Ίσως να μην έχουμε ακριβώς συνειδητοποιήσει το ποια είναι η σχέση μας με τους αρχαίους Έλληνες. Νιώθουμε (αφού προφανώς είμαστε) ως απόγονοί τους. Γευόμαστε την ίδια γλώσσα. Κατοικούμε την ίδια χώρα. Καμαρώνουμε για το μεγαλείο του πολιτισμού τους.
Συχνά μας κατατρώει η προγονοπληξία, μια απόλυτα ελαττωματική σχέση μας μαζί τους και αρκούμαστε στο ότι είμαστε η συνέχειά τους, χωρίς όμως ποτέ να αναλογιζόμαστε στο τι ακριβώς εννοούμε με την έννοια της συνέχειας. Στην προγονοπληξία μάλιστα πρωτοστατεί κατά κανόνα το τμήμα εκείνων των Ελλήνων που δεν έχει ούτε καν στοιχειώδη επαφή με την αρχαιότητά μας ούτε προφανώς και με την ουσία του πολιτισμού της αλλά και με την ίδια την πραγματικότητα, και γι’ αυτό ρέπει με περισσή ευκολία στη βαρβαρότητα και στο ρατσισμό, στη μισαλλοδοξία και στην ξενοφοβία.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Έχω την εδραία πεποίθηση ότι η …συνέχειά μας έχει σοβαρά προβλήματα. Είμαστε κληρονόμοι τους, αλλά δεν κατακτάμε ουσιαστικά αυτή την κληρονομιά. Γιατί πρέπει να κατακτηθεί πολιτισμική κληρονομιά˙ δεν πρόκειται για υλική περιουσία που μεταβιβάζεται με διαθήκες! Το μόνο νήμα της κληρονομιάς, που είναι ισχυρό, είναι εκείνο που προσφέρει η θεσμική μας εκπαίδευση – πέραν τούτου υπάρχει σοβαρό κενό. Δεν είμαστε κοινωνοί του πνευματικού και του πολιτισμικού φορτίου τους. Ας στοχαστούμε επί των πιθανών απαντήσεων στα εξής ερωτήματα.
Τι ποσοστό Ελλήνων έχει διαβάσει κάποιο έργο του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα ή του Όμηρου και τι τις αρχαίες τραγωδίες ή τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους ή την Ιστορία του Ηρόδοτου και του Θουκιδίδη ή τη Θεογονία του Ησίοδου; Τι μέρος των Ελλήνων έχει επισκεφτεί τον Παρθενώνα και την Ακρόπολη ή τους αρχαιολογικούς χώρους στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και τι μέρος αυτού του μέρους έχει στοιχειωδώς μελετήσει την ιστορικότητα αυτών των μνημείων; Αν κάποτε γίνει μια σχετική έρευνα, θα εκπλαγούμε από τα …ίχνη αυτών των ποσοστών – ανεξάρτητα από το γεγονός ότι λίγο – πολύ θα τα αναμένουμε. Και θα είναι μια ομολογία ντροπής – αν βέβαια μπορεί να υπάρξει και αυτή…
Η κρατούσα αυτή ελλειμματική σχέση μας δικαιολογεί και δικαιολογείται από το στοιχείο της παντελούς έλλειψης δέους και ευθύνης απέναντι στη βαριά κληρονομιά. Γιατί «το ύψιστο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος είναι το θάμβος » (Γκαίτε). Το δέος θα προέκυπτε μόνο από βαθιά επίγνωση του στοχαστικού και του πολιτισμικού πυρήνα των αρχαίων Ελλήνων και αυτό με τη σειρά του θα παρέπεμπε ευθέως στην αίσθηση ευθύνης απέναντι σ’ αυτή την πρωτόγνωρη κληρονομιά. Και η ευθύνη αυτή δεν οριοθετείται και δεν έχει καμιά σχέση με την επίκληση του ένδοξου παρελθόντος μας αλλά με τη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού μας – με την κριτική αφομοίωση της …αρχαιότητάς μας -, εκείνου του πολιτισμού που θα χαρακτηριζόταν από διαρκή δημιουργικότητα και ενεργό συμμετοχή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Κάθε φορά που διαβάζει κάποιος την Οδύσσεια δεν μπορεί παρά να αισθάνεται μια ψυχική έπαρση για την επινοητικότητα του πανούργου ήρωα, για τον αγώνα ζωής του, προκειμένου να κατακτήσει το σύμπαν της παλιννόστησης. Θαυμάζει και απορεί που αρνείται τη θεότητα και επιλέγει τη θνητότητα – ίσως γιατί μόνο στη θνητότητα μπορεί να υπάρξει ηρωισμός και νόημα της ζωής μέσα στην ίδια τη ζωή.
Κάθε φορά που παρακολουθεί κάποιος μια αρχαία τραγωδία νιώθει έκσταση από τη σύγκρουση των ηρώων με το πεπρωμένο τους, από την εμβάθυνση στο βασικό πυρήνα των υπαρξιακών ερωτημάτων και των μεγάλων αγωνιών της ανθρώπινης φύσης. «Στον Ευριπίδη η πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ταυτίζεται σε τέτοιο βαθμό με τον πνευματικό κόσμο, ώστε το δράμα αναζητά όλο και περισσότερο τα πνευματικά κίνητρα της δράσης. Ο άνθρωπος τώρα καθορίζεται από τα πάθη και τη γνώση του και από την αντίθεση αυτών των δύο ψυχικών δυνάμεων» (Br. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος).
Κάθε φορά που γίνεσαι κοινωνός του αρχαίου πνεύματος νιώθεις έναν βαθύ μετασχηματισμό. Η ζωή σου αποκτά άλλη γεύση – τη βιώνεις διαφορετικά. Μεταφέρεσαι σ’ έναν κόσμο που αναζητεί το ουσιώδες της ζωής, που αγωνιά για την ευζωία, που στοχάζεται και επινοεί. Εδώ η γνώση δεν εξατμίζεται στη σφαίρα της αναλώσιμης πληροφορίας αλλά «ερωτοτροπεί» με τη σοφία, με τη διαμόρφωση μιας άποψης για τη ζωή. «Ένας φυσικός ή ένας φιλόλογος μπορούν να αποκτήσουν καινούργιες γνώσεις στο ήρεμο περιβάλλον του γραφείου τους – οι ανακαλύψεις όμως των Ελλήνων επιδρούν στην ίδια η φύση των ανθρώπων και εμφανίζονται με τη μορφή βιωμάτων» (Br. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος).
Αλλά για να φτάσουμε σε ένα τέτοιο σημείο πρέπει να νιώσουμε δέος και ευθύνη στα υπέρτατα όριά τους απέναντι στο μεγαλείο του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
* Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ)