Τα περισσότερα ΜΜΕ στην χώρα μας, κάθε ημέρα μετρούν και μια ήττα της Τουρκίας στο διεθνές περιβάλλον, κάθε ημέρα η οικονομία της φθάνει και πιο κοντά στην απόλυτη χρεοκοπία.
Ο Ερντογάν παίζει με την φωτιά, τόσο στην οικονομία, όσο και στην γεωπολιτική, το έκανε και το 2018 και κέρδισε τις εκλογές, εγκαθιστώντας ένα δεσποτικό καθεστώς, θα το πετύχει και το 2023;
Παραβλέπουν ή υποτιμούν το γεγονός, ότι η Τουρκία, τα τελευταία χρόνια, απαιτώντας να αναγνωριστεί περιφερειακή υπερδύναμη, προβάλλει την στρατιωτική και οικονομικής ισχύ της σε πολλές περιοχές της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής, της Υποσαχάριας ζώνης, της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας, όπως και την αναθεωρητική της πολιτική.
Έχει πετύχει, με διπλωματικές απώλειες βέβαια, στις σχέσεις της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, να βρίσκεται σε πολλά σημαντικά τραπέζια διαπραγματεύσεων, για τις περιοχές αυτές. Μάλιστα σε πολλά από αυτά εκπροσωπεί άτυπα την ΕΕ και την Ουάσιγκτον, απέναντι στην Ρωσία, με την οποία μάλιστα, έχει αναπτύξει τις καλύτερες ιστορικά σχέσεις, που είχαν ποτέ οι δυο χώρες, με προοπτική ακόμη πιο στενών και πολύπλευρων σχέσεων, κάτι που δεν θέλει να συμβεί η Δύση. Αυτό το κάνει γιατί μπορεί και, σε μεγάλο βαθμό το έχει επιβάλει.
Την πολυπλοκότητα της νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας γενικότερα, όπως και στην περιοχή μας, την αποκαλύπτουν πολλά γεγονότα και εξελίξεις. Μερικά από αυτά, συμβαίνουν στην γειτονιά μας και, η ηγεσία της χώρας, δεν φαίνεται να τα κατανοεί. Δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται, ότι, η ρευστότητα ασφάλειας, που έχει ήδη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δεν εξισορροπείται, με τις επιλογές που έχει κάνει, μέχρι τώρα.
Είναι θετική η επιλογή της κυβέρνησης, που επιδιώκει να συμπληρώσει τα κενά ασφάλειας των ευρωατλαντικών θεσμών, στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, με τις διμερείς αμυντικές συμφωνίες που έχει υπογράψει με τις ΗΠΑ, την Γαλλία, τα Εμιράτα και, ίσως αύριο, να υπογράψει και με άλλες χώρες της ευρύτερης περιοχής. Είναι επίσης θετικό, παρ’ ότι η δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας είναι τραγική, που ενισχύει την αποτρεπτική δύναμη της χώρας. Είναι επίσης θετικές οι περιφερειακές συνεργασίες, κυρίως στα ενεργειακά θέματα, που προωθεί.
Όμως, οι επιλογές αυτές, έχουν και κόστος, σε πολλούς τομείς:
- Δεσμεύουν την εξωτερική πολιτική της χώρας και την πολιτική ασφάλειας, στις τακτικές και στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ και της Γαλλίας, επιλογές που θα την φέρουν σύντομα σε δύσκολη θέση, απέναντι στην Κίνα και την Ρωσία και σε πολλούς τομείς. Έχει σχέδιο διαχείρισης η κυβέρνηση, αυτών των εξελίξεων;
- Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ, δεν ταυτίζεται σε πολλά θέματα με την στρατηγική της Γαλλίας, μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις είναι και ανταγωνιστικές. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι, η αμυντική και στρατιωτική συμφωνία ΗΠΑ-Αυστραλίας-Μεγάλης Βρετανίας, απέναντι στην Κίνα, όπως και ο ρόλος που θέλει η Γαλλία για τον εαυτό της και την αμυντική της βιομηχανία στην ΕΕ. Η τελευταία θα φέρει την Γαλλία σε σύγκρουση με πολλές χώρες στην ΕΕ, τόσο στην δυτική πλευρά της, όσο και στην ανατολική και για πολλούς λόγους, φυσικά και με τις ΗΠΑ.
- Το δημοσιονομικό κόστος είναι δυσβάσταχτο και κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιο είναι το ταβάνι, που μπορεί να φθάσει, αν συνεχιστεί αυτή η στρατηγική, απέναντι σε μια Τουρκία, που έχει 40% δημόσιο χρέος, πολλαπλάσιο ΑΕΠ από την χώρα μας, πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και, το 70% των εξοπλιστικών αναγκών της, καλύπτεται από την δική της αμυντική βιομηχανία, η οποία είναι και εξαγωγική, ακόμη και σε υψηλής τεχνολογίας παραγωγές, όπως είναι τα κατασκοπευτικά και επιθετικά drones.
- Η υπογραφή οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Ιταλία και με την Αίγυπτο, επιλογές άγχους, από το Τουρκολυβικό Μνημόνιο, το οποίο μπορεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας, δημιουργεί όμως κεκτημένα, γι’ αυτό και η εσπευσμένη υπογραφή της συμφωνίας με την Αίγυπτο, με σκοπό την ακύρωσή του. Όμως, η κυβέρνηση ξέρει ότι: και στις δυο συμφωνίες δεχτήκαμε ότι τα νησιά, δεν έχουν πλήρη επήρεια στην διαμόρφωση ΑΟΖ, κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας σε κάθε διαπραγμάτευση ή προσφυγή στην Χάγη με την Αλβανία, την Λιβύη και φυσικά την Τουρκία.
- Η επιλογή, των μονόπλευρων αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού από την Γαλλία, μπορεί να έγινε αποδεκτή από την Ουάσιγκτον, λόγω της συμφωνίας των υποβρυχίων με την Αυστραλία, και της δυνητικής εκχώρησης και μάλιστα επ’ αόριστον, όλης της Ελληνικής Επικράτειας στις ΗΠΑ, για την ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων με στόχευση την Ρωσία, όμως, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η χώρα μας δεν θα γίνει πεδίο ανάπτυξης ενός νέου Ψυχρού πολέμου, με την πλήρη στρατικοποίησή της;
- Αυτές οι δεσμεύσεις της χώρας, πόσο διασφαλίζουν την στάση της Μόσχας και του Πεκίνου, στο Κυπριακό;
Η χώρα μας, πρέπει να ξέρει, όταν βάζει υπογραφές, μέχρι που μπορεί να της τηρήσει και μέχρι που μπορεί να φθάσει, για να μην βρεθεί στην δίνη δευτερογενών συγκρούσεων συμφερόντων, των ισχυρών συμμάχων και όχι μόνο.
Δυο γεγονότα των τελευταίων ημερών, φάνηκε να αιφνιδιάζουν την ελληνική διπλωματία, αποκαλύπτοντας, πόσο ευμετάβλητο είναι το γεωπολιτικό περιβάλλον στην περιοχή μας. Αναφέρομαι στις έξι συμφωνίες της Ισπανίας με την Τουρκία, κυρίως για πώληση και συμπαραγωγή σύγχρονου αμυντικού εξοπλισμού, και οι συμφωνίες με τα Εμιράτα, για άμεσες επενδύσεις 10 δις δολάρια.
Η Ελληνική κυβέρνηση, για την συμφωνίες της Ισπανίας διαμαρτυρήθηκε εντόνως, και καλά έκανε, για τις συμφωνίες Τουρκίας-Εμιράτων, με τα οποία μάλιστα πρόσφατα έχουμε υπογράψει συμφωνία αμυντικής συνεργασίας και συνδρομής, δεν διαμαρτυρήθηκε, μάλιστα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, είπε: «Η Τουρκία έπεσε στα πόδια μιας φίλης χώρας με την Ελλάδα, και ζήτησε οικονομική βοήθεια». Πόσο μακριά από την πραγματικότητα είναι η κυβέρνηση. Τα Εμιράτα διαλέγουν τις μπίζνες από την γεωπολιτική αντιπαράθεση, αφού οι οικονομικές απώλειες που είχε τα τελευταία χρόνια ήταν μεγάλες και, η Ισπανία συνεχίζει, όπως και άλλες χώρες της ΕΕ, να δηλώνουν ότι είναι στο πλευρό της χώρας μας, όταν απειλούνται τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, κάνουν όμως μπίζνες με την Τουρκία και της πουλούν όπλα.
Η κυβέρνηση μήπως πρέπει να σταματήσει την αλαζονική άρνηση του διαλόγου με τα κόμματα της αντιπολίτευσης;
Μήπως πρέπει να συζητήσει πιο σοβαρά, την αλλαγή της στρατηγικής ασφάλειας της χώρας, που έχει δρομολογήσει, με την αντιπολίτευση, γιατί μπορεί μερικές επιλογές της, να μην είναι αναστρέψιμες και, αυτό είναι πολύ κακό σε μια εποχή με μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, με πολύ περισσότερες αβεβαιότητες και, μερικές φορές με πρωτοφανείς πολυπλοκότητες, των διεθνών σχέσεων;
* Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι πρώην υφυπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της Κίνησης «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»
Πατήστε και δείτε όλα τα 263 προηγούμενα άρθρα του Γιάννη Μαγκριώτη