Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ιστορικής μάχης της Κλείσοβας, στο Μεσολόγγι, όσα συνέβησαν στη διάρκειά της, καθώς και αυτά που ακολούθησαν περιγράφει διεξοδικά ο νεαρός Γιαννιώτης ευπαρίδης Αρτέμιος Μίχος στα «Απομνημονεύματά», του. Ειδικότερα, αυτός γράφει, αρχής γενομένης από τα μέσα Μαρτίου του 1826:
… Γύρω στο μεσημέρι της 13ης Μαρτίου ένας Τούρκος βγήκε απ’ τα εχθρικά χαρακώματα, στο ανατολικό μέρος του φρουρίου, κρατώντας στα χέρια του λευκή σημαία και πρότεινε να γίνει συνάντηση συνεννόησης μεταξύ των δύο αντιπάλων, στην οποία να συμμετάσχουν αντιπροσωπείες τους αποτελούμενες από Έλληνες οπλαρχηγούς και Τούρκους βεζίρηδες, αντίστοιχα. Η πρόταση έγινε αμέσως αποδεκτή από τους Έλληνες, Εξ άλλου, παρόμοια σκέψη είχαν κάνει και οι ίδιοι νωρίτερα, με απώτερο σκοπό να μάθουν αν πρόκειται να τους έρθει βοήθεια απέξω. Την αντιπροσωπεία των Ελλήνων αποτέλεσαν οι σωματάρχες Νότης Μπότσαρης, Κίτσος Τζαβέλλας, Γεώργιος Κίτσος και Γεώργιος Βάγιας. Μεταξύ των άλλων, οι Τούρκοι πρότειναν στους Έλληνες να παραδώσουν το Μεσολόγγι, με αντάλλαγμα να τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν μαζί με όλα τα μέλη των οικογενειών τους, παίρνοντας μαζί τους όλα τα πράγματά τους και τα όπλα τους κι ακόμα, να τους δώσουν, εκτός από τους οφειλόμενους μισθούς, και ένα εκατομμύριο γρόσια ως αμοιβή.
Οι απεσταλμένοι της φρουράς, για να κερδίσουν χρόνο, απάντησαν στους Τούρκους πως θα μεταφέρουν τις προτάσεις τους στους υπόλοιπους Έλληνες, θα αποφασίσουν όλοι μαζί και θα ενημερώσουν σχετικά. Βέβαια, συζήτηση παράδοσης δεν έγινε ποτέ. Απλά, χάρη στη συνάντηση, τους δόθηκε η δυνατότητα κι έμαθαν από τους εχθρούς ότι αναμενόταν άφιξη του ελληνικού στόλου κι ότι δεν υπήρχε δυνατότητα βοήθειας από την ξηρά, αφού το στρατόπεδο των Ελλήνων στη Δερβέκιστα είχε διαλυθεί.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι, επειδή η απάντηση των Ελλήνων καθυστερούσε, αποφάσισαν την αιφνιδιαστική επίθεση στο νησάκι της Κλείσοβας, με σκοπό την κατάληψή του και, συνακόλουθα, την ασφυκτικότερη πολιορκία της πόλης. Σε υλοποίηση της απόφασής τους, στις 24 του Μάρτη, μια ώρα πριν τη δύση του ήλιου, πολλά τουρκικά σώματα βγήκαν από τον χώρο, στον οποίο είχε κατασκηνώσει ο Κιουταχής και κατευθύνθηκαν προς την «Άσπρη Αλυκή», όπου ήταν ελλιμενισμένος ο τουρκικός στόλος. Όταν έφτασαν εκεί, άρχισαν να επιβιβάζονται σε ελαφριά πλοιάρια, που αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας είχαν καταπλεύσει στο μέρος εκείνο. Οι Μεσολογγίτες, όσο χρονικό διάστημα είχαν σύμμαχο το φως της ημέρας, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του εχθρού. Όταν όμως έπεσε το σκοτάδι, τους έχασαν από τα μάτια τους. Από τις κινήσεις τους όμως, κατάλαβαν πως κάτι σχεδίαζαν και βρίσκονταν σε επιφυλακή.
Μόλις άρχισε να γλυκοχαράζει, ο εχθρικός στόλος έκανε την εμφάνισή του μπροστά στο Μεσολόγγι και άρχισε ζωηρό κανονοβολισμό και βομβαρδισμό.
Η φρουρά της Κλείσοβας, την ημέρα της εφόδου (25/3/26), αποτελούνταν από 100 περίπου στρατιώτες, υπό τις οδηγίες του σωματάρχη Χρήστου Χ. Πέτρου και των υποσωματαρχών Παναγιώτη Σωτηρόπουλου και Κώστα Διαμάντη Τζαβέλλα. Εκείνο το βράδυ ο σωματάρχης Κίτσος Τζαβέλλας αναπαυόταν στο σπίτι του. Τα χαράματα, όταν πληροφορήθηκε ότι η Κλείσοβα κινδυνεύει, άρπαξε τα όπλα του κι έτρεξε στην παραλία. Τον ακολούθησαν έξι ή εφτά παλικάρια του. Χωρίς χρονοτριβή, επιβιβάστηκαν σε μικρά πλοιάρια, πέρασαν «αναιμωτί» ανάμεσα από τον εχθρικό στόλο και κατάφεραν να φτάσουν στο νησί, με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνά του. Το παράδειγμα του Τζαβέλλα ακολούθησαν ταυτόχρονα και ο υποσωματάρχης Κίτσος Πάσχος, καθώς και ο αξιωματικός Γεώργιος Ναβαρίκος, μαζί με τέσσερα άλλα παλικάρια.
Τη στιγμή που οι γενναίοι αυτοί πολεμιστές αποβιβάζονταν στην Κλείσοβα, μια σφαίρα πυροβόλου σκότωσε τον Μεσολογγίτη σωματάρχη Σπύρο Παναγιώτη Παπανδρέα και έκοψε στα δυο το ξίφος του Τζαβέλλα, το οποίο κρατούσε στα χέρια του ο εκείνη τη στιγμή φονευθείς γραμματέας του. Στη στιγμή ο Τζαβέλλας άρπαξε από το χέρι του νεκρού το σπασμένο ξίφος, έτρεξε και μπήκε στο παρακείμενο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας. Κρατώντας το, στάθηκε μπροστά στην εικόνα, έκανε τον σταυρό του κι έλεγε την προσευχή του, μέχρι την ώρα που ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος έτρεξε δίπλα του και του ζήτησε να βγει έξω, για να εμψυχώσει με την παρουσία του τη φρουρά. Έτσι κι έγινε.
Ενώ αυτά συνέβαιναν, ο εχθρικός στρατός, οδηγούμενος από τον ίδιο τον Κιουταχή, ετοιμαζόταν για έφοδο, η οποία και έγινε. Στην πρώτη προσπάθεια οι εχθροί πλησίασαν τόσο κοντά, ώστε δυο σημαιοφόροι τους βγήκαν από τις βάρκες τους και πάτησαν το πόδι τους στο νησί. Τους ακολούθησαν και άλλοι Τούρκοι. Από τους πυροβολισμούς όμως των Ελλήνων, οι δυο σημαιοφόροι έπεσαν νεκροί. Ο θάνατός τους τρόμαξε τους εχθρούς, απέτρεψε τα κύματα των επιθέσεών του και τους ανάγκασε σε άτακτη φυγή. Στην τελευταία έφοδο, μάλιστα, τραυματίστηκε στο πόδι κι ο ίδιος ο Κιουταχής. Οι εξελίξεις αυτές συνετέλεσαν στο να υποχωρήσουν οι εχθροί στα παράλια, στη θέση «Μολόχα», βλέποντας από μακριά το μικρό νησί.
Στο μεταξύ, ενώ οι εχθρικές έφοδοι ήταν σε πλήρη εξέλιξη, ο γενναίος χιλίαρχος Καρακώστας Δροσίνης, μαζί με τον εξάδελφό του Γεώργιο Κ. Βαλτινό και πέντε στρατιώτες, επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοιάριο, στο οποίο έβαλαν και μερικά δοχεία νερού, για να ξεδιψάσουν τους συναγωνιστές τους και, με τη συνδρομή δύο ικανότατων κωπηλατών, κατευθύνθηκαν προς την Κλείσοβα. Ο εχθρικός στόλος τους είδε και όρμησε εναντίον τους, πυροβολώντας και τουφεκίζοντάς τους. Οι ατρόμητοι όμως αυτοί Έλληνες, περιφρονώντας τους Τούρκους, προχωρούσαν ασταμάτητα, ενώ γύρω τους οι σφαίρες έπεφταν σαν το χαλάζι. Κατάφεραν και πλησίασαν στο νησί. Τότε, μια σφαίρα τηλεβόλου χτύπησε το πλοιάριό τους και αφού πέρασε από την πρύμνη μέχρι την πλώρη του, σκότωσε τους τέσσερις από τους πέντε στρατιώτες, καθώς και τους δυο κωπηλάτες. Στη στιγμή, το σκάφος άρχισε να βυθίζεται. Οι διασωθέντες δεν έχασαν το θάρρος τους. Ρίχτηκαν στη θάλασσα κι άρχισαν να σπρώχνουν το πλοιάριό τους προς το νησί. Τελικά, κατάφεραν κι έφτασαν στην Κλείσοβα, προσφέροντας δροσιά, ελπίδα, δύναμη και θάρρος στους μπαρουτοκαπνισμένους υπερασπιστές της.
Αντικρίζοντας την υποχώρηση του Κιουταχή και την έξοδό του στη στεριά, ο Ιμπραήμ λύσσαξε. Γυρεύοντας εκδίκηση, έθεσε σε κίνηση το πεζικό του, υπό τις διαταγές του γαμπρού του Χουσεΐνμπεη και κατευθύνθηκε προς την Κλείσοβα. Η ηρωική φρουρά, αποδεκατισμένη και με λιγοστά όπλα και εφόδια, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή τριάντα μαχητές είχαν σκοτωθεί και πληγωθεί, ενώ πάνω από δέκα ήταν οι άοπλοι, ανέμενε με απαραδειγμάτιστη καρτερία τον εχθρό. Μάλιστα, αλαλάζοντας τον προκαλούσε κιόλας.
Μετά από λίγη ώρα η εχθρική φάλαγγα, αφού πλησίασε αρκετά, όρμησε εναντίον της Κλείσοβας. Η φρουρά του νησιού τους υποδέχτηκε με πυκνούς και εύστοχους πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα μετά από ένα τέταρτο της ώρας οι εχθροί να γυρίσουν τα νώτα τους, οπισθοχωρώντας. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, οι ανώτεροι αξιωματικοί του εχθρικού στρατού χτυπούσαν με τα ξίφη τους τους άντρες τους, αποτρέποντας την οπισθοχώρησή τους. Το ίδιο έκαναν και οι επικεφαλής των πλοιαρίων, υλοποιώντας τη σχετική εντολή. Έτσι, οι Οθωμανοί στρατιώτες, «εκόντες άκοντες», επιτίθονταν και πάλι εναντίον των οχυρωμάτων του ηρωικού νησιού. Πέντε εφόδους επιχείρησαν και οι πέντε ήταν ανεπιτυχείς.
Στις τελευταίες τους εφόδους οι εχθροί, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες και βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να πλησιάσουν το οχυρό χωρίς μεγάλες θυσίες, έκαναν το εξής τέχνασμα: άδειασαν πολλά από τα πλοιάριά τους, κρύφτηκαν πίσω από αυτά και, χρησιμοποιώντας τα ως ασπίδες, τα έσπρωχναν προς το νησί. Με αυτόν δε τον τρόπο, πλησίασαν πάρα πολύ κοντά.
Την ώρα του ηλιοβασιλέματος οι εχθροί ετοιμάστηκαν για την τελευταία αποφασιστική έφοδο. Τότε, ο ίδιος ο Χουσεΐνμπεης σηκώθηκε όρθιος στην πρασινοχρωματισμένη λέμβο του, για να δώσει τις διαταγές του και να ενθαρρύνει τον στρατό του. Τη στιγμή εκείνη οι υπερασπιστές της Κλείσοβας, αναγνωρίζοντάς τον από τα ρούχα του, έριξαν εναντίον του και τον σκότωσαν. Ο θάνατός του σήμανε την οπισθοχώρηση των εχθρικών δυνάμεων. Οι Έλληνες, βλέποντας τους εχθρούς να υποχωρούν, άρχισαν ακατάπαυστους πυροβολισμούς και, ταυτόχρονα, πηδώντας έξω από τα οχυρώματα, με τα σπαθιά στα χέρια, έφεραν τη φρίκη και τον θάνατο στις τάξεις του εχθρού. Στην πλέον τραγική θέση βρέθηκαν εκείνοι, οι οποίοι, κάνοντας ασπίδες τα πλοιάριά τους, είχαν προωθηθεί κοντά στον προμαχώνα. Δεν πρόλαβαν να φύγουν και σφαγιάστηκαν όλοι.
Οι Έλληνες κυνήγησαν τους Οθωμανούς στη στεριά, σε αρκετά μεγάλη απόσταση. Την άτακτη υποχώρηση του πεζικού ακολούθησε η φυγή του εχθρικού στόλου, ο οποίος άφησε στην εξουσία των νικητών εφτά πλοία, μεταξύ δε αυτών και μια γολέττα, χωρητικότητας εξήντα πολεμιστών. Ο στρατός των Αιγυπτίων εγκατέλειψε στα αβαθή νερά, στα πεδία των μαχών και γύρω από την Κλείσοβα 1.500 λογχοφόρα όπλα, πάνω από 100 καραμπίνες και άλλα τόσα ξίφη, 13 σημαίες της ημισελήνου, 10 τύμπανα και άλλα λάφυρα, τα οποία περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων. Σε ανθρώπινο δυναμικό, περίπου 3.500 ήταν οι φονευθέντες και πληγωθέντες Τουρκοαιγύπτιοι, πολλοί από τους οποίους ήταν ανώτεροι αξιωματικοί. Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν και ο στρατηγός της φρουράς των Αιγυπτίων Χουσεΐνμπεης, ενώ μεταξύ των τραυματιών βρισκόταν και ο Κιουταχής. Τέλος, μπροστά από την Κλείσοβα κείτονταν 1.200 πτώματα. Όλα αυτά ήταν του αιγυπτιακού στρατού. Από τα στρατεύματα του Κιουταχή, μόνο τα πτώματα των δυο σημαιοφόρων έμειναν εκεί. Τα υπόλοιπα, όσο διαρκούσε η μάχη, τα μετέφεραν Τούρκοι στρατιώτες στους ώμους τους μέχρι τη στεριά. Όταν έφταναν εκεί, τα φόρτωναν σε άλογα και τα πήγαιναν στο στρατόπεδό τους.
Αναφορικά με τους Έλληνες, 40 συνολικά ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς κείτονταν ο υποσωματάρχης Κίτσος Πάσχος και οι αξιωματικοί Γεώργιος Ναβαρίκος, Δημήτριος Γεροθανάσης και Γρηγόριος Μεγαπάνου Γαλάνης.
Στις 26 Μαρτίου οι Έλληνες, τριγυρίζοντας τα μικρά νησάκια γύρω από την Κλείσοβα, εύρισκαν περιπλανώμενους πολλούς Άραβες στρατιώτες. Άλλους από αυτούς τους σκότωσαν κι άλλους τους έφεραν ζωντανούς στην πόλη. Τότε συνέβη και το εξής γεγονός, που είναι χαρακτηριστικό του πανικού που είχε καταλάβει τους Άραβες, το οποίο αναφέρει ο Αρτέμιος Μίχος στα «Απομνημονεύματά» του: Μετά τη μάχη, ένας στρατιώτης από το σώμα του Χριστόδουλου Χ. Πέτρου, Ευστάθιος το όνομά του, από τη Λιβαδειά, συναντήθηκε στα μικρά νησάκια με τέσσερις Άραβες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι. Μόλις τους είδε, ετοιμάστηκε να οπισθοχωρήσει, επειδή ήταν μόνος. Ταυτόχρονα, οι Άραβες άρχισαν να φωνάζουν προς αυτόν «ράι καπετάνε», δηλαδή, «παραδινόμαστε, καπετάνιε». Τότε αυτός, αφού πήρε θάρρος, τους αφόπλισε, σκότωσε τους δυο και τους άλλους δυο τους έφερε ζωντανούς στο Μεσολόγγι.
Πηγή: Αρτέμιου Ν. Μίχου: «Απομνημονεύματα δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825 – 1826», εκδόσεις Σ. Π. Αραβαντινού, Αθήνα 1183
* Ο Κώστας Σακαρέλος είναι δάσκαλος – συγγραφέας – ερευνητής