Νότης Μαυρουδής: Οι θεμελιωτές (Λαμπρόπουλος-Μάτσας-Πατσιφάς)

0

Έφυγε απ’ τη ζωή πριν από μερικές μέρες ένας αθόρυβος, βαθύτατα πολιτισμένος και ήρεμος πάντα άνθρωπος, θεμελιώδης για την ελληνική δισκογραφία, ο Τάκης (Κωνσταντίνος) Λαμπρόπουλος (1930-28/1/2021), για τον οποίο, η ευρεία «οικογένεια» του ελληνικού τραγουδιού (ΕΤ) και της δισκογραφίας, εξέφραζε την ιδιαίτερη εκτίμησή της διαχρονικά και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πράγματι, για τον εκλιπόντα μόνο θετικές κρίσεις άκουγες από όλον τον κόσμο της δημιουργικής, αλλά πάντα ανταγωνιστικής δισκογραφίας και μάλιστα σε μια εποχή όπως οι δεκαετίες τού ‘60, ’70, ’80 που υπήρξαν καίριας σημασίας για τη δημιουργία και ανάπτυξη του σύγχρονου ΕΤ· με την οργάνωσή της η ελληνική Columbia και το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων που ξεκίνησε το 1930 στον Περισσό, ηχογραφούσε όλα τα μουσικά είδη με ειδικό βάρος στο λαϊκό ρεπερτόριο κυρίως της μεταπολεμικής περιόδου τού τραγουδιού, όπως των συνθετών Περιστέρη, Χιώτη, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καλδάρα κ.ά. και μέσα στη δεκαετία του ’50, των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ζαμπέτα, Πάνου, με ακόλουθους τούς Ξαρχάκο, Μούτση, Μαρκόπουλο, Λοΐζο, πλήθος τραγουδιστών-τραγουδιστριών, που χάραξαν με τη φωνή τους τον ήχο του νεοελληνικού λαϊκού τραγουδιού, ο οποίος εξακολουθεί να είναι υπαρκτός και στις μέρες μας.
Όποιος επιθυμεί να διαβάσει περί της ζωής και των δράσεων του Τάκη Λαμπρόπουλου, δεν έχει παρά να ψάξει στις υπάρχουσες πηγές, γι αυτό κι εγώ δεν θα ασχοληθώ με το βιογραφικό του, αλλά θα καταθέσω σκέψεις και συνειρμούς που γεννήθηκαν κατά την περίοδο των δραστηριοτήτων του.
Οπωσδήποτε έχουμε να κάνουμε με την πιο καίρια, σημαντική και ουσιώδη εποχή της «Άνοιξης του ΕΤ». Είναι η εποχή τής ολοκλήρωσης του κύκλου του ρεμπέτικου, όταν (στις δεκαετίες του ’60 και ‘70) είχαν εκτονωθεί κατά μεγάλο μέρος οι εργατικές μεταναστεύσεις-μετακινήσεις και τα ρεύματα της αστυφιλίας, με επακόλουθο την άναρχη οικοδόμηση και βέβαια την ισχυροποίηση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων. Ήταν ακριβώς η εποχή στην οποία δημιουργήθηκαν οι συνθήκες τού νέου λαϊκού τραγουδιού τής πόλης, κυρίως με τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα, οι οποίοι έπαιξαν τον ρόλο των «γεφυροποιών» μεταξύ της περιόδου του ρεμπέτικου και του νεότερου αστικού τραγουδιού.
