Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης παραδοσιακά αποτελεί το βήμα όπου ο πρωθυπουργός παρουσιάζει τις πολιτικές του και απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα της επικαιρότητας. Η φετινή συνέντευξη Τύπου του Κυριάκου Μητσοτάκη, όμως, ανέδειξε μια στρατηγική επικοινωνίας που απέτυχε να παράξει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Από την αρχή φάνηκε ότι η παρουσίαση θα περιοριζόταν σε γενικές διαβεβαιώσεις και τεχνοκρατικό λόγο, αφήνοντας πίσω της αίσθηση ασαφούς στρατηγικής και αδυναμίας για συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε με την ανακοίνωση ενός πακέτου 1,6 δισ. ευρώ, περιγράφοντάς το ως «τολμηρότερο σχέδιο μετά τη Μεταπολίτευση». Περιέγραψε φορολογικές ελαφρύνσεις, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και μέτρα για την κοινωνική συνοχή, χωρίς όμως να δίνει σαφείς πληροφορίες για το ποιοι θα ωφεληθούν άμεσα, πότε θα εφαρμοστούν τα μέτρα και πώς θα παρακολουθείται η αποτελεσματικότητά τους. Οι γενικόλογες φράσεις όπως «η ανάπτυξη συνεχίζεται και η χώρα προχωρά μπροστά» ακούγονται ωραία, αλλά δεν απαντούν στο κρίσιμο ερώτημα ποια είναι τα χειροπιαστά αποτελέσματα για τον πολίτη που πλήττεται καθημερινά από την ακρίβεια και την υποστελέχωση βασικών υπηρεσιών.
Η διαδικασία των ερωτήσεων ανέδειξε περαιτέρω αδυναμίες. Ο αποκλεισμός του Ριζοσπάστη για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, μαζί με άλλα μέσα όπως η Αυγή και το Στο Κόκκινο, έδωσε την εντύπωση ελεγχόμενου διαλόγου και προσεκτικά επιλεγμένων ερωτήσεων. Η επιλογή αυτή δεν αφορά απλώς τον Τύπο, αλλά καθορίζει ποια θέματα θα τεθούν και ποια θα παραμείνουν στο σκοτάδι. Η συνέντευξη έμοιαζε περισσότερο με σκηνοθετημένη παρουσίαση παρά με ουσιαστικό πολιτικό διάλογο.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι απαντήσεις ήταν συχνά ασαφείς. Στο ζήτημα των ξένων πανεπιστημίων, ο πρωθυπουργός περιορίστηκε σε φράσεις όπως «υπάρχει διεθνές ενδιαφέρον, οι διαδικασίες προχωρούν», χωρίς να δώσει ονόματα ή χρονοδιαγράμματα. Στον χώρο της υγείας, οι ελλείψεις σε γιατρούς και νοσηλευτές αναφέρθηκαν χωρίς αριθμητικά δεδομένα ή σαφή σχέδια προσλήψεων, ενώ η συζήτηση για τις καθυστερήσεις στα νοσοκομεία παρέμεινε γενικόλογη, με διαβεβαιώσεις όπως «προχωρούμε με σταδιακές βελτιώσεις». Στα πρόσφατα σκάνδαλα, η φράση «η δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της» αντικατέστησε οποιαδήποτε πολιτική δέσμευση, αφήνοντας την εντύπωση ότι η κυβέρνηση αποφεύγει την ουσία. Στο ζήτημα της αναγνώρισης της Παλαιστίνης οι δηλώσεις παρέμειναν αόριστες, με φράσεις τύπου «θα γίνει την κατάλληλη στιγμή», χωρίς χρονοδιάγραμμα ή κριτήρια. Στα θέματα ακρίβειας, η επικέντρωση σε μακροοικονομικούς δείκτες και η φράση «η ανάπτυξη συνεχίζεται» δεν προσφέρουν πραγματική ανακούφιση στους πολίτες που βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται καθημερινά.
Η συνολική εικόνα που προκύπτει είναι αυτή, ενός λόγου τεχνοκρατικού και αποκομμένου από την ουσία των προβλημάτων. Οι ασαφείς απαντήσεις δείχνουν ότι η επικοινωνιακή στρατηγική επικεντρώθηκε περισσότερο στην επίδειξη στοιχείων και δεικτών παρά στην ουσιαστική αντιμετώπιση των κρίσιμων ζητημάτων που επηρεάζουν την καθημερινότητα. Η έλλειψη συγκεκριμένων δεσμεύσεων και η γενικότητα του λόγου δημιουργούν την εικόνα μιας κυβέρνησης που κινείται γύρω από επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και όχι γύρω από την επίλυση πραγματικών προβλημάτων.
Η αποτυχία αυτή αποκτά μεγαλύτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη η τρέχουσα κατάσταση της χώρας. Η οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει πιέσεις, η ακρίβεια στα βασικά αγαθά παραμένει υψηλή, τα δημόσια νοσοκομεία υπολειτουργούν και η κοινωνική ανισότητα διευρύνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνέντευξη θα έπρεπε να είναι ευκαιρία για σαφείς δεσμεύσεις και συγκεκριμένες πολιτικές απαντήσεις. Αντίθετα, το αποτέλεσμα ήταν η επανάληψη γενικών εκφράσεων και ασαφών διαβεβαιώσεων όπως «η χώρα προχωρά μπροστά» ή «οι διαδικασίες προχωρούν σταδιακά», που δεν προσφέρουν καμία ουσιαστική ενημέρωση για το πώς η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα.
Η φετινή ΔΕΘ δεν λειτούργησε ως ευκαιρία για σαφή και πειστικό πολιτικό μήνυμα. Αντίθετα, αναδεικνύει μια επικοι- νωνιακή αμηχανία, όπου η έλλειψη σαφούς και συγκεκριμένου λόγου αφήνει τα ζητήματα ανοικτά και τη στρατηγική ασαφή. Οι φράσεις του πρωθυπουργού, από το «τολμηρότερο σχέδιο μετά τη Μεταπολίτευση» μέχρι το «θα γίνει την κατάλληλη στιγμή», λειτουργούν περισσότερο ως γενικόλογες υποσχέσεις παρά ως δεσμεύσεις με ουσία. Η προσπάθεια να πεισθεί η κοινή γνώμη μένει μισή και η ουσία των προβλημάτων χωρίς απαντήσεις.
Η ΔΕΘ, αντί να αποτελέσει βήμα ουσιαστικού διαλόγου και σαφούς πολιτικού λόγου, παρέμεινε ένα πεδίο επικοινωνια- κής προβολής που απέτυχε να δώσει απαντήσεις και λύσεις. Η στρατηγική επικοινωνίας που εφαρμόστηκε δεν αρκεί για να καλύψει τα κενά πολιτικής, την έλλειψη δεσμεύσεων και την ασαφή παρουσίαση των μέτρων. Η συνέντευξη αφήνει πίσω της μια εικόνα κυβερνητικής αμηχανίας και αβεβαιότητας, δείχνοντας ότι η επικοινωνία χωρίς ουσία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις σαφείς και εφαρμόσιμες πολιτικές.
* Ο Αριστομένης Τσαλαπατάνης είναι ιδιωτικός υπάλληλος.