Τράπεζες και τραπεζίτες στην αρχαία Ελλάδα |
---|
Δευτέρα, 26 Δεκεμβρίου 2011 |
Βασίλης Φουρτούνης: δάσκαλος, αναπληρωματικός Αιρετός ΑΠΥΣΠΕ Αττικής |
Θα καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα; Θα ενισχυθούν οι τράπεζες; Θα γίνει «κούρεμα» του Ελληνικού χρέους; Ερωτήσεις που είναι σε καθημερινή χρήση. Άραγε πότε δημιουργήθηκε αυτό που λέμε τραπεζικό σύστημα; Υπήρχαν τράπεζες και τραπεζίτες στην αρχαία Ελλάδα; Ερευνώντας λοιπόν τις πηγές διαπιστώσαμε ότι στην αρχαία Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. υπήρχαν τράπεζες και μάλιστα το επάγγελμα του τραπεζίτη δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης και συχνά ταυτιζόταν με αυτό του τοκογλύφου. Οι τράπεζες της εποχής σχετίζονταν με δάνεια και σύμφωνα με τα ήθη της εποχής «όπου υπήρχε δάνειο δεν υπήρχε φίλος», μιας και όταν «ένας άνθρωπος είναι φίλος δεν δανείζει αλλά δίνει». Και σε μια τέτοια περίπτωση τόκος ήταν η ευγνωμοσύνη του δανειζομένου προς τον δανειστή του. Ο Πλάτων στους Νόμους του ρητά ζητά να απαγορευτούν τα έντοκα δάνεια. Γενικά εκείνη την εποχή ο ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν “πλουτοκεντρικός” όπως σήμερα αλλά ανθρωποκεντρικός. Η κυρίαρχα επικρατούσα άποψη της εποχής θεωρούσε το χρήμα ως μέσο για την απόκτηση αγαθών αλλά τίποτε περισσότερο. Εφόσον το κέντρο της ελληνικής φιλοσοφίας είναι ο άνθρωπος και καθώς η τοκογλυφία οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, ήταν λογικό να θεωρείται ανήθικη. Η πρακτική χρέωσης τόκων είχε αποκηρυχτεί από πολλούς Έλληνες και ξένους φιλοσόφους, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Κικέρων, ο Κάτωνας κλπ. Ο Κάτων, όταν ρωτήθηκε «τι γνώμη έχεις για τη χρέωση τόκων;» απάντησε «τι γνώμη έχεις για τη δολοφονία;» Είναι γνωστό ότι εκείνη την εποχή υπήρχε ο θεσμός της πόλης-κράτους και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανεξαρτήτων κρατών, τα περισσότερα από τα οποία είχαν δικά τους νομίσματα, ποικίλης πραγματικής, ονομαστικής και εμπορικής αξίας. Η κυκλοφορία, λοιπόν, τόσο πολλών και ανόμοιων μεταξύ τους ως προς την αξία τους νομισμάτων δυσκόλευε τις εμπορικές συναλλαγές και είναι φυσικό να αποτελέσει την αιτία ανάπτυξης μίας αγοράς νομισματικών ισοτιμιών, όπου γινόταν ο υπολογισμός της αξίας κάθε νομίσματος σε σχέση με τα υπόλοιπα. Η διαδικασία αυτή ήταν η αιτία για τη δημιουργία του επαγγέλματος του αργυραμοιβού, ενός ατόμου που ήταν σε θέση να ανταλλάσσει τα διάφορα νομίσματα παίρνοντας συγκεκριμένη αμοιβή. Οι αργυραμοιβοί ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τις αξίες και το βάρος των νομισμάτων κάθε κράτους και να καθορίζουν την αξία τους σε σχέση με το νόμισμα της χώρας στην οποία γινόταν η συναλλαγή. Έπρεπε να ξεχωρίζουν τα κίβδηλα νομίσματα και να εντοπίζουν τα ελλιποβαρή. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι ενώ υπήρξε αντικειμενική ανάγκη για την αγοροπωλησία συναλλάγματος στο ελλαδικό χώρο, αυτό δεν απασχόλησε τους Έλληνες, επειδή όπως είπαμε είχαν συγκεκριμένη άποψη για το δανεισμό θεωρώντας τον έντοκο δανεισμό εξευτελιστικό θεσμό και εξ αυτού του λόγου παρέμεινε στα χέρια των εμπόρων του χρήματος. Οι ιδιώτες τραπεζίτες επεκτάθηκαν και σε αυτόν τον τομέα τον οποίο συμπεριέλαβαν στις δραστηριότητες τους. Ακόμη, τα νομίσματα, εκτός από τη χρήση τους ως μέσο για τον υπολογισμό της αξίας των προϊόντων και τη διευκόλυνση των συναλλαγών, λειτουργούν τα ίδια ως εμπορεύματα στις περιοχές εκείνες που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα πολύτιμα μέταλλα. Οι τραπεζίτες βρήκαν και άλλον έναν τομέα εμπορίας χρήματος, πουλώντας χρήμα στις περιοχές που δεν είχαν και παίρνοντας ως αντάλλαγμα γη και αγαθά. Οι τραπεζικές εργασίες την εποχή της αρχαίας Ελλάδας χωρίζονταν στις εξής κατηγορίες:
Σύντομα, στις κύριες τραπεζικές εργασίες, εκτός από την ανταλλαγή των νομισμάτων και τον έλεγχο της γνησιότητάς τους, τις έντοκες καταθέσεις και τα έντοκα δάνεια, συγκαταλέγονταν και άλλες, ανάμεσά τους:
Αναφέρεται ότι με αυτό τον τρόπο ο Κικέρων κάλυψε κάποτε τα έξοδα του γιου του, όταν αυτός βρισκόταν στην Αθήνα. Είναι γνωστό σε εμάς ότι για την ανταλλαγή και τη «δοκιμασία» των νομισμάτων, εργασίες που έκαναν και οι αργυραμοιβοί, η προμήθεια ήταν συνήθως γύρω στο 5%-6% επί της αξίας των νομισμάτων, με μια πρόσθετη επιβάρυνση αν η ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σε νομίσματα κατασκευασμένα από διαφορετικά μέταλλα. Για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., ο πολίτης αυτή την εποχή είχε δύο επιλογές: τις ιδιωτικές τράπεζες και τις ιερές τράπεζες. Έπαιζαν ρόλο τραπεζών και μάλιστα ανταγωνιστικό αυτού των ιδιωτικών τραπεζών και τα ιερά εκείνης της εποχής. Μάλιστα για τις παρακαταθήκες, τη φύλαξη δηλαδή χρημάτων, πολύτιμων αντικειμένων κ.ά., οι ιερές τράπεζες δεν εισέπρατταν «φύλακτρα». Αλλά και δεν έδιναν τόκο για τις βραχυπρόθεσμες καταθέσεις. Όμως για καταθέσεις μεγάλης διάρκειας ξέρουμε πχ. ότι στην Αθήνα του 4ου αιώνα. π.Χ. το επιτόκιο ήταν γύρω στο 10%. Όσον αφορά στις ιδιωτικές τράπεζες, ωστόσο, κατά κανόνα τα επιτόκια ήταν πολύ υψηλότερα αυτών των ιερών ενώ στα λεγόμενα ναυτοδάνεια, τα επιτόκια έφταναν ακόμη και στο 100% όταν, σε περίπτωση απώλειας του πλοίου μαζί με το φορτίο του, ο δανειστής δεν είχε καμία αξίωση από τον δανειζόμενο. Σταδιακά, οι ιδιωτικές τράπεζες απέκτησαν αρκετά μεγάλη δύναμη ώστε να μπορούν να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες ολόκληρων πόλεων. Επειδή στην αρχαία Ελλάδα, όμως, οι πόλεις αποταμίευαν κατά κανόνα χρήματα κατά τις περιόδους ειρήνης οι περιπτώσεις που χρειάζονταν δάνεια ήταν, κυρίως, στις περιόδους πολέμων. Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα οι ιδιωτικές τράπεζες να αυξάνουν τον κύκλο εργασιών του σε περιόδους πολέμου και γι’ αυτές οι πόλεμοι να αποτελούν πηγή πλούτου. Επιπλέον, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση πολέμων ανάλογα με τον ποιον από τους αντιπάλους θα επέλεγαν να δανειοδοτήσουν και με τί κόστος. Τελικά, οι τραπεζίτες κατάφεραν μέσω του ελέγχου του εμπορίου χρήματος να επηρεάσουν τόσο την οικονομική, όσο και την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αρχαίας Ελλάδας. Η επιρροή αυτή αποτυπώνεται και στην τέχνη καθώς μια σειρά έργων αντλούν θεματολογία από Έλληνες που έφτασαν στην πτώχευση και την εξαθλίωση χρωστώντας σε τραπεζίτες. Αν και η Ελλάδα άκμασε στο πραγματικό εμπόριο, στη ναυτιλία, στον πολιτισμό και στις τέχνες και παρά το γεγονός πως έφτασε να γίνει κυρίαρχος οικονομική και στρατιωτική δύναμη για αιώνες, δεν κατάφερε ποτέ, πιθανώς γιατί ήταν αντίθετο στη φιλοσοφία της, να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στο εμπόριο του χρήματος και αυτό τελικά της κόστισε καθώς το κενό στην αγορά καλύφθηκε από τραπεζίτες συχνά όχι με τον καλύτερο και πιο ηθικό τρόπο.
|