Ο ρόλος του διευθυντή στο νέο οργανωτικό μοντέλο και στο πλαίσιο του νέου σχολείου με αυτονομία σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο διοίκησης

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Ειρήνη Διάδου, Παιδαγωγός Ειδικής Αγωγής του 7ου Δημ. Σχολ. Αγίας Παρασκευής

1. Βασικά χαρακτηριστικά των δύο μοντέλων οργάνωσης : Συγκεντρωτικό -Αποκεντρωμένο.

1.1 Αναφορά στους όρους :Συγκέντρωση- Αποκέντρωση

Τα μοντέλα οργάνωσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την γενικότερη πολιτική και το σχεδιασμό του κράτους σχετικά με τη μορφή και το χαρακτήρα που επιθυμεί να έχει η οργάνωση και η διοίκηση του. Σύμφωνα λοιπόν με τις οργανωτικές δομές και τα επίπεδα ιεράρχησης που επιλέγει κάθε κράτος να διαμορφωθούν σ’ αυτό, αντίστοιχα επικρατούν δύο μοντέλα οργάνωσης το Συγκεντρωτικό και το Αποκεντρωμένο. Πριν ωστόσο αναφερθούμε σε αυτά χρήσιμη και σκόπιμη για την καλύτερη κατανόηση των συστημάτων αυτών  είναι η αναφορά στους όρους «συγκέντρωση» και «αποκέντρωση».

Συγκέντρωση όπως αναφέρουν και οι Α. Ανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου είναι: «Ένας τρόπος ύπαρξης του κράτους και σημαίνει την ύπαρξη μιας εξουσίας ,μιας κυβέρνησης ενός ‘μοναδικού κράτους’, ή μιας νομοθεσίας και την ύπαρξη μιας διοίκησης» (Ανδρέου & Παπακωνσταντίνου,1994,σ.112). Στην κορυφή υπάρχει μόνο αυτή και όλες οι άλλες εξουσίες υπόκεινται, κατά συνέπεια υπάρχει διαμόρφωση ιεραρχίας. Η μορφή των σχέσεων ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις τοπικές ή περιφερειακές αρχές [τοπικές: Σχολική Μονάδα, Δήμαρχος, Δημοτικό Συμβούλιο και περιφερειακές: Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, Διεύθυνση Εκπαίδευσης, Σχολικοί Σύμβουλοι (Ιωάννης Κατσαρός,2008)] είναι αυτή που αναδεικνύει την ταυτότητα της συγκέντρωσης. Οι σχέσεις αυτές διαμορφώνονται από το βαθμό εξάρτησης τους από την κεντρική εξουσία τόσο σε επίπεδο ανάθεσης αρμοδιοτήτων, οδηγιών, εντολών όσο και σε επίπεδο ελέγχου για την εκτέλεση αυτών και των αποτελεσμάτων της.

Αποκέντρωση όπως αναφέρουν και οι Α. Ανδρέου και Γ. Παπακωνσταντίνου είναι: «Η απόδοση στις τοπικές εξουσίες των αναγκαίων ελευθεριών για τη φυσική ανάπτυξη τους, την πραγματοποίηση της διακυβέρνησης της χώρας από τη χώρα, ουσιαστικά την αυτοκυβέρνηση» ( Ανδρέου & Παπακωνσταντίνου,1994,σ.114). Όπως και στη συγκέντρωση έτσι και εδώ υπάρχει κεντρική εξουσία ωστόσο οι τοπικές και περιφερειακές αρχές είναι περισσότερες και ανεξάρτητες από την κεντρική. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην περίπτωση αυτή οι τοπικές και περιφερειακές αρχές εκλέγονται από το λαό τον οποίο αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν και δεν είναι διορισμένες από την κεντρική εξουσία.

 

1.2  Χαρακτηριστικά Συγκεντρωτικού και Αποκεντρωμένου μοντέλου

Στο συγκεντρωτικό μοντέλο οργάνωσης υπάρχει μία ενιαία εξουσία στην οποία όλοι είναι υποταγμένοι. Οι τοπικές κα περιφερειακές αρχές είναι καθόλα εξαρτημένες με την κεντρική εξουσία κατά συνέπεια να μην μπορούν να ενεργήσουν ούτε σε μικρό βαθμό αυτόνομα, εκτελούν μόνο τις εντολές και τις αποφάσεις που παίρνει η πρώτη. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του συστήματος αυτού είναι η περιορισμένη δυνατότητα λήψης αποφάσεων από τις υπηρεσίες καθώς ο προϊστάμενος- διευθυντής τους τοποθετείται σε αυτή τη θέση ή παύεται από την κεντρική εξουσία (Ανδρέου & Παπακωνσταντίνου,1994). Όπως και στη συγκέντρωση έτσι και εδώ υπάρχει . Και στις δύο περιπτώσεις δομής του συστήματος, δηλαδή α)συμπύκνωσης όπου οι αποφάσεις παίρνονται από την κορυφή και οι υφιστάμενοι έχουν μόνο εκτελεστική εξουσία και β) αποσυμπύκνωσης όπου η εξουσία μεταφέρεται στα τοπικά όργανα τα οποία όμως πάλι υπόκεινται στη κεντρική εξουσία, το κράτος , η κεντρική δηλαδή εξουσία είναι αυτή που αποφασίζει. Επιγραμματικά το συγκεντρωτικό μοντέλο οργάνωσης χαρακτηρίζεται από ιεραρχία αυστηρή (στην περίπτωση συμπύκνωσης) και μέτρια (στην περίπτωση αποσυμπύκνωσης), αυστηρή άσκηση εξουσίας και υποταγή των τοπικών και περιφερειακών αρχών στην κεντρική εξουσία που τις αναγκάζουν να έχουν μόνο εκτελεστικό ρόλο.

Το αποκεντρωμένο μοντέλο οργάνωσης έχει ως βασικό του χαρακτηριστικό ότι ένα μεγάλο μέρος της εξουσίας για τη λήψη αποφάσεων καθώς και για την εκτέλεση οδηγιών και των έλεγχο αποτελεσματικότητας τους έχουν οι τοπικές και περιφερειακές αρχές. Ακόμη ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του, καθώς στηρίζεται σε δημοκρατικές αρχές, είναι η συμμετοχή του κοινωνικού συνόλου μέσω της εκπροσώπησης του από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές (Ανδρέου & Παπακωνσταντίνου,1994). Η άσκηση εξουσίας από τα τοπικά ή περιφερειακά όργανα δεν είναι εκτελεστική αλλά κυρίως οργανωτική και διοικητική. Τέλος ο προϊστάμενος-διευθυντής που εκλέγεται κατά βάση για την ανάλογη θέση στα όργανα αυτά είναι ανεξάρτητος από την κεντρική εξουσία. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χαρακτηριστικά του αποκεντρωμένου μοντέλου οργάνωσης είναι η ελευθερία και η ανεξαρτησία που έχουν τα τοπικά και περιφερειακά όργανα για τη διαμόρφωση πολιτικής και την υλοποίηση της, η μεταφορά εξουσιών από την κεντρική στις περιφερειακές και η συμμετοχή του λαού σε όλα τα παραπάνω.

 

1.3.1 Αναγνώριση χαρακτηριστικών συγκεντρωτικού μοντέλου στο  μοντέλο  οργάνωσης   και διοίκησης που προωθείται.

Στο μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης που προωθείται μπορεί κανείς να αναγνωρίσει αρχικά χαρακτηριστικά και από τα δύο μοντέλα οργάνωσης συγκεντρωτικό-αποκεντρωμένο.

Πλήθος χαρακτηριστικών συγκεντρωτικού μοντέλου οργάνωσης αναγνωρίζονται στο μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης που προωθείται. Παρόλο που το προσχέδιο νόμου για την «Οργάνωση των Περιφερειακών Υπηρεσιών Διοίκησης της Εκπαίδευσης : «Πρώτα ο Μαθητής» -

«Πρώτα η Σχολική Μονάδα» Νέα Διοίκηση για το Νέο Σχολείο», από τον τίτλο του κιόλας δίνει την εντύπωση προώθησης ενός αποκεντρωμένου μοντέλου, διαβάζοντας το κανείς πιο επισταμένα θα εντοπίσει στοιχεία του Συγκεντρωτικού μοντέλου και μάλιστα με τη μορφή της αποσυμπύκνωσης.

Πιο συγκεκριμένα στο Άρθρο 3 αναφέρει ότι ο διευθυντής της σχολικής μονάδας «μεριμνά για την τήρηση των νόμων, των εγκυκλίων και των αποφάσεων που εκδίδουν τα αρμόδια όργανα της διοίκησης. Στο Άρθρο 5 διαφαίνονται χαρακτηριστικά Αποσυμπύκνωσης καθώς η Συνέλευση διδασκόντων μόνο συμβάλλει στη χάραξη κατευθύνσεων για την εφαρμογή της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής στο επίπεδο της σχολικής μονάδας, στην ομαλή λειτουργία του σχολείου καθώς και στην παιδαγωγική διευθέτηση των μαθητικών ζητημάτων ενώ μόνο εισηγείται στο διευθυντή το είδος και τη μορφή της ενδοσχολικής επιμόρφωσης και συμβάλλει στην υλοποίηση της, συμβάλλει, εισηγείται αλλά δεν καθορίζει και δεν αποφασίζει τελικά η ίδια. Χαρακτηριστικά αποσυμπύκνωσης αναγνωρίζονται και στο Άρθρο 7 σχετικά με τον κανονισμό λειτουργίας των σχολικών μονάδων αφού αυτός καταρτίζεται από το σχολικό συμβούλιο αλλά εγκρίνεται με απόφαση του οικείου περιφερειακού διευθυντή εκπαίδευσης. Ενώ ο γραμματέας του σχολικού συμβουλίου και ο αναπληρωτής ορίζονται ύστερα από γνώμη του διευθυντή ή προϊσταμένου. Ο περιφερειακός διευθυντής εκπαίδευσης δε χαράζει αλλά εξειδικεύει την εφαρμογή της εθνικής πολιτικής σε περιφερειακό επίπεδο (άρθρο 13, παρ. α), ενώ ο προϊστάμενος του τμήματος γενικής παιδείας ασκεί, ιδίως, τις αρμοδιότητες της εποπτείας, του συντονισμού και της αξιολόγησης του έργου των διευθυντών εκπαίδευσης (άρθρο 14, παρ.3). Τέλος με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες των διευθύνσεων και των περιφερειακών διευθύνσεων εκπαίδευσης καθώς και των υπηρεσιακών μονάδων τους (άρθρο 19, παρ. 4,α). Επίσης θεσπίζονται τα ειδικότερα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες: των διευθυντών ή προϊσταμένων, των υποδιευθυντών, της συνέλευσης διδασκόντων και των σχολικών συμβουλίων των σχολικών μονάδων και των προέδρων τους (άρθρο 19,παρ. 4,β). Σε όλα τα παραπάνω που παρατέθηκαν στην ενότητα αυτή μπορεί κανείς να αναγνωρίσει χαρακτηριστικά συγκεντρωτικού μοντέλου οργάνωσης με τη μορφή της αποσυμπύκνωσης καθώς υπάρχει μεταφορά εξουσιών από την κεντρική εξουσία σε τοπικές όπως είναι η σχολική μονάδα και περιφερειακές αρχές όπως η περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης ωστόσο η κεντρική εξουσία είναι αυτή που καθορίζει, διαμορφώνει και αποφασίζει στο τέλος.

 

1.3.2 Αναγνώριση χαρακτηριστικών αποκεντρωμένου μοντέλου στο μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης που προωθείται.

Το Άρθρο 1 το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων αναφέρει ποιες είναι οι αποκεντρωμένες υπηρεσίες που το αποτελούν. Στοιχεία Αποκεντρωμένου μοντέλου συναντάμε στα άρθρα 5 και 6. Η συνέλευση των διδασκόντων αποφασίζει για θέματα φοίτησης, επίδοσης και διαγωγής των μαθητών (3.γ) ενώ κατανέμει στα μέλη της τομείς(3.στ). Το άρθρο 6 που αναφέρεται στο Σχολικό συμβούλιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι χαρακτηριστικό αποκεντρωμένου συστήματος καθώς στα μέλη που το αποτελούν είναι ένας εκπρόσωπος του συλλόγου γονέων, ένας εκπρόσωπος του δήμου και ένα μέλος της τοπικής κοινωνίας οι οποίοι ανάμεσα στις υπόλοιπες αρμοδιότητες τους έχουν και την κατάρτιση του κανονισμού λειτουργίας της σχολικής μονάδας, εδώ λοιπόν έχουμε και συμμετοχή και εκπροσώπηση του κοινωνικού συνόλου. Επίσης οι Διευθύνσεις εκπαίδευσης (Άρθρο 10, παρ.1 . γγ και δδ) είναι υπεύθυνες για το σχεδιασμό, την προώθηση, την υποστήριξη και αξιολόγηση της εφαρμογής καινοτόμων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δράσεων αλλά και προγραμμάτων εισαγωγής και διδακτικής αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής. Χαρακτηριστικά Αποκεντρωμένου μοντέλου αναδύονται στο άρθρα 15 που αναφέρεται  αυτοτελή τμήματα - γραφεία : α)επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, β) γενικής παιδείας, γ) νομικής υποστήριξης και δ) υποδομών και στατιστικών δεδομένων. Ωστόσο δεν αναφέρονται στα α), β) και γ) οι αρμοδιότητες τους. Τέλος η μεταβίβαση εξουσιών- αρμοδιοτήτων στους διευθυντές των σχολικών μονάδων αποτελεί χαρακτηριστικό του αποκεντρωμένου μοντέλου οργάνωσης (άρθρο 3 παρ. 2: ε και παρ. 3και άρθρο).

 

2. Ο ρόλος του διευθυντή στο νέο οργανωτικό μοντέλο.

Το νέο οργανωτικό μοντέλο που προωθείται για τη διοίκηση της εκπαίδευσης διαμορφώνει το ρόλο του διευθυντή κυρίως στο Άρθρο 3 αλλά και σε λοιπά άρθρα όπως αυτά που αναφέρονται στο Σχολικό Συμβούλιο και τον Κανονισμό λειτουργίας της σχολικής μονάδας. Η πρώτη πρόταση του Άρθρου 3 (1) μας προϊδεάζει για το ρόλο αυτό αναφέροντας ότι: «Ο διευθυντής ή προϊστάμενος είναι διοικητικός και πειθαρχικός προϊστάμενος της σχολικής μονάδας». Αντικαθιστά δηλαδή τη φράση «επιστημονικός παιδαγωγικός υπεύθυνος» με τη λέξη «πειθαρχικός».

Ο διευθυντής ανάμεσα στις άλλες αρμοδιότητες του «ευθύνεται για την κατάρτιση του προγράμματος δράσης και της έκθεσης αξιολόγησης της σχολικής μονάδας» (άρθρο 3 παρ. 2.ε). Συγκεκριμένα ευθύνεται για την εκπόνηση και υλοποίηση ολοκληρωμένων προτάσεων για τη βελτίωση της δράσης της σχολικής μονάδας και το σχεδιασμό και την υλοποίηση προγραμμάτων ενδοσχολικής επιμόρφωσης σε συνεργασία με τους σχολικούς συμβούλους και τα τμήματα επιστημονικής – παιδαγωγικής καθοδήγησης των περιφερειακών διευθύνσεων εκπαίδευσης. Σε αυτή την παράγραφο του νόμου μπορεί κανείς να εντοπίσει τις τέσσερις βασικές λειτουργίες της διοίκησης : α) τον προγραμματισμό β)την οργάνωση, γ) το συντονισμό και δ) τον έλεγχο. Η κατάρτιση προγράμματος δράσης για το οποίο ευθύνεται ο διευθυντής και διαμορφώνεται σε συνεργασία με το σύλλογο διδασκόντων και τους σχολικούς συμβούλους (παρ. 3, άρθρο 32 του ν. 3848/2010) μας παραπέμπει στην πρώτη λειτουργία της διοίκησης κατά Fayol, τον προγραμματισμό- σχεδιασμό που αναφέρεται στον καθορισμό κατευθύνσεων και στόχων. Η σχολική μονάδα μπορεί να χαράξει εκπαιδευτική πολιτική θέτοντας στόχους με σχετική όμως αυτονομία. Παρόλο που τα κεντρικά όργανα όπως το Υπουργείο  Παιδείας και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο που υπάγεται στο πρώτο αποφασίζουν και διαμορφώνουν τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών, το Διαθεματικό Ενιαίο Πρόγραμμα Σπουδών και τα σχολικά εγχειρίδια η σχολική μονάδα και ο εκπαιδευτικός μπορεί σε ένα μικρό βαθμό να τροποποιήσει, να συμπληρώσει ή να παραλείψει. Στη συνέχεια η κατάρτιση του προγράμματος δράσης εμπεριέχει το συντονισμό των δραστηριοτήτων που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων και την οργάνωση και καθοδήγηση εκείνων που εμπλέκονται για την επίτευξη των στόχων. Η κατάρτιση της έκθεσης αξιολόγησης της σχολικής μονάδας αναφέρεται στον έλεγχο για την αποτελεσματικότητα του έργου και του προγράμματος δράσης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο διευθυντής καλείται να καταρτίσει την έκθεση αξιολόγησης της σχολικής μονάδας χωρίς ωστόσο να έχει θέσει τους στόχους γι’ αυτήν.

Όμως ο ρόλος του διευθυντή διαφαίνεται και σε άλλα άρθρα του προσχέδιου νόμου. Όπως προαναφέρθηκε ο διευθυντής είναι «διοικητικός και πειθαρχικός» προϊστάμενος. Ο τίτλος αυτός του δίνει τη δυνατότητα να εισηγείται την ανάθεση υποχρεωτικών υπερωριών σε εκπαιδευτικούς της σχολικής μονάδας στην οποία προΐσταται (άρθρο 3, παρ. 2δ), να χορηγεί άδεια απουσίας στο προσωπικό της σχολική μονάδας (άρθρο 3, παρ. 3), να ορίζει γραμματέα και αναπληρωτή του σχολικού συμβουλίου (άρθρο 7, παρ. 3) και να επιλέγει μεταξύ των προτεινόμενων από τη συνέλευση των διδασκόντων υποψηφίων υποδιευθυντών της σχολικής μονάδας και να διαβιβάζει την αιτιολογημένη πρόταση του στο αρμόδιο Π.Υ.Σ.Π.Ε. (άρθρο 20, παρ. 2). Για τον πειθαρχικό του ρόλο το προσχέδιο νόμου δεν προσφέρει σαφείς και συγκεκριμένες πληροφορίες καθώς τα μονομελή και συλλογικά όργανα και η αρμοδιότητα του για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης και την επιβολή πειθαρχικών ποινών θα καθορισθούν με προεδρικό διάταγμα (άρθρο 19, παρ. 6). Μολονότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σημεία του νέου νόμου που προωθείται για την διοίκηση της εκπαίδευσης που να αναφέρονται στον πειθαρχικό ρόλο του διευθυντή η προδιάθεση για μεταφορά εξουσιών πειθαρχικού χαρακτήρα σ’ αυτόν, μετά την κατάργηση της ενδιάμεσης βαθμίδας εκπαίδευσης (των γραφείων εκπαίδευσης) και των προϊσταμένων της, είναι προφανής και αυτονόητη.

 

2. 1 Εντοπισμός αλλαγών στις εξουσίες-αρμοδιότητες των διευθυντών- Συμπεράσματα

Το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων στα πλαίσια των σύγχρονων αντιλήψεων και τάσεων των δημοκρατικών κοινωνιών για αποκέντρωση, προωθεί ένα μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης της εκπαίδευσης μέσω του Προσχέδιου νόμου με τίτλο: « Οργάνωση των Περιφερειακών Υπηρεσιών Διοίκησης της Εκπαίδευσης: «Πρώτα ο Μαθητής» - «Πρώτα η Σχολική Μονάδα» Νέα Διοίκηση για το Νέο Σχολείο». Από την πρώτη πρόταση του τίτλου: «Οργάνωση των Περιφερειακών Υπηρεσιών Διοίκησης της Εκπαίδευσης» αλλά και από τις πρώτες προτάσεις του άρθρου 1 όπου αναφέρεται στις «αποκεντρωμένες υπηρεσίες του», δηλώνεται ότι πρόκειται για ένα αποκεντρωμένο μοντέλο οργάνωσης και αυτή είναι και η εντύπωση η οποία δίνεται στον αναγνώστη. Μελετώντας κανείς το νόμο εκτενέστερα εντοπίζει σημαντικές και βασικές αναντιστοιχίες. Παρατηρώντας τα άρθρα σχετικά με τις αρμοδιότητες του διευθυντή του ισχύοντος νόμου και του προσχέδιου νόμου που προωθείται, και εστιάζοντας την προσοχή του στα ρήματα που χρησιμοποιούνται μπορεί να αντιληφθεί την αλλαγή όσο αφορά το ρόλο του διευθυντή. Στον ισχύοντα νόμο ο διευθυντής ως διοικητικός και επιστημονικός παιδαγωγικός υπεύθυνος: καθοδηγεί, φροντίζει, προΐσταται, ελέγχει, προωθεί, συμβάλλει και κυρίως συνεργάζεται. Στο προσχέδιο νόμου ο διευθυντής ως διοικητικός και πειθαρχικός προϊστάμενος: μεριμνά, ευθύνεται, εισηγείται, χορηγεί, αναθέτει, ορίζει, προτείνει και τέλος επιλέγει.

Η μεταφορά εξουσιών στο διευθυντή είναι άστοχη καθώς τον πρώτο και τελευταίο λόγο έχει και πάλι η κεντρική εξουσία, δηλαδή το αρμόδιο Υπουργείο. Η μεταφορά αυτή καθιστά το ρόλο του διευθυντή εκτελεστικό, όμως με περισσότερες ευθύνες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν την άσκηση των πειθαρχικών του καθηκόντων. Δίνει στη σχολική μονάδα σχετική αυτονομία για να ενεργήσει,  σε ένα πλαίσιο ωστόσο που έχει ήδη καθορισθεί. Παρατηρείται δηλαδή συσσώρευση αρμοδιοτήτων του διευθυντή που έχουν κυρίως εκτελεστικό και πειθαρχικό χαρακτήρα, οι οποίες δε συνάδουν ουσιαστικά με το μοντέλο οργάνωσης κατά Fayol (προγραμματισμός οργάνωση ,διεύθυνση-συντονισμός, έλεγχος) αφού ο διευθυντής δεν είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος ως προς τη διαμόρφωση, εκτέλεση και πραγματοποίηση των στόχων, τους οποίους έχουν θέσει τα κεντρικά όργανα, και δεν αποτελούν στοιχεία ενός αποκεντρωμένου μοντέλου οργάνωσης και διοίκησης αλλά ενός συγκεντρωτικού με τη μορφή της αποσυμπύκνωσης. Συμπερασματικά ο ρόλος του διευθυντή στο νέο οργανωτικό μοντέλο διαφαίνεται πως δεν αλλάζει ουσιαστικά και σημαντικά αλλά διαφοροποιείται και συμπληρώνεται σε μικρό βαθμό αναδεικνύοντας τα διοικητικά και πειθαρχικά του στοιχεία. Η κεντρική εξουσία εξακολουθεί να καθορίζει, να διαμορφώνει και να προωθεί τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική που επιθυμεί, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αυτονομίας και ανεξαρτησίας για τη χάραξη αυτής από τη σχολική μονάδα. Παρότι με το συγκεκριμένο προσχέδιο νόμου γίνεται λόγος για την προώθηση αποκεντρωμένου μοντέλου διοίκησης και οργάνωσης της εκπαίδευσης, καταληκτικά, πρόκειται για συγκεντρωτικό μοντέλο, με τη μεταφορά μη ουσιαστικών εξουσιών στο διευθυντή. Το προσχέδιο νόμου σχετίζεται προφανώς με τη ρητορική της αποκέντρωσης και όχι με την πραγματική και ουσιαστική αποκέντρωση. Άλλωστε πως θα ήταν δυνατόν σε ένα γραφειοκρατικό και συγκεντρωτικό κράτος να υπάρξει μια νησίδα αποκέντρωσης στην εκπαίδευση;

 

Βιβλιογραφία

1. Κουτούζης Μ., Γενικές Αρχές Μάνατζμεντ, Τόμος Α, Πάτρα 1999.

2. Αθανασούλα- Ρέππα Α., Δακοπούλου Α., Κουτούζης Μ., Μαυρογιώργος Γ., Χαλκιώτης Δ., Εκπαιδευτική Διοίκηση και Πολιτική, Πάτρα 2008.

3. Ανδρέου Α., Παπακωνσταντίνου Γ., Εξουσία και οργάνωση- διοίκηση του εκπαιδευτικού συστήματος, Αθήνα 1994.