Η πολιτική εμμηνόπαυση της εν Ελλάδι Aριστεράς |
του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη |
Τρίτη 30 Αυγούστου 2011 |
Όταν το καλοκαίρι του 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος, νομιμοποίησε το ΚΚΕ, καταργώντας το νόμο 509, το αριστερό κίνημα της χώρας, αγκαλιάστηκε από ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, το οποίο υπέφερε τα πάνδεινα από το εκδικητικό, μετεμφυλιακό, αστυνομικό κράτος επί τρεις και πλέον δεκαετίες. Η διωκόμενη αριστερά από τα τέλη του εμφυλίου πολέμου μέχρι και την μεταπολίτευση, έχοντας το φωτοστέφανο του μάρτυρα που βασανίστηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε για τις ιδέες του, δίχως το παραμικρό προσωπικό όφελος, συνάντησε τη νέα ελληνική δημοκρατία διαθέτοντας το ηθικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτικών της αντιπάλων και έγινε αριστερά triumphans .
Παράλληλα με τα δύο αυτά μεγάλα κόμματα της αριστεράς, δημιουργήθηκαν και μια σειρά μικρότερα, όπως το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, με μαοϊκές συμπάθειες, το Κ.Κ.Ε μ-λ, το Μ-Λ. Κ.Κ.Ε., τροτσκιστικές ομάδες προσκείμενες στην 4η Διεθνή και διάφορα άλλα γκρουπούσκουλα, ο αριθμός των μελών των οποίων, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έφτανε τις μερικές εκατοντάδες άτομα. Από την πρώτη κιόλας ημέρα της Μεταπολίτευσης, το Κ.Κ.Ε. με την αλαζονεία που το διακατείχε, θέλησε να ηγεμονεύσει στο χώρο της αριστεράς, αποκλείοντας οποιαδήποτε άλλη άποψη και κυρίως εκείνη που προέρχονταν από την ανανεωτική αριστερά, την αριστερά που καταδίκαζε τη μονολιθικότητα και την απολυταρχία του σοβιετικού καθεστώτος και μιλούσε για το «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», δηλαδή με δημοκρατικούς θεσμούς. Το στελεχιακό δυναμικό του Κ.Κ.Ε. γαλουχημένο με την απόλυτη, σχεδόν μεταφυσικών διαστάσεων, πίστη στο κόμμα αλλά και στη «μεγάλη πατρίδα», όπως αποκαλούσαν τότε την Ε.Σ.Σ.Δ. ήταν μια συμπαγής, πολεμική μηχανή εξόντωσης, όχι των πολιτικών αντιλήψεων της δεξιάς παράταξης, αλλά των «αναθεωρητών» και των «οπορτουνιστών», καθώς επίσης και κάθε άλλης παραφυάδας της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας που δεν υποτασσόταν στα θέσφατα του «διεθνούς κέντρου», της Μόσχας, τα οποία συνήθως άλλαζαν, όταν άλλαζαν οι προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Σ.Σ.Δ. Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της εποχής εκείνης ήταν η επίσημη θέση του Κ.Κ.Ε. για τη χούντα του Βιντέλα στην Αργεντινή ως «κεντρώας χούντας», επειδή τότε η Ε.Σ.Σ.Δ, είχε αναπτύξει έντονους εμπορικούς δεσμούς με τη μακρινή αυτή χώρα της Λατινικής Αμερικής. Σήμερα, βέβαια, προσπαθούν να το ξεχάσουν και όταν κάποιος το αναφέρει, έστω και χάριν αστεϊσμού, φιλοδωρείται με ύβρεις και χαρακτηρισμούς που θυμίζουν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Ευτυχώς όμως, δεν είναι όλοι επιλήσμονες, επειδή αυτό βολεύει την ηγεσία του Κ.Κ.Ε. Ήταν, μάλιστα, τόσο έντονη η αντιδικία του Κ.Κ.Ε. με τους ιδεολογικούς του αντιπάλους στο υπόλοιπο φάσμα της αριστεράς, που ο απλός κόσμος παρακολουθούσε απορημένος και αμήχανος. Πολλές φορές, η αντιπαράθεση αυτή έφτανε μέχρι τους τραμπουκισμούς, τους ξυλοδαρμούς και τους προπηλακισμούς των «αντιπάλων», ενώ παράλληλα, στο εσωτερικό του κόμματος η ηγεσία, τηρώντας στο ακέραιο τις «παραδόσεις» της, πραγματοποιούσε κατά διαστήματα εκκαθαρίσεις των «ύποπτων» και των «αντιφρονούντων», περιθωριοποιώντας τους αρχικά και διαγράφοντας τους στη συνέχεια. Την ίδια περίοδο, το Κ.Κ.Ε. εσωτερικού προσπαθούσε αφενός μεν να αποκρούσει τις επιθέσεις εκ μέρους του Κ.Κ.Ε., αφετέρου δε να αντισταθεί στην πίεση που ασκούσε το ΠΑ.ΣΟ.Κ, του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ως ταλαντούχος πολιτικός, είχε υφαρπάξει τα καλύτερα συνθήματα και κατ’ επέκταση είχε κερδίσει τις καρδιές όλων των ανθρώπων που για 40 και πλέον χρόνια, η δεξιά παράταξη και το παρακράτος, είχαν θέσει στο περιθώριο. Το πρώτο μεγάλο ρήγμα στο ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς επήλθε με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία και όχι λόγω των αλληλοσπαραγμών των διαφόρων ρευμάτων που υπήρχαν στους κόλπους. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ εκμεταλλευόμενο αριστοτεχνικά την διάθεση της κοινωνίας για μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, κατάφερε μέσα σε λίγα μόλις χρόνια να πλαγιοκοπήσει την αριστερά και να της στερήσει το ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη της. Η άτυπη και αφανής συνεργασία του Κ.Κ.Ε. με τις δυνάμεις της δεξιάς παράταξης στις δημοτικές εκλογές του 1986, σηματοδότησαν μια μακρά περίοδο συνεργασίας των δύο αντιτιθέμενων πόλων και πρώην αντιπάλων στον εμφύλιο πόλεμο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρόλο που και οι δύο πλευρές προσπαθούν να το αποκρύψουν επιμελώς. Η αυτοκατάργηση του Κ.Κ.Ε. εσωτερικού και η δημιουργία της Ε.ΑΡ. μετά την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, δημιούργησε πρόσκαιρα μια ελπιδοφόρα διάθεση σε πολλούς σκεπτόμενους πολίτες ακόμη και πέραν του πολιτικού φάσματος της αριστεράς. Ένα κύμα αισιοδοξίας πλημμύρισε τους οπαδούς και τους φίλους του αριστερού κινήματος η δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού. Οι ελπίδες διαψεύστηκαν γρήγορα με τη διάσπαση του Κ.Κ.Ε. και τη διάλυση του Συνασπισμού. Είχε όμως προηγηθεί η συνεργασία σε κυβερνητικό επίπεδο με τη Ν.Δ. σε μια τυχοδιωκτική προσπάθεια να διαλυθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ και να μοιραστούν οι εταίροι τα εκλογικά του ιμάτια. Συντριπτικό χτύπημα στο ηθικό της πλεονέκτημα η αριστερά δέχτηκε με τη συνεργασία που είχε με τη Ν.Δ. σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που έφερε η πτώση των τυραννικών καθεστώτων της Ε.Σ.Σ.Δ και των κρατών – δορυφόρων της στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ξαφνικά ο κόσμος ανακάλυπτε τη φρίκη των γκουλάγκ, τη μίζερη καθημερινότητα με τις χιλιάδες ελλείψεις απλών καταναλωτικών αγαθών, το αστυνομικό κράτος, την κομματική νομενκλατούρα με τα σκανδαλώδη προνόμια της. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Αμήχανη η εν Ελλάδι αριστερά παρακολουθούσε τις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνταν στον κόσμο, δίχως να μπορεί να προσανατολιστεί στις νέες συνθήκες, δίχως καν να προσπαθήσει να τις ερμηνεύσει και να βγάλει χρήσιμα συμπεράσματα. Την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα η εν Ελλάδι αριστερά βρίσκεται σε ιδεολογική ύπνωση. Είτε κοιτάζει προς τα πίσω, προσπαθώντας να ερμηνεύσει το παρόν με διανοητικά εργαλεία του 19ου αιώνα, είτε προσπαθεί άκομψα και συνταιριάξει μια νέα μεγάλη αφήγηση, δανειζόμενη ιδέες και σπαράγματα θεωριών από διάφορους ευφραδείς νεομαρξιστές φιλοσόφους.
Ο Συνασπισμός – Σύριζα, είναι ένα συνονθύλευμα ομάδων, γκρουπούσκουλων και τάσεων, η κάθε μία από τις οποίες διεκδικεί με καλβινιστική επιμονή την κατοχή της απόλυτης αλήθειας, αναλαμβάνει το ρόλο του εκδότη πιστοποιητικών αριστεροσύνης, ενώ προβεβλημένα στελέχη του δηλώνουν πως «πρέπει να ανακαλύψουμε το Νέο Μπολσεβικισμό», τη «Νέα μεγάλη αφήγηση» για την κατάλυση του καπιταλιστικού καθεστώτος και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Την ίδια στιγμή, ο επικεφαλής αυτού του σχήματος δηλώνει υπερηφάνως και ανερυθριάστως πως εκτιμά τη σκέψη του Μάο τσε Τουνγκ, του ανθρώπου που εμπνεύστηκε και υλοποίησε την «πολιτιστική επανάσταση», μεταξύ των άλλων ανδραγαθημάτων του. Μόνο που δεν μας εξηγούν πως θα είναι αυτός ο «σοσιαλισμός» τους και αυτό μας βάζει σε υποψίες. Έχουμε άλλωστε πικρή εμπειρία από το παρελθόν. Και όλα αυτά εν έτη 2011. Παράλληλα τα μέλη και τα στελέχη του, υποδουλωμένα στο συλλογικό φαντασιακό, βλέπουν παντού εξεγέρσεις και οιωνούς για την επερχόμενη επανάσταση, πράγμα που τους κάνει χωρίς δισταγμό να δίνουν πολιτική στέγη ακόμη και στους κατσαπλιάδες που ρήμαξαν την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008. Οι ίδιοι δε διστάζουν να επιβάλουν δια της βίας την άποψη τους, όντας μηδαμινή μειοψηφία μέσα στο κοινωνικό σύνολο, με καταδρομικές ενέργειες και καταλήψεις, προβάλλοντας το ιδεολόγημα της «κινηματικής δράσης». Απομονωμένοι από τους πολίτες, πάσχουν από το σύνδρομο του 3% που θα τους εξασφάλιζε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, κρατική επιχορήγηση, τραπεζικά δάνεια με υποθήκη την κρατική επιχορήγηση και παρουσία στα «καθεστωτικά ΜΜΕ», τα οποία κατηγορούν συνεχώς, αλλά σπεύδουν να πιάσουν στασίδι στα λεγόμενα πάνελ των τηλεοπτικών εκπομπών. Το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς, η ανανεωτική πτέρυγα του Συνασπισμού που αποχώρησε (γιατί άραγε τόσο αργά;), μέχρι στιγμής δε δείχνει να έχει βρει το βηματισμό της. Απεμπόλησε την θαυμάσια ευκαιρία που είχε να ψηφίσει θετικά ως προς το «Μεσοπρόθεσμό» πρόγραμμα, αφήνοντας πολλούς πολίτες με την απορία. Έχασε την ευκαιρία να δείξει πως ένα τμήμα της αριστεράς δεν περιορίζεται σε κραυγές, καταδίκες και αρνήσεις, αλλά είναι έτοιμο να αναλάβει τις ευθύνες του για τη σωτηρία του τόπου με τεκμηριωμένες και νουνεχείς προτάσεις, τις οποίες, άλλωστε, διαθέτει αν κρίνουμε από τις τοποθετήσεις της για επιμέρους ζητήματα. Αμήχανη και άτολμη η ΔΗΜ.ΑΡ. δεν έχει διαμορφώσει έναν ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο, μια πρόταση δημοκρατικής διεξόδου τόσο από τη σημερινή κρίση, όσο και μια πρόταση δημιουργικής αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος. Αμφιταλαντεύεται, αμυνόμενη στις μαξιμαλιστικές και ανέξοδες προτάσεις των άλλων πόλων της αριστεράς, υπολογίζοντας, - κακώς,- το όποιο πολιτικό κόστος. Δεν λαμβάνει υπόψη της ότι το ακροατήριο της είναι πολύ ευρύτερο εκείνος της παραδοσιακής αριστεράς, ότι μπορεί να διεμβολίσει όλο το πολιτικό φάσμα, στην περίπτωση που οι προτάσεις της στηρίζονται στον ορθό λόγο, στη κοινή λογική, στην προσπάθεια ανάταξης της κοινωνίας και της οικονομίας και, κυρίως, προς την κατεύθυνση ενός ουσιαστικού εκσυγχρονισμού των θεσμών και την απαλλαγή από τα φεουδαρχικά κατάλοιπα του ιδιότυπου σοβιετικού καπιταλισμού της τελευταίας τεσσαρακονταετίας. Οι λοιπές δυνάμεις του αριστερού φάσματος, μετρούν μερικές δεκάδες οργανώσεων, με μερικές χιλιάδες μέλη συνολικά και μηδαμινή διείσδυση στην κοινωνία. Κάποιες από αυτές ονειρεύονται την οικοδόμηση «γαλατικών χωριών», άλλες την εξαγωγή της επανάστασης, κάποιες τρίτες την εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων κολεκτίβων και κομμούνων. Βασική συνισταμένη του πολιτικού τους προβληματισμού αλλά και της πολιτικής τους πρακτική είναι το δόγμα «όσο πιο άσχημα για το λαό, τόσο πιο κοντά στην επανάσταση ερχόμαστε». Έτσι εξηγείται εν πολλοίς και η συμπεριφορά τους, η οποία είναι η άνευ όρων, προϋποθέσεων και λογικής σύγκρουση με ό,τι αυτοί θεωρούν ως «κατεστημένο» και τους «συνοδοιπόρους» του. * * * * * Εν κατακλείδι η σημερινή αριστερά στην Ελλάδα διανύει μια μακρά περίοδο πολιτικής εμμηνόπαυσης. Η αριστερά εν Ελλάδι σήμερα δείχνει να φοβάται να αναλάβει τις ευθύνες της. Ευθύνες που έχουν να κάνουν με τη διαχείριση της παρούσας κρίσης και την έξοδο της από αυτή. Το συνηθισμένο της επιχείρημα είναι ότι όλα αυτά θα λυθούν μόνο με τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας», δηλαδή, όταν έρθει αυτή στην εξουσία. Μέχρι τότε όμως; Έχει προτάσεις για το τώρα, για το εδώ, για το σήμερα; Η απάντηση είναι ένα μεγαλοπρεπές όχι. Η αριστερά σνομπάρει τη σημερινή πραγματικότητα, το ίδιο όμως κάνουν και οι πολίτες έναντι της αριστεράς. Δεν έχει να προτείνει τίποτα. Αναμασάει απλά όλα αυτά που έλεγε εδώ και δεκαετίες. Τα περισσότερα είναι ανέξοδα. Μεγάλα λόγια δίχως κανένα απολύτως αντίκρισμα. Είναι όμως χρήσιμα για να τρέφουν το συλλογικό φαντασιακό των πιο φανατικών της οπαδών. Εκείνων που τρέφονται με συνθήματα και όχι επιχειρήματα. Εκείνων που λειτουργούν με το θυμικό και όχι τη λογική τους. Εκείνων που θεωρούν πως αποτελούν την «πεφωτισμένη πρωτοπορία» που δίκην Σωτήρα θα φέρει την αλλαγή, ακόμη κι αν χρειαστεί να ανατραπεί δια της βίας το κοινοβουλευτικό σύστημα, το οποίο έτσι κι αλλιώς, αμφισβητούν ολοένα και πιο συχνά δημοσίως. Είναι φενάκη να περιμένουμε πως θα αλλάξουν μυαλά σύντομα. Οι διεργασίες αυτές θέλουν το χρόνο τους για να γίνουν και να αποδώσουν καρπούς. Μέχρι τότε η αριστερά στη χώρα μας θα περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο, μη μπορώντας να ακολουθήσει τους ρυθμούς της εποχής, μη έχοντας απαντήσεις στις νέες προκλήσεις και προσκλήσεις των καιρών. Από δύναμη ανατροπής και ανανέωσης, έχει μετατραπεί σε δύναμη στασιμότητας και οπισθοδρόμησης. Και είναι κρίμα. |