Η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα σφραγίζεται από μια εντεινόμενη αίσθηση διεθνούς ρευστότητας. Η παγκοσμιοποίηση, ενισχυμένη από την τεχνολογική πρόοδο διεύρυνε τις δυνατότητες συνεργασίας, αλλά ανέδειξε και βαθιές ανισότητες. Η ευκολία μετακίνησης κεφαλαίων και παραγωγικών συντελεστών δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη δημοκρατική λογοδοσία ή κοινωνική ισορροπία. Το αποτέλεσμα είναι μια συσσώρευση παγκόσμιων κρίσεων — οικονομικών, θεσμικών, ανθρωπιστικών — που δοκιμάζουν τα όρια τόσο της δημοκρατίας όσο και της διεθνούς συνεννόησης.
Η αναδιάταξη των γεωοικονομικών πόλων, η ανάδυση της Ανατολής, η υποχώρηση της δυτικής ισχύος και η σταδιακή αποδυνάμωση διεθνών θεσμών — όπως ο ΟΗΕ — δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου η πολιτική της ισχύος επιστρέφει απειλητικά στο προσκήνιο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι εστίες έντασης στη Μέση Ανατολή, η σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν, η διαρκής απειλή χρήσης πυρηνικών όπλων και η ανισόμετρη διαχείριση προσφυγικών ρευμάτων εντείνουν ένα παγκόσμιο αίσθημα ανασφάλειας.
Την ίδια στιγμή, το Διεθνές Δίκαιο — θεμέλιος λίθος της μεταπολεμικής τάξης — αμφισβητείται ανοιχτά. Η δημοκρατία πιέζεται από τις άκρες του πολιτικού φάσματος, και κοινωνίες ολόκληρες επιστρέφουν σε προστατευτικές, ενίοτε εσωστρεφείς, εθνικές αφηγήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το αίτημα για ειρήνη και σταθερότητα αποκτά χαρακτήρα στρατηγικής επιβίωσης και όχι απλώς ηθικής επιλογής.
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα — χώρα της Ε.Ε., σύνορο της Ευρώπης, παίκτης σε πολλαπλά γεωπολιτικά πεδία — η ανάγκη για έναν σοβαρό, συνεκτικό στρατηγικό σχεδιασμό είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η αναθεωρητική στρατηγική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, οι διαρκείς αμφισβητήσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη, η συνεχιζόμενη κατοχή στην Κύπρο, η εντεινόμενη παρουσία τρίτων δυνάμεων σε γειτονικές ζώνες επιρροής συνθέτουν ένα περίπλοκο και ενίοτε εχθρικό περιβάλλον.
Αυτό δεν απαιτεί ακραίες ρητορικές, αλλά ψύχραιμη ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος, συνέπεια στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, η οποία δεν εγκλωβίζεται σε ευρωκεντρικά σχήματα, αλλά αξιοποιεί συμμαχίες στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, στην Ασία και στον απόδημο ελληνισμό.
Ωστόσο, εξωτερική πολιτική δεν ασκείται χωρίς ισχυρό εσωτερικό μέτωπο. Και αυτό, στη σημερινή συγκυρία, εμφανίζεται κατακερματισμένο, κουρασμένο και αμήχανο. Η πολυετής κρίση, η εναλλαγή κυβερνητικών σχημάτων που δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν σε βαθιές μεταρρυθμίσεις, η σταδιακή αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας μέσω της αποχής, όλα αυτά συνθέτουν ένα περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών και δυσπιστίας.
Η οικονομία διατηρείται σταθερή κυρίως λόγω εξωτερικών «ενέσεων»-πόρων (π.χ. Ταμείο Ανάκαμψης), αλλά η παραγωγική βάση της χώρας παραμένει ασθενής και ευμετάβλητη. Η κοινωνική πολιτική ακολουθεί συχνά αποσπασματικές λογικές επιδοματισμού χωρίς δομικό σχέδιο, ενώ η δημόσια διοίκηση — αν και στα λόγια «επιτελική» — υποφέρει ακόμη από