Η μάρτυρας περιέγραψε στο δικαστήριο όλα όσα αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων για την αλληλουχία των τηλεφωνημάτων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τη νύχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 2013.
Όπως είπε η κ. Φύσσα, ο κατηγορούμενος Γιάννης Άγγος, που βρισκόταν στην καφετέρια όταν ο γιος της και η παρέα του πήγαν στο “Κοράλλι” για να δουν τον αγώνα του Ολυμπιακού, τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο Ιωάννη Καζατζόγλου. Εκείνος με τη σειρά του τηλεφώνησε στον πυρηνάρχη Νίκαιας, κατηγορούμενο Γιώργο Πατέλη, ο οποίος ειδοποίησε τον βουλευτή Γιάννη Λαγό. Μετά, όπως είπε η μάρτυρας, αρχίζει η αποστολή SMS και μαζεύεται το τάγμα εφόδου απέναντι από την καφετέρια.
Σύμφωνα με τη μητέρα του Παύλου Φύσσα, μετά τη δολοφονία, στις 00:37, ο Γιάννης Λαγός ειδοποίησε τον Νίκο Μιχαλολιάκο. «Ο Λαγός ελέγχει όλη την περιφέρεια. Αν δεν πάρουν το οκέι από τον Λαγό δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν τίποτα. Δεν θα έκαναν τίποτα εκείνο το βράδυ, αν δεν ήταν μέλη της οργάνωσης και δεν είχαν εντολές».
Σε ερώτηση της προέδρου σχετικά με το ποιο θεωρεί κίνητρο της δολοφονίας η κα Φύσσα απάντησε: «Θέλουν να επιβάλουν την ισχύ τους σε οτιδήποτε είναι αντίθετο. Είναι αυτό που άκουσα σε βίντεο να λέει ο Πατέλης: ό,τι κινείται (σ.σ. εναντίον της Χρυσής Αυγής) σφάζεται. Με τον ίδιο τρόπο δεν έγινε με τον Σαχζάτ Λουκμάν; Με τον ίδιο τρόπο… Με μαχαίρι. Είναι εκπαιδευμένοι δολοφόνοι. Είναι εγκληματική οργάνωση. Εκείνο το βράδυ θέλαν να σκοτώσουν και σκοτώσανε».
Από την αρχή της κατάθεσής της, η Μάγδα Φύσσα αναφερόμενη στον Γιώργο Ρουπακιά, που κάθεται μαυροντυμένος σήμερα, με σκυμμένο το κεφάλι, απέφυγε να πει το όνομά του. Αναφέρεται σ’ αυτόν λέγοντας: «ο δολοφόνος». Σε κάποια στιγμή της διήγησής της για όσα συνέβησαν μετά το τέλος του αγώνα, η κα Φύσσα είπε «ο Ρουπακιάς». Τότε, σταμάτησε την κατάθεση και είπε: «Δεν θέλω να τον ξαναπώ με το όνομά του. Είναι ο δολοφόνος».
Σύμφωνα με την κατάθεση της μητέρας του Παύλου Φύσσα, ο Ρουπακιάς έφτασε κοντά στο σημείο της δολοφονίας και στο αυτοκίνητό του ήταν τέσσερα άτομα, εκ των οποίων το ένα, όπως είπε, ήταν ο Καζατζόγλου αφού βρέθηκε εκεί το κινητό τηλέφωνό του. Ωστόσο, στο σημείο της δολοφονίας ήταν μόνος του.
Η μάρτυρας περιέγραψε ότι η ομάδα των Χρυσαυγιτών που βρισκόταν απέναντι από την καφετέρια όταν τελείωσε ο αγώνας ποδοκροτούσε για να φοβηθεί η παρέα των παιδιών. Είπε μάλιστα ότι όταν φαινόταν να… αγριεύει η κατάσταση, ο Παύλος είπε στην παρέα του να τρέξουν, να φύγουν. «Ο Παύλος όμως δεν έτρεξε. Τότε ανά ομάδες άρχισαν να τον χτυπούν. Τον εγκλώβισαν για να έρθει ο δολοφόνος να τον μαχαιρώσει. Χτύπησαν κι άλλα δύο παιδιά από την παρέα, λίγο πιο πέρα».
Η κ. Φύσσα είπε, επίσης, πως η φίλη του Παύλου Φύσσα, η Χρύσα, είχε πάει στους αστυνομικούς που βρίσκονταν εκεί και τους παρακαλούσε να κάνουν κάτι. Εκείνοι όμως της έλεγαν ότι δεν μπορούν να επέμβουν. Αφού μαχαιρώθηκε ο Φύσσας και αμέσως μόλις το περιπολικό είχε πιάσει τον Ρουπακιά, όπως είπε η κα Φύσσα επικαλούμενη τη φίλη του γιου της, ακούστηκε μια αστυνομικός να λέει: «ε όχι, δεν είπαμε και μαχαιριές».