Τον θυμάμαι από την νεαρή μου ηλικία, παιδί τότε εγώ του Εθνικού Ωδείου, στην τάξη της κλασικής κιθάρας, με το ένα μάτι στην κλασική φόρμα και το άλλο στον μουσικό-αισθητικό χώρο που είχαν ανοίξει ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, με ακόλουθους αργότερα, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Χρίστο Λεοντή, τον Λοΐζο, τον Κουγιουμτζή, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει να «παίρνουν» χώρο (και κοινό) από τον τότε παντοδύναμο Μίμη Πλέσσα. Στις αρχές του ‘60 άρχισαν να φαίνονται και οι πρώτες λάμψεις των μπουατικών Κώστα Χατζή και Λάκη Παππά, οι οποίοι προετοίμασαν το κλίμα για να έρθει δειλά-δειλά το Νέο Κύμα. Εκείνη την χρονική στιγμή, παράλληλα με όλα αυτά, ο ελληνικός κινηματογράφος, το 1963, μάς χάρισε τα «Κόκκινα Φανάρια» με τη μουσική και τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου να κατακτούν το ευρύτερο κοινό.
Τραγούδια μεστά, λυρικά, με λαϊκό έρεισμα, κομμένα και ραμμένα για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των αρχών του ’60, με τα μουσικά ρεύματα να «φυσάνε» ακατάπαυστα και την ελληνική δισκογραφία στην καλύτερη εποχή της, με έντονη παραγωγή ποιοτικών τραγουδιών νέων συνθετών, ενώ, παράλληλα, το καλό λαϊκό τραγούδι συνέχιζε την δημοφιλή πορεία του. Αμέσως, η ακτινοβολία των τραγουδιών του ΣΞ, άπλωσε την ιδιαίτερη λάμψη της και δέσποσε ανάμεσα στους Μίκη και Μάνο, παρ’ όλο το μεγάλο πνευματικό εκτόπισμα αυτών των δύο, καθώς και τις πολιτικές παρεμβάσεις και τοποθετήσεις τους στο καθημερινό γίγνεσθαι.
Ο ΣΞ εμφανίσθηκε ως ένας επιπλέον δυνατός πόλος έλξης εκείνης της σειράς των συνθετών, οι οποίοι τροφοδοτούσαν τη χώρα (ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα-πόλεις) με μεγάλου βεληνεκούς πνευματικά τραγούδια. Ο Ξαρχάκος στην αρχή δεν έδωσε κανένα απολύτως πολιτικό στίγμα μέσα από την προσωπική του παρουσία. Ήταν πάντα απόμακρος και επίμονος εργάτης της φόρμας, δημιουργώντας γύρω από το όνομά του, σεβασμό και εκτίμηση. Παρατηρούσα πάντα με ενδιαφέρον την αισθητική αναζήτηση και σοβαρότητα στα έργα του, που υπογράμμιζαν την καλλιτεχνική αξία των τραγουδιών του, τόση, ώστε να μην ξαφνιάζομαι όταν έβλεπα να συγκαταλέγεται μεταξύ των σπουδαίων Θεοδωράκη και Χατζιδάκι.
O Μίκης στόχευε σε ένα καθαρά πολιτικό -κοινωνικό μίγμα μουσικής, στίχου και ποίησης, το οποίο κατέγραφε τον ανθρώπινο αγώνα, τον πόνο, τα πάθη και τη διάσταση της ουτοπίας, για κοινωνική δικαιοσύνη και βελτίωση της καθημερινότητας. Ο Μάνος, μάς συνέδεσε με το βάθος τού νου και της ψυχής, μέσα από πιο λόγιες και ονειρικές εικόνες της ζωής με… κεντημένες μελωδίες και βαθιές ορχηστρικές απολαύσεις.
Ο Σταύρος, ανάμεσά τους, με την προσωπική του οντότητα, αυτόνομος, να αναμιγνύει τον ελληνικό λυρισμό, να τον «παντρεύει» με τις θύμισες μιας αίσθησης από τη δεξαμενή τού ρεμπέτικου (και με ό,τι αυτό συνεπάγεται).
Προσοχή στην ανάγνωση: Και οι τρεις ήπιαν νερό από το ρεμπέτικο, εξάλλου φανερά και δίχως δισταγμό, το επαινούσαν κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση. Όμως δημιούργησε και κράτησε ο καθένας τη δική του προσωπική σφραγίδα μέσα από ηχοχρώματα, μουσικές φράσεις και ιδιοφυή στολίδια που τοποθετούσαν στις συνθέσεις τους με απόλυτη γνώση της εποχής και των στιλιστικών αναγκών… Έτσι, οι αναφορές μας και στους τρεις αυτούς βράχους του ελληνικού τραγουδιού, είναι υποχρεωτικές, όταν αναφερόμαστε στην ραχοκοκαλιά της μουσικής μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας.
Η αναφορά μου στον ευπατρίδη Σταύρο Ξαρχάκο, γίνεται με αφορμή την απόφαση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, να τιμήσει τον σπουδαίο μουσικοσυνθέτη για την προσφορά του στην ελληνική μουσική, αναγορεύοντάς τον επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής. Τα δώρα της ζωής υπήρξαν πολλά και η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα, είναι μια δικαίωση που έπρεπε να γίνει.
Από τον Ξαρχάκο δεν έλειψε η πολιτική δράση, με τον δικό του ασφαλώς τρόπο και το πάντα ανήσυχο πνεύμα του.
Τον συναντάμε να έχει διατελέσει δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων και αντιδήμαρχος Πολιτιστικών θεμάτων, όπως επίσης και βουλευτής Α’ Αθηνών από το 1989 έως το 1990 (σημειώστε: άντεξε έναν μόνο χρόνο) και ευρωβουλευτής από το 2000 έως το 2004 με τη Νέα Δημοκρατία.
Κρατάμε όμως πως, προς το τέλος της δικτατορίας, το 1973, παρουσιάστηκε με τον θίασο Καρέζη–Καζάκου, στις 22 Ιουνίου 1973 στο θέατρο “Αθήναιον”, η θεατρική παράσταση «Το μεγάλο μας Τσίρκο», σε κείμενο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική του Ξαρχάκου. Παράσταση η οποία προσέλκυσε το ενδιαφέρον χιλιάδων θεατών, ακόμα και από την επαρχία, οι οποίοι συνέρρεαν καθημερινά στο θέατρο λες και συμμετείχαν σε διαδήλωση…
Στις ευρωεκλογές τού 2014 έθεσε υποψηφιότητα με το ψηφοδέλτιο της Ν. Δημοκρατίας χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί. Διατηρούσε πάντα τις απόψεις του και δεν υποχωρούσε για μικροπολιτικούς λόγους και συμφέροντα. Μεγάλη και η συμμετοχή του στους αγώνες για την αποκάλυψη του σκανδάλου της ΑΕΠΙ, καθώς και εκείνη της στήριξης προς στον νέο φορέα εισπρακτικού Οργανισμού προς αυτονόμηση των ίδιων των Ελλήνων συνθετών με την επωνυμία ΕΥΕΔ-ΕΔΕΜ.
Δεν θα εξαντλήσω εδώ εγώ το βιογραφικό του. Η αναφορά μου γίνεται για να υπογραμμίσω αυτή την αναγνώριση από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία έγινε σε έναν μεγάλο συνθέτη, ο οποίος έγραψε πολλή και ξεχωριστή μουσική, απλώνοντας τα μελωδικά του χρώματα σε πολλά είδη. Πάντα οι πρωτοβουλίες του ήταν αξιοπρόσεκτες. Κρατάω την ίδρυση της ΚΟΕΜ 1995 (Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής), η οποία υπό την εποπτεία του παρουσίαζε έργα Ελλήνων συνθετών στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Πρωτοβουλία που του προκάλεσε επιθέσεις από μέρος του ελληνικού Τύπου…
Θα πρέπει να τονίσω πως οι συναυλίες με δικά του έργα ήταν ρεσιτάλ καλού, υποδειγματικού και άψογου καλλιτεχνικού-ατμοσφαιρικού ύφους.
Γεννημένος το 1939, απολαμβάνει τις δάφνες μιας ακατάπαυστης, ακούραστης πορείας, γεμάτης ζηλευτές μουσικές για θέατρο, κινηματογράφο, και άλλες πολλές δράσεις. Άνθρωπος μετρημένος, δεν ξοδεύτηκε ποτέ σε ανώφελες και ανούσιες δημοσιότητες, για να ξεδιψάσει την κουτσομπολίστικη δίψα του το πόπολο. Οι μουσικές του «αποδείξεις» είναι υψηλού επιπέδου και όποιος θέλει να τον γνωρίσει βαθιά, ας ακούσει προσεκτικά τις μουσικές και τα τραγούδια του.
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης