσÞμω Σωτηρßου απü το Στεßρι. Οι γονεßς μου Ýλειπαν στην ΑθÞνα üπου ο πατÝρας μου εßχε υποβληθεß σε εγχεßρηση στομÜχου. Και τα τÝσσερα Üτομα βρισκüμαστε στο ανατολικü σωμÜτιο του σπιτιοý μας, απ’ üπου εßδαμε την ομαδικÞ εκτÝλεση ολοκλÞρου της οικογενεßας Τσεκοýρα Þ ΚαραγιÜννη, μαζß με Üλλα Üτομα, που βρßσκονταν εκεß γιατß ετοßμαζαν το μνημüσυνο (τα σαρÜντα) του γιου τους ¼θωνα, που εßχε φονευθεß απü τους Γερμανοýς στον Καρακüλιθο μαζß με τους 117 στις 24 Απριλßου 1944. Τüτε η μακαρßτισσα η γιαγιÜ μας, Θεüς σχωρÝστην, μας πÞρε και μας Ýβαλε κÜτω απü το εικüνισμα του σπιτιοý μας και γονατισμÝνοι κÜναμε το σταυρü μας για να σωθοýμε. ΞαφνικÜ χτýπησε η πüρτα και ανοßγοντας βλÝπω δυο Γερμανοýς με προτεταμÝνα τα αυτüματα να μας λÝνε να βγοýμε Ýξω. ΒγÞκαμε στο μπαλκüνι και κατεβÞκαμε στην αυλÞ üπου μας ανÝμεναν Üλλοι τρεις Γερμανοß. Τüτε μας σπρþχνουνε üλους μπροστÜ στο φοýρνο της αυλÞς μας. Η γιαγιÜ κατÜλαβε üτι θα μας σκοτþνανε και μας τρÜβηξε προς το πλυσταριü, üπου βρισκüταν και το αποχωρητÞριο. Ο καμπινÝς Þταν μια απλÞ γοýρνα με δυü χοντρÜ ξýλα για να πατÜμε. ΓρÞγορα η γιαγιÜ μου κÜθεται στο μÝρος και προσποιοýμενη τη φυσικÞ της ανÜγκη με Üρπαξε απü το χÝρι και με Ýβαλε μÝσα στη γοýρνα καλýπτοντας το εξÝχον κεφÜλι με το σþμα της. Αυτü και με Ýσωσε! Συγχρüνως ο αδερφüς μου Ýτρεξε και μπÞκε στο κατþι και κρýφτηκε κÜτω απü τα βαρÝλια. Τον εßδαν οι Γερμανοß, Ýτρεξαν κοντÜ του και τον φüνευσαν üπως Þταν κρυμμÝνος. Ο συνομÞλικüς μου ΛουκÜς Αν. ΑνÝστης, 11 χρονþν, που οι γονεßς του Ýλειπαν στον κÜμπο, ακολοýθησε και αυτüς την γιαγιÜ μου και πριν εισÝλθει στο πλυσταριü εδÝχθη ριπÞ στο λαιμü που του Ýκοψε το κεφÜλι. ΑμÝσως ο ναζιστÞς στρατιþτης στÜθηκε στην εßσοδο του πλυσταριοý και πυροβüλησε εμÝνα και τη γιαγιÜ μου. ¼λες τις σφαßρες τις εδÝχθη το σþμα της γιαγιÜς μου και το χοντρü ξýλο που πατοýσε η γιαγιÜ μου. Εγþ τραυματßστηκα ελαφρþς στο χÝρι, üχι απü τη ριπÞ, αλλÜ απü τη σφαßρα της χαριστικÞς βολÞς. Ευτυχþς που δεν μßλησα για να με ακοýσουν και Ýμεινα σ’ αυτÞ τη θÝση μÝχρις üτου Ýφυγαν. Τüτε εξÞλθα και Üρχισα να τρÝχω μÝσα στους δρüμους του χωριοý βλÝποντας παντοý νεκροýς. ¶κουσα παντοý φωνÝς και κλÜματα και εßδα κüσμο πολý να φεýγει τρÝχοντας. Τους ακολοýθησα και διανυκτερεýσαμε στα βουνÜ. ΠαρÝμεινα εκεß Ýως üτου Þλθε ο Ερυθρüς Σταυρüς και μÜζεψε τα επιζÞσαντα παιδιÜ και μας πÞγε σε διÜφορα ορφανοτροφεßα. Εγþ πÞγα στην ΚηφισιÜ. Την γιαγιÜ μου την Ýθαψαν την Üλλη μÝρα της σφαγÞς, στο Στεßρι. Τον αδερφü μου τον βρÞκαν μετÜ απü 5 μÝρες στο κατþι κÜτω απü τα βαρÝλια και τον Ýθαψαν μπροστÜ στο Ιερü της εκκλησßας».
Ο Παναγιþτης ΠεργαντÜς του ΘωμÜ (ΚιθÜρας), 22 χρονþν τüτε, αφηγεßται : «ΚατÜ τις δÝκα το πρωß στις 10 Ιουνßου 1944 μÝρα ΣÜββατο κατÝβηκα απü το πατρικü μου και πÞγα στο καφενεßο του ΜαρÜλιου. Καθüμουνα με δυο – τρεις Üλλους. ΠερνÜει απü κει το μικρü ανηψÜκι μου, ο ΓιÜννης της αδερφÞς μου Φρüσως ΣταθÜ, το γÝνος ΠεργαντÜ. Το φþναξα και του Ýδωσα μια ρουφηξιÜ οýζο. ¾στερα Ýφυγε να παßξει. Σε λßγο ακοýμε φωνÞ τρομαγμÝνη «Ýρχονται οι Γερμανοß».ΠεταχτÞκαμε και μÝσα απü το στενü του ΜÜριου προς τα ΜεσινÜ ανÝβηκα στου ΚαρσνÜ το ρÝμα, προς τα λακκþματα. Εκεß Ýμεινα και εßχα στραμμÝνη την προσοχÞ μου στο χωριü με αγωνßα. Εßδα [……], þσπου üταν βασßλεψε ο Þλιος κι Ýπαιρνε να νυχτþσει οι γερμανικÝς φÜλαγγες τρÜβηξαν για τη ΛιβαδειÜ. Τüτε κατεβαßνω κι εγþ προς το χωριü. ΦτÜνω σε απüσταση διακüσια μÝτρα απü τα πρþτα σπßτια. Το σπßτι της αδερφÞς μου Φρüσως Þταν στην Üκρη. Ακοýω μια γυναικεßα φωνÞ να σκοýζει, να οδýρεται, να θρηνολογεß. ¹ταν η μÜνα μου. ΦτÜνω τρÝχοντας και τι να δω! Την αδερφÞ μου κομματιασμÝνη, βιασμÝνη, κατακρεουργημÝνη. ΚατασκισμÝνα ροýχα και σÜρκες εßχαν γßνει Ýνα. Το αßμα Ýτρεχε απü τα σκÝλια της. Τα βυζιÜ της κατασφαγμÝνα, φÝτες. Το πρüσωπü της παραμορφωμÝνο και σ’ üλο το σþμα σημÜδια Üγριας πÜλης. Δßπλα της σε μια κοýνια το μικρü κορßτσι της τη ΖωÞ, εφτÜ μηνþν, το εßχαν ξεκοιλιÜσει, του εßχαν κüψει το λαιμü και κρÝμονταν τα λαρýγγια του στο στÞθος μπλεγμÝνα με τα βγαλμÝνα Ýντερα. Το αγüρι της, αυτü που το πρωß του Ýδωσα λßγο οýζο στο καφενεßο, Ýτρεξε να κρυφτεß στο διπλανü σπßτι του ΝταγιαλÞ. Οι εγκληματßες το κυνÞγησαν και το εκτÝλεσαν τινÜζοντÜς του τα μυαλÜ στον αÝρα κÜτω απü τη σκÜλα. Επßσης και το Üλλο κορßτσι της ßδιας αδερφÞς μου, την ΕλÝνη, εφτÜ χρονþν, το Ýσφαξαν κι αυτü. ΤÝλος ο πεθερüς της αδερφÞς μου εκτελÝστηκε μπροστÜ στη Δημαρχßα μαζß με τον ΘανÜση ΠανουργιÜ. Την επομÝνη το πρωß τους θÜψαμε üλους σε ομαδικü τÜφο μπροστÜ στην αυλÞ του σπιτιοý τους».
|