Η εξέλιξη όμως δεν έχει ποτέ τέλος. Ο «Επιτάφιος» του Θεοδωράκη στον εμβληματικό δεκαπεντασύλλαβο του Γιάννη Ρίτσου (1958) «ανοίγει» την αυλαία για ηχογραφήσεις παρόμοιων έργων, με πρωτοβουλία τού Λαμπρόπουλου, σε μια άκρως ανθοφορούσα πολιτιστική εποχή ενός μουσικοποιητικού είδους, που θα χαρακτηρίσει πλέον τη δεκαετία του ’60 και όχι μόνο! Επιθυμώ να τονίσω πως δεν ήταν απλώς μια ανθούσα δισκογραφική περίοδος, αλλά κυρίως η δημιουργική  στιγμή ενός εύρωστου μουσικού-πολιτιστικού κ ι ν ή μ α τ ο ς, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες της μετεμφυλιακής περιόδου, μια που η συγκέντρωση και η παρουσία τόσων σημαντικών, χαρισματικών συνθετών, συνετέλεσε ώστε να δημιουργηθεί αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον τού κόσμου γύρω από τα νέα (τότε) ρεύματα μουσικοποιητικού ενδιαφέροντος.
Η κοινωνία δεν χ ό ρ τ α ι ν ε  να ακούει και να διαμορφώνει κατά κάποιον τρόπο μια ουσιαστική βάση αισθητικών δεδομένων, μέσα από τον λόγο των Ελλήνων ποιητών της εποχής, καθώς και την αφομοίωση ενός μεγάλου μέρους της τέχνης τού τραγουδιού, αλλά και την ομορφιά των εικαστικών έργων που κοσμούσαν τα εξώφυλλα των δίσκων, μέσα από τον χρωστήρα και τη δημιουργική φαντασία σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων, γλυπτών και εικαστικών.
Όμως, ο Τάκης Λαμπρόπουλος δεν ήταν μόνος. Θαρρείς και η… μοίρα, μαζί με τις ελπίδες και την πνευματική αναγκαιότητα για αλλαγές στη μετεμφυλιακή εποχή, έφερε λίγο αργότερα τον ερχομό τού έτερου σημαντικού ανθρώπου της δισκογραφίας, διευθυντή της εταιρίας Lyra, του Αλέξανδρου Πατσιφά, ακαταπόνητου ανιχνευτή ταλέντων και καλλιτεχνικών προκλήσεων της εποχής, στα πρώτα χρόνια τού ’60, αλλά με αποχρώσεις διαφορετικού κλίματος μουσικά είδη· όπως εκείνο της μουσικοποιητικής μπαλάντας, που εξέφραζε τον τότε νεότερο κόσμο (βλέπε Νέο Κύμα), καθώς και της ονομαζόμενης (τότε) προοδευτικών τραγουδιστικών τάσεων της εποχής. Δίπλα σε αυτούς να αναφερθώ και στον Μάκη Μάτσα, θεμελιωτή της «Minos» αφού προηγήθηκε η Odeon-Parlophone και πολύ αργότερα τις συγχωνευμένες «Μίνως-EMI», στην μετέπειτα περίοδο, θα εξαχθεί το συμπέρασμα που συχνά ονομάζουμε:
Σ υ ν ο μ ω σ ί α  τ ω ν  Θ ε ώ ν!!!
Μεγαλοστομία; Όχι βέβαια· διότι συνέπεσαν όλα σχεδόν παράλληλα:
– Η εποχή ’50 και ’60, με την αδήριτη ανάγκη π ο λ ι τ ι σ μ ι κ ή ς  ανάτασης, λόγω της μετεμφυλιακής περιόδου και της ανάγκης α φ ύ π ν ι σ η ς  που  προκάλεσε στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο.
– Η σχετική ευκολία παρακολούθησης της εξέλιξης του δημοτικού, του ρεμπέτικου, του λαϊκού, μέσω τής σπαργανικής νέας τότε τεχνολογίας της δισκογραφίας.
– Οι σημαντικές δράσεις και παραγωγές των τριών αυτών δισκογραφικών εταιριών μέσω των διευθυντών τους.
– Το πλούσιο μουσικό μας παρελθόν και οι παράλληλες επιρροές από την Εσπερία, που λειτούργησαν ως πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των διαφορετικών τάσεων των μουσικών ειδών, μορφών, ατμόσφαιρας, αναφοράς και στιλ.
– Η εμβληματική, δημιουργική, εθνικής σημασίας εμφάνιση των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι, του διαφορετικού αλλά παλαίμαχου Πλέσσα, του Ξαρχάκου, οι οποίοι κυριάρχησαν στα τότε δεδομένα τού τραγουδιστικού ύφους, δίχως όμως να έχουν μεγάλες αποστάσεις από τις ρίζες της ελληνικής μελοποιίας.
– Ο διεθνής παράγοντας της δισκογραφίας που μας έφερε σε πρώτη επαφή με ό,τι μουσικό γεγονός συνέβαινε (ροκ συγκροτήματα, μεμονωμένοι τροβαδούροι, κλασικό ρεπερτόριο).
– Την πρωτόγνωρη αύρα-αεράκι-Ζέφυρο του ’60 με τις τόσο αμέτρητες-καταιγιστικές πνευματικές καταθέσεις δημιουργών.
– Διαμόρφωση ενός νέου μουσικοποιητικού, αλλά αφομοιώσιμου είδους, όπως: «Κύκλος τραγουδιών», «Ενότητα», (Επιτάφιος-Παραμύθι χωρίς όνομα-Άξιον Εστί-Κύκλος του CNS-Το χαμόγελο της Τζοκόντα, Μεγάλος Ερωτικός κλπ), με την Μίνος να συμμετέχει λιγότερο.
– Η αύξηση της αστυφιλίας ιδιαίτερα προς την Αθήνα, η οποία δέχτηκε άνισα αριθμητικό πληθυσμό εσωτερικών μεταναστών, με αποτέλεσμα να υπάρχει και μεγαλύτερο ρεύμα αγοράς δίσκων.
– Παράλληλη λειτουργία νυχτερινών κέντρων, σκηνών, μπουάτ, θεάτρων, τα οποία προσέφεραν αναγκαίο βήμα για την ευρύτερη διάδοση των τραγουδιών, σε συνδυασμό με τα κρατικά μονοπωλιακά ραδιόφωνα που, έως το 1986, μόνο αυτά γνωστοποιούσαν τα τραγούδια που παρήγαγαν οι δισκογραφικές. Μετά, ήρθε η ιδιωτική ραδιοφωνία (1986) με διαφορετικές όμως αισθητικές αντιλήψεις από την συντριπτική πλειοψηφία των μέσων που δημιουργήθηκαν.
– Η δημιουργική λαϊκή πανσπερμία που εκτονώθηκε κατά την περίοδο της μεταπολεμικής-μετεμφυλιακής Ελλάδας, και η οποία δεν μπορούσε πλέον να εμποδίσει τα ρεύματα της ατομικής συμμετοχής στην τέχνη του τραγουδιού.
– Στη δημιουργική έφεση και το συλλογικό ταλέντο αμέτρητων θαυμαστών τού δημοτικού, του ρεμπέτικου, αλλά και του μπουζουκιού, του κλαρίνου, των χορωδιών (εκκλησιών-δήμων-συλλόγων-οργανισμών).
– Σε κάθε πόλη, ακόμα και χωριό, αμέτρητοι νέοι παίζουν μπουζούκι, δημιουργούν ομάδες με κλαρίνα-κιθάρες-σαντούρια-κανονάκια, διατηρώντας την παράδοση.
Πάνω απ’ όλα, η μεταπολεμική Ελλάδα, ακόμα και κατά τη διάρκεια της Χούντας, δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητάει το τραγούδι ως είδος ψυχαγωγικής εκτόνωσης και στοχαστικής σκέψης. Μένει ως μέγα ερώτημα η διαμόρφωση της εξέλιξης του τραγουδιού που υποστήριξαν οι προαναφερθέντες Λαμπρόπουλος-Πατσιφάς και Μάτσας. Από τότε που αναπτύχθηκε η ασύδοτη, η χωρίς αισθητικούς κανόνες TV, ο ανεξέλεγκτος ανταγωνισμός των μέσων, οι τρόποι διαφήμισης, η συλλογική εκχώρηση του πολιτισμού στην αντίληψη της μαζικής κουλτούρας τού «φαίνεσθαι», από τότε δηλαδή που εξέλειπαν τα δεδομένα που γνώριζαν και στήριζαν οι τρεις θεμελιωτές του ΕΤ, η κυρίαρχη εξέλιξη της δισκογραφίας οδηγήθηκε σε ατραπούς υποβαθμισμένης αισθητικής σε μεγάλο μέρος της παραγωγής του ΕΤ, θέμα σοβαρό που ανήκει όμως σε άλλη θεματική ενότητα…
Για να επανέλθω: Οι τρεις θεμελιωτές της ελληνικής δισκογραφίας, έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ανάταση και ανάπτυξη του ΕΤ. Ήταν η περίοδος στην οποία οι δημιουργοί και οι παραγωγές αποτείνονταν σε ευρύτερο κοινό· τραγούδια πολύχρωμα, μελωδικά, με επίκεντρο ενδιαφέροντος το κοινό αίσθημα και τις βαθύτερες καταβολές της εθνικής κουλτούρας. Ένα γοητευτικό μίγμα με ήχους της παράδοσης και του βυζαντινού μέλους, της Θράκης, της Ηπείρου, της Κρήτης, των νήσων, του βουνού και του κάμπου, των προσμίξεων, των μουσικών επιρροών που ασταμάτητα έρχονται, ειδικά όσο οι επικοινωνίες μεταβάλλονται σε συχνότερες και στενότερες, όπως οι εποχές το επιτάσσουν.
Όπως αποδείχτηκε, οι τρεις θεμελιωτές, έβαλαν γερά θεμέλια. Έχτισαν πηγές,  με νέα στοιχεία ανανεωτικά· τόσο, ώστε για πολλά χρόνια, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις κι ο Ξαρχάκος λίγο αργότερα, μαζί με τους επίγονους, μαζί με τους νέο κυματικούς, καθώς και το ισχυρό ρεύμα των ροκ γκρουπς με κορύφωση τις δεκαετίες του ’80 και ’90, ώστε να δημιουργήσουν αξιόλογη μουσική εθνική πραγματικότητα.
Είναι γραφτό για την ελληνική κοινωνία, να υπάρχει κ ο ι ν ή  δ ρ ά σ η. Κανείς μόνος. Είμαστε μια μικρή χώρα στην άκρη της ενωμένης Ευρώπης, με εθνική γλώσσα που δεν μπορεί να εξαχθεί αλλού. Ο συνδυασμός τής θάλασσας με τα βουνά, τους κάμπους και τα νησιά, δημιουργούν ήχους γοητευτικούς βαθιάς κουλτούρας. Όλα θα πρέπει να συνδέονται· οι τραγουδοποιοί έχουν ανάγκη τους στιχουργούς, τους παραγωγούς, τις Εταιρίες δίσκων, αλλά και μουσικούς, ενορχηστρωτές, ηχολήπτες, κουρδιστές, γραφίστες· όλους όσοι συντελούν στην ολοκλήρωση ενός δίσκου και, πάνω απ’ όλα, της κ ο ι ν ω ν ί α ς, που θα αγκαλιάσει και θα στηρίξει το ελληνικό τραγούδι, ώστε η σχέση αυτή να ολοκληρώνεται σε βάθος σκέψης, ουσίας και κουλτούρας…
Το ΕΤ πορεύεται πλέον με τις σύγχρονες τεχνολογικές συνθήκες της αγοράς και ενταγμένες στη θολή παγκοσμιοποίηση. Άγνωστη η πορεία. Κάτι που ελπίζω να είναι η ανάγκη της κοινωνίας που θα οδηγήσει το κλίμα του ΕΤ σε δρόμους γόνιμους ή θα το καταστήσει είδος κατανάλωσης…
Πάντως οι τρεις προαναφερόμενοι θεμελιωτές, έριξαν τον σ π ό ρ ο  τους στην εποχή που έπρεπε.

* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης

Δείτε τα 258 προηγούμενα άρθρα του Νότη Μαυρουδή

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner