Οι καταστροφικοί σεισμοί σε Τουρκία και Συρία προκαλούν αισθήματα συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Οι πολίτες στην Ελλάδα (πλην -κάποιων- Λακεδαιμονίων…) με κάθε τρόπο εκφράζουν την συμπαράστασή τους. Η ελληνική Πολιτεία το ίδιο. Εκφράζουμε την οδύνη μας και την αλληλεγγύη μας στον τουρκικό λαό και την κυβέρνηση του.
Ακόμα και η Κυπριακή Δημοκρατία που δεν έχει διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία δήλωσε την ετοιμότητα της για βοήθεια. Πολύ πιθανό να μην πίστευε καν ότι θα γίνει δεκτή. Και όμως. Οι τουρκικές Αρχές μετά από μια πρώτη αρνητική αντίδραση, αποδέχτηκαν την βοήθεια! Αποδέχονται την βοήθεια από μια κρατική οντότητα, που δεν αναγνωρίζουν διπλωματικά.
Δεν (πρέπει να) προσφέρουμε βοήθεια για να δείξουμε κάποια τυχόν “ανωτερότητα μας” έναντι της άλλης πλευράς. Ούτε διότι (πρέπει να) περιμένουμε κάποια πολιτικά ή διπλωματικά ανταλλάγματα. Το κάνουμε γιατί είμαστε άνθρωποι. Οι σεισμοί και οι φυσικές καταστροφές δεν έχουν πολιτικά σύνορα. Μας αφορούν εξίσου όλους.
Το 1999 έγινε ένας φονικός σεισμός στην βορειοδυτική Μικρά Ασία, με επίκεντρο το Ίσμιτ (Νικομήδεια). Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν άμεση. Έστειλε για πρώτη φορά κλιμάκια διασωστών και ανθρωπιστική βοήθεια. Η πράξη αυτή έγινε δεκτή από τους Τούρκους πολίτες με την ίδια ευγνωμοσύνη που εκφράζουν και σήμερα. Τρεις μήνες μετά έγινε ο δυνατός σεισμός στην Αθήνα. Το τουρκικό κράτος έπραξε για την Ελλάδα τα αντίστοιχα.
Οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών άρπαξαν την ευκαιρία. Καθώς το κλίμα είχε αλλάξει, προχώρησαν σε αυτό που ονομάστηκε «διπλωματία των σεισμών». Μετά τις πρώτες επαφές, προχώρησε πιο εντατικά η συνεργασία σε θέματα «χαμηλής πολιτικής» (οικονομία, εμπόριο, τουρισμός) κλπ. Αυτό οδήγησε σε μια χρυσή δεκαετία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τόσο με τις κεμαλικές δυνάμεις που κυβερνούσαν τότε την Τουρκία, όσο και στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης από τον κ. Ερντογάν.
Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτές οι προσπάθειες δεν ολοκληρώθηκαν με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, για λόγους που αφορούν την πολιτική κατάσταση και στις δύο χώρες, η περίοδος αυτή μας κληροδότησε για πολλά χρόνια συνθήκες σταθερότητας, ηρεμίας, ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Αξίζει να ξαναπροσπαθήσουμε. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης και των δύο πλευρών. Δεν μπορούμε να υπονομεύουμε το μέλλον μας ξοδεύοντας τεράστιους πόρους για υπέρογκους εξοπλισμούς, που υπερβαίνουν τους αναγκαίους για κάθε χώρα, αντί να επενδύουμε σε υποδομές που μπορούν να σώσουν ανθρώπινες ζωές.
* Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)