Σήφης Μπουζάκης*: H ελληνική αγροτιά τη δεκαετία του 50 – Εικόνες, μνήμες

0

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα μικρό χωριουδάκι στο κακοτρόχαλο ορεινό Μυλοπόταμο του «παντέρμου Ρεθέμνους» του Πρεβελάκη,  κοντά στον αγέρωχο, δίκορφο Ψηλορείτη. Ο «πληθυσμός» του, τρία σπίτια με οροφή ξύλινα μεσοδόκια ελιάς και ταράτσα από Σαντορινιό χώμα, που έσταζε τον χειμώνα, με  τρεις φτωχές αγροτικές οικογένειες και δεκαεπτά ατζούμπαλα κοπέλια, δέκα παιδιά και επτά κορίτσια… Τα κοπέλια, για να μάθουν «γράμματα, του θεού τα πράμματα», έπρεπε να βαδίσουν ξυπόλυτα λίγα χιλιόμετρα για να φτάσουν στο μονοθέσιο δημοτικό των 70 μαθητών σε γειτονικό χωριό, με έναν ήρωα δάσκαλο που είχε την Καζαντζακική «εντολή» του γονιού: «Δάσκαλε , το κρέας δικό σου τα κόκκαλα δικά μου….». Τα κοπέλια, όμως, ήταν ευτυχισμένα, επειδή ο ωραίος δάσκαλος, ο Κύριός τους, δεν τηρούσε την τιμωρητική εντολή των γονιών γιατί γνώριζε ότι το «ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο», ερχόταν κατευθείαν από την κόλαση….

Τα κοπέλια μάθαιναν γράμματα, διαβάζοντας τα βράδια με λυχνάρι λαδιού και αργότερα με λάμπα πετρελαίου. Έπαιζαν «κουτσό»,  κλωτσούσαν ένα τόπι από πανί με ματωμένο πάντα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού και τα καλοκαιρινά βράδια, με τον έναστρο ουρανό , ξαπλωμένα ανάσκελα στην ταράτσα των σπιτιών, μετρούσαν τ’ άστρα , αλλά για Λουντέμη δεν είχαν ακούσει …

Οι αγρότες γονείς γνώριζαν την αξία της εκπαίδευσης και «έσπρωχναν» τα παιδιά τους στα γράμματα για να ξεφύγουν από τη φτώχεια, να μην κουταλομετρούν τα χώματα. Και για να τα θρέψουν, να τα μεγαλώσουν και να τα «κάνουν ανθρώπους», δεν είχαν επιδοτήσεις, δεν έπιναν φραπέ, δεν είχαν χασάπη, ούτε θηριώδη τρακτέρ για να οργώσουν τη μικρή άγονη γη τα «πέτρινα χρόνια» και να την κάνουν να καρπίσει. Τι είχαν; Το 4Χ4 της εποχής, το γαϊδουράκι, χωρίς «τέλη κυκλοφορίας» , για όλες τις δουλειές. Το «έστελναν» , με αναβάτη ένα κοπέλι, να φέρει αλεύρι από τον μύλο για να ζυμώσει η νοικοκυρά ηρωίδα Μάνα  και να ψήσει το λαχταριστό πεντανόστιμο ψωμί στον ξυλόφουρνο. Ακόμη, το φόρτωναν με τα τσουβάλια ελιές που μάζευαν μια-μια από το έδαφος για να τις πάνε στο ελαιοτριβείο με τις μυλόπετρες, τους μυλωνάδες και τα δυστυχή υποζύγια και να πάρουν το λάδι με πολλά οξέα, βασική, όμως, τροφή επιβίωσης. Τους έφερνε, επίσης, σε πήλινες στάμνες, το πόσιμο νερό που «έπιαναν» σε κάποια πλαγιά του βουνού.

Είχαν, ακόμη, ένα αμπελάκι για σταφύλια και κρασί, ένα «σόχορο» κι ένα περβολάκι, δίπλα στο ποτάμι, για να φυτέψουν οπωροφόρα δένδρα, πατάτες, φασόλια, κολοκυθιές,  μαρούλια κ.ά. Και, βέβαια, απαραίτητη η κατσίκα για το γάλα των παιδιών και οι κοτούλες για τα αυγουλάκια. Και τα πρωτοβρόχια έβγαιναν τη νύχτα για συλλογή σαλιγκαριών, τα «τάιζαν» με αλεύρι σε ένα κοφίνι και τα «αποταμίευαν» για φαγητό: «μπουμπουριστούς», με ξινόχοντρο ή με πατάτες γιαχνί. Τα κοπέλια, βέβαια, είχαν και άλλα «τυχερά», όπως μια φέτα ψωμί, συνήθως κριθαρένιο, αλειμμένο με λάδι και αλάτι ή με λίγη ζάχαρη. Και, βέβαια, στο σχολείο, λίγο κίτρινο τυρί της αμερικανικής βοήθειας –τότε οι Αμερικάνοι δεν ήταν …φονιάδες των λαών- ή μπισκότα και αργότερα συσσίτια.

Το χωριουδάκι είχε το εκκλησάκι του με το πανηγύρι , στις 29 Αυγούστου, του Άι-Γιαννιού του Ριγολόγου. «Κοσμοσυρροή» από τα κοντινά χωριά στην πρωινή λειτουργία και μετά, παρέες –παρέες, περνούσαν πολλές φορές  από τα τρία σπίτια, για κόκκινο κρασί, φτωχικό τραπέζι, αλλά πλούσια καρδιά και πολύ τραγούδι, χορό, μαντινάδες και ριζίτικα. «Σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό χαράκι»….» «Πότε θα κάμει ξαστεριά» … Τά «μαθες Αρετούσα μου»…. Ζορμπάδες, Ξυλούρηδες, Μουντάκηδες, Κορνάροι… Ήταν όλοι εκεί, σ’ ένα τρικούβερτο γλέντι…

Είχα τη μεγάλη τύχη να είμαι ένα από τα 17 κοπέλια της …μεγαλούπολης… Είχα, επομένως, τον «πλούτο να γεννηθώ φτωχός» (φράση Γάλλου φιλόσοφου). Γι’ αυτό, είμαι δίπλα στους αγρότες που βγήκαν στους δρόμους.
Βάστα γερά , αγροτιά

* Ο Σήφης Μπουζάκης, είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, μέλος του ΣΔ του ΕΑΠ

Share.

Comments are closed.

WordPress Πρόσθετο Cookie από το Real Cookie Banner