Ελένη Σιδηροπούλου: τιμητική Διάκριση για το διήγημα με τίτλο: «Ταξίδι στο πράσινο και το μαύρο» |
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011 |
Το Μάιο του 2011 έλαβε τιμητική διάκριση στον παγκόσμιο διαγωνισμό της Διασπορικής Λογοτεχνικής Στοάς για το σύντομο διήγημα «Ταξίδι στο πράσινο και το μαύρο», το οποίο δημοσιεύτηκε σε ανθολογία στις 12/9/2011 στην ιστοσελίδα: www.diasporic.org/magazine. Αν θέλετε να κατεβάσετε ολόκληρο το περιοδικό πατήστε ΕΔΩ. Εμείς από τη μεριά μας εκείνο που θέλουμε είναι να πούμε ένα πολύ μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ στην Ελένη, να της ευχηθούμε και άλλες διακρίσεις στο μέλλον και να σας καλέσουμε να απολαύσετε το βραβευμένο διήγημά της.
Ταξίδι στο πράσινο και το μαύρο Ελένη Σιδηροπούλου Έγραφε. Όλη τη μέρα έγραφε. Λέξη δεν τολμούσε να ζυγώσει λέξη. Κι ύστερα τα έσβηνε. Δεν υπήρχε χώρος τώρα για τίποτα αξιόλογο στα γράμματά του. Έτσι έκρινε. Η σκέψη του ήταν φουσκωμένη με καπνό και κάρβουνο. Ήταν χωμένος βαθιά στο θυμό του. Λυσσασμένος για τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Δεν ήθελε να ξέρει. Δεν ήθελε να έχει συμβεί. Στριφογύριζε στις αναμνήσεις του. Πώς να σκεπάσει τις εικόνες των παιδικών του χρόνων με μαύρο από κέδρους και οξιές; Είχε γεννηθεί μέσα στη δροσιά του Ολύμπου στο Λιτόχωρο, την « πύλη των θεϊκών κατοικιών», όπως το έλεγε ο παππούς του. Ανέβαιναν συχνά στο βουνό όταν ήταν μικρός. Γαντζώνονταν από την ομορφιά του τοπίου και παρατηρούσαν τα φυτά. Ο παππούς του πάλευε να του εξηγεί: να ο μέλιος, το πουρνάρι, το χρυσόξυλο και πιο ψηλά τα έλατα. Καμιά φορά τύχαινε να συναντούν ζωντανές ζωγραφιές ζώων, όπως το ζαρκάδι και ο σκίουρος, ενώ ψηλά πετούσαν περήφανα Σταυραετοί, Κοκκινολαίμηδες ή πιο σπάνια κάποιο Δενδρογέρακο. Η διαδρομή είχε χαραχθεί ανεξίτηλη στην καρδιά του. Έπαιρναν το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 που κινείται δυτικά από το Λιτόχωρο προς τις κορυφές, μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα. Όλα του φαίνονταν αληθινά υπέροχα και η ματιά του ξέφευγε πού και πού προς τον ουρανό. Από τα χείλη του κρεμόταν ζεστό ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!». Στον ύπνο του οι ρίζες των δέντρων τον συντρόφευαν και τον αγκάλιαζαν σαν να ήταν παιδί τους. Τα χρώματα των αγριολούλουδων, τα μοβ, τα λευκά, τα κίτρινα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλί, έβαφαν τις σκέψεις του σε κάθε του μέρα. Με ανεπανάληπτη φυσική ομορφιά, ο Όλυμπος έμοιαζε να είχε μαγέψει τους δώδεκα Θεούς που τον επέλεξαν για κατοικία τους. Αυτό σκεφτόταν. Ακόμα κρατούσε στη χούφτα του το χώμα από το χωριό του. Είχε πάντα μέσα του αυτή τη ανεπανάληπτη αίσθηση. Οι μυρωδιές των λουλουδιών κυριαρχούσαν βαριές στη μνήμη του. Μοσχοβολούσαν σε κάθε του ανάσα. Ποτάμια με λάβα κυλούσαν στην ψυχή του οι θύμισες των βράχων με τις λαχανί κηλίδες τους και το απαλό ψιθύρισμα του αγέρα. Το δάσος! Α, ναι. Το δάσος του! Πίστευε πως τα είχε όλα στη ζωή του. Ένιωθε πλήρης. Ήταν τρελά ευτυχισμένος με τα λίγα. Πρωταγωνιστούσε στο πιο καλογραμμένο σενάριο. Άγγιζε το τέλειο όνειρο. Ένα σπίτι φτωχικό, χαμογελαστό, βυθισμένο μέσα στο ευλογημένο πράσινο της Ελλάδας του. Με το ξύπνημα ο ήλιος τον χαιρετούσε γλυκά στη νότια άκρη της μακεδονικής γης. Τα σύννεφα τού έγνεφαν χαρούμενα στο δρόμο για το σχολείο. Στο βιβλίο του χρόνου ο μύθος συναντιόταν με την ιστορία. Το πράσινο με το ουράνιο γαλάζιο. Ο άνθρωπος με τα Θεία. Τι άλλο να ζητούσε κανείς από τη ζωή του; Δεν είχε σκεφτεί να φύγει από εκείνη τη στιγμή, να ζήσει κάτι άλλο, αλλού. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να μείνει στο κατάφυτο χωριό του και να γεράσει αγναντεύοντας τη θέα από το παράθυρό του. Τα πόδια του αδύνατα, αλλά γερά, είχαν πια ριζώσει στην αυλή του και στα δύσβατα μονοπάτια και τα χέρια του γέμιζαν με πέταλα, πευκοβελόνες, ζουμπούλια, τσουκνίδες και μολόχες- ως αντίδοτο. Πώς να τα ξεχάσει; Ήταν η προίκα που τον συντρόφευε παντού από πάντα. Τέτοια απέραντη αγάπη φώλιαζε μοναδική μες στην καρδιά του. Μα δεν αναγνώριζε μόνο εκείνος την αξία του γεωγραφικού του θρόνου. Το 1981 η UNESCO ανακήρυξε τον Όλυμπο «Διατηρητέο Οικοσύστημα της Παγκόσμιας Βιόσφαιρας». Τότε –μαθητής Λυκείου ακόμα- έγραψε και το πρώτο του άρθρο για τις ζώνες βλάστησης του Ολύμπου στην τοπική εφημερίδα. Του είχαν δώσει πολλά συγχαρητήρια. Το Πάσχα εκείνης της χρονιάς ανέβηκε με τους παλιούς του φίλους πάλι στο βουνό. Όλα έμοιαζαν απαράλλαχτα. Ακόμα και η ευτυχία αναδυόταν αεικίνητη στον αέρα από τη μαύρη πεύκη και το ρόμπολο. Πρώτη φορά έμενε σε καταφύγιο. Να μια καινούρια εικόνα στα μάτια του. Ανεξάντλητες οι οάσεις γαλήνης της ιδιαίτερης πατρίδας του. Τώρα έτρεμε ολόκληρος. Σαν να μην είχε παρελθόν ούτε παρόν ούτε μέλλον. Σκιαζόταν με το παραμικρό. Πώς να ζήσει άνθρωπος με τέτοιο φορτίο στους ώμους; Ποιος μπόρεσε να κάψει τα όνειρα που διατηρούσαν την υπόστασή του στον κόσμο; Με τι να τα αντικαθιστούσε; Δεν υπήρχε τίποτα. Τίποτα… Έμεινε εκεί ασάλευτος. Παγωμένος. Λες και είχε φτάσει το τέλος του κόσμου. Το τέλος του κόσμου του. Έμπηγε τα νύχια του μανιασμένος στο κεφάλι του σαν να μην μπορούσε να βγάλει από μέσα εκεί το στοιχειό που τον βασάνιζε. Αρνιόταν να κλείσει τα μάτια, να αναλογιστεί το παρόν. Ξαφνικά, η πόρτα του γραφείου του άνοιξε απότομα. Μα τι;;; Δεν θα άντεχε άλλα άσχημα νέα. Τι να έγινε; Αντίκρισε βουρκωμένη την αδερφή του που έτρεξε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της τσακισμένη. Δούλευαν στο ίδιο γραφείο. Εκείνος σάστισε. Τα δάκρυά της έτρεχαν καυτά στο μπράτσο του. Είχαν μοιραστεί τις εικόνες του Ολύμπου ως παιδιά στο Λιτόχωρο. Καταλάβαινε ότι τα αισθήματά τους ήταν τα ίδια. Κάτι ψέλλιζε μέσα στο σπαραγμό… Τα λόγια της δεν έφταναν στα αυτιά του. «Έσβησε… Τα κατάφεραν. Πριν φτάσει ψηλά στο χωριό… Την έσβησαν… Πάει…», είπε και τα χέρια της σκέπασαν το βαλαντωμένο πρόσωπό της. Έτρεξε να πλυθεί. Οι γροθιές του βρήκαν δυο τρεις τον τοίχο. Τόσα χιλιόμετρα μακριά κόντευε να χάσει τα λογικά του. Τα δάκρυα που πάλευαν να παγώσουν στο βλέμμα του από το πρωί, τώρα του γρατζουνούσαν απαλά το πρόσωπο με ορμή. Επιτέλους, ένιωσε ανακούφιση. Άνοιξε το κουτί της ψυχής του και τακτοποίησε με δέος και σεβασμό τα παιδικά του βιώματα. Δεν χρειάστηκε να τα σκεπάσει το φλεγόμενο μαύρο πέπλο. Τα κοίταξε στοργικά για λίγο, τους χαμογέλασε αδρά και φοβισμένα και τα επέστρεψε στη βασιλική θέση του μυαλού του. Είχε να γράψει και το άρθρο του. Η εφημερίδα τυπωνόταν σε λίγες ώρες. Τι να έγραφε τώρα; Η αγωνία του ξεχείλισε κι έπνιξε την πόλη απόψε. Νύχτωνε. Τα δάχτυλά του ήταν πικραμένα. Κάθε πάτημα του πληκτρολογίου δενόταν με πόνο. Ο πιο ακριβός του πίνακας έλαμπε θαμπά με στάχτες και με πράσινο. Ένα κομμάτι του είχε πληγωθεί. Πώς να σωθεί η αγάπη για τα αληθινά σε τόσο δύσκολους καιρούς; Όταν ο άνθρωπος γλιστράει στο συμφέρον και βουλιάζει στο εφήμερο; Ο Θεός με τα μεγάλα Του μάτια δακρύζει μαζί του. Άρχισε να βρέχει. Κάθε σταγόνα ένας καθρέφτης. Να μια χαρουπιά, μια δάφνη, μια αγριοκερασιά, μια φτελιά, ιτιές και πλατάνια… Αγαπημένα όλα, στολισμένα με μελένιο άρωμα μοσχοβολούν στο σύμπαν. Πώς αλλιώς να νιώσει ένα παιδί που γεννήθηκε σκαρφαλωμένο στα βουνά; Τα χέρια του σκάρωσαν τις πρώτες λέξεις. Αναρίθμητα λόγια τώρα ξεβράζονταν από το κεφάλι του. Για τη ζωή. Για τη φύση. Η γραφή του γρήγορη. Νοήματα γλυκά και ήρεμα για την ομορφιά του κόσμου που μαρτυρούσε η καρδιά του αμετανόητη. Μία ελπίδα φώτιζε τώρα το βλέμμα του. Η ελπίδα της προστασίας του μέλλοντος. Ήθελε ν΄ αφεθεί στη σκέψη ενός καλύτερου αύριο, ενός καλύτερου κόσμου. Εκεί όπου τα πουλιά και τα ζώα και τα φυτά όλης της γης θα ήταν ελεύθερα και ασφαλή. Λαχταρούσε να στείλει αυτό το μήνυμα παντού. Τώρα η φωτιά είχε απλωθεί πάνω στα πλήκτρα του υπολογιστή του. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ούτε ο εαυτός του. «Ο καθένας μας μπορεί να υιοθετήσει ένα δεντράκι, ένα ζωάκι», έπλεαν οι σκέψεις μες στο όνειρό του. Και τότε, οι αριθμοί στο σημειωματάριο του πλανήτη μας θα ανασταίνονταν και η ζυγαριά θα έφερνε δικαίωση. Τελείωσε. Είναι έτοιμο. Και το τέλος ήταν βουτηγμένο σε υπέροχο φυσικό φόντο. Στο πλαίσιο που εκείνος ήθελε να περιφράξει την ίδια του την ύπαρξη σε αρμονία με τη γήινη πραγματικότητα και όλα τα έμβια και άβια όντα. Έξω σταμάτησε να βρέχει. Μπόρα ήταν. Τα σύννεφα σαν να αραίωσαν. Η φωνή του έβγαινε δυνατή διαβάζοντας τις τελευταίες προτάσεις του οράματός του: «Τα δάση μας παρέχουν οξυγόνο στο σώμα μας, αλλά πάνω από όλα θρέφουν την ψυχή μας. Μας χαρίζουν κάθε μας ανάσα. Γαλουχούν ευτυχισμένα πλάσματα. Τι πολυτιμότερο υπάρχει; Τα πράσινα ζωντανά διαμάντια του πλανήτη μας είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μας. Και το μόνο που τους αξίζει είναι αγάπη». Άποψη του Λιτοχώρου πιο πάνω από το Δίον και στις παρυφές του Ολύμπου. |