Η συνδικαλιστική παράταξη της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ), Προοδευτική Ενότητα Καθηγητών (ΠΕΚ) με ανακοίνωσή της αναφέρεται στην αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου, που προωθεί η κυβέρνηση, το οποίο δημιουργεί μια πρωτόγνωρη νομικά και διοικητικά πραγματικότητα για τους εργαζόμενους στο δημόσιο και τούτο γιατί καταργεί τα δευτεροβάθμια πειθαρχικά και έτσι στερεί το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσης, επίσης θέτει εκτός πειθαρχικών συμβουλίων τους δικαστικούς και τα στελεχώνει αποκλειστικά με νομικούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και τέλος εξοστρακίζει από αυτά τους αιρετούς εκπρόσωπους των εργαζομένων.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΠΕΚ
«Η κυβερνητική πλειοψηφία προχωρά στην αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου παρουσιάζοντας την ως σημαντική μεταρρύθμιση. Απαντά όμως σε αυτή την ανάγκη το προτεινόμενο από την κυβέρνηση νέο πειθαρχικό δίκαιο; Το ήδη υφιστάμενο πλαίσιο προβλέπει την εφαρμογή αυστηρών ποινών όπως η απόλυση για μεγάλο αριθμό περιπτώσεων και παραπτωμάτων ενώ την τελευταία πενταετία έχουν απολυθεί περίπου 1200 δημόσιοι υπάλληλοι. Πρέπει μάλιστα να γίνει συνείδηση στην κοινή γνώμη πως οι καθυστερήσεις στη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων δεν οφείλονται στους εκπροσώπους των εργαζόμενων.
Η συγκρότηση του νέου Πειθαρχικού Συμβουλίου ακολουθεί την κατάργηση πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων. Διαμορφώνεται δηλαδή μια πρωτόγνωρη νομικά και διοικητικά πραγματικότητα όπου ο εργαζόμενος δεν θα έχει το του παρά μόνο στις δικαστικές αίθουσες. Προϋπόθεση για αυτή την επιλογή όμως είναι η οικονομική δυνατότητα και ταυτόχρονα η συνειδητή απόφαση εμπλοκής σε μια χρονοβόρα και εξαιρετικά ψυχοφθόρα διαδικασία. Πόσες και πόσοι άραγε θα μπορούν πραγματικά να το κάνουν αυτό;
Το νέο «Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα», θα στελεχώνεται αποκλειστικά από νομικούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η θεσμοποίηση του εξοστρακισμού των εκπροσώπων των εργαζομένων, πολιτική που ήδη ίσχυε από τα τέλη Φλεβάρη στο Υπουργείο Παιδείας επεκτείνεται και στο υπόλοιπο Δημόσιο. Η επιλογή αυτή αποκαλύπτει την εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η συνδικαλιστική δράση και ο κόσμος της εργασίας. Η πολιτική αυτή όμως συμπληρώνεται και από την απόφαση να τεθούν εκτός πειθαρχικών συμβουλίων οι δικαστικοί, μια απόφαση που πλήττει καίρια και με τρόπο ανέκκλητο την απαίτηση για δίκαιη και αντικειμενική κρίση.
Μεγάλο προβληματισμό προκαλεί η επιλογή της διαμόρφωσης ενός εξαιρετικά αυστηρού πλαισίου ποινών όπου απουσιάζει η προσπάθεια σύνδεσης με όρους αναλογικότητας καθώς προβλέπονται ποινές με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις ή και πρόστιμα που μπορεί να αγγίζουν ποσά χιλιάδων ευρώ. Παρατηρείται επιπλέον μια προσπάθεια- σε επίπεδο νομοτεχνικό και εννοιολόγησης- διεύρυνσης περιπτώσεων και προϋποθέσεων για τον προσδιορισμό των πειθαρχικών αδικημάτων. Διαμορφώνεται δηλαδή χώρος με τρόπο επιτηδευμένο ώστε ακόμη και δράσεις ή πρακτικές με συνδικαλιστικό πρόσημο να οδηγούν σε αντιμετώπιση με όρους τιμωρητικούς, με όρους ποινικοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης.
Η επίδειξη μιας πολιτικής τιμωρητισμού δεν οδηγεί σε ένα καλύτερο Δημόσιο, πόσο μάλλον στον χώρο της εκπαίδευσης ο οποίος έχει ανάγκη από μια πραγματικότητα ηρεμίας, σύνθεσης και επικέντρωσης στο παιδαγωγικό πεδίο και όχι κυριάρχησης του από διαδικασίες με πρόσημο νομικό και διοικητικό. Η αξιοκρατία και η λογοδοσία αποτελούν θεμελιακά στοιχεία της δίκαιης και ορθολογικής λειτουργίας του Δημοσίου και πρέπει να γίνουν όχημα βελτίωσης των Δημοσίων Υπηρεσιών και όχι εργαλείο στοχοποίησης του κόσμου της εργασίας στο Δημόσιο ως μέσο απόκρυψης ευθυνών για την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση. Είναι άλλωστε αυτή η θεώρηση των κυβερνητικών διακηρύξεων η οποία εστιάζει στην ανάγκη άρσης της μονιμότητας που αποτελεί εδώ και 114 χρόνια θεσμική εγγύηση για τη λειτουργία του κράτους αλλά και ισχυρό εμπόδιο σε λογικές κομματισμού, ευνοιοκρατίας και σύγχρονου κοτζαμπασισμού.
Σε περιόδους γεωπολιτικών ανακατατάξεων η παρουσία ενός ισχυρού Δημοσίου Τομέα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση και δικλείδα ασφαλείας για το κράτος και την κοινωνία στην οποία ζούμε, αποτελεί ανάγκη των καιρών και όχι απλά συνδικαλιστικό αίτημα. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους στο Δημόσιο να ζουν και να εργάζονται με όρους δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας.»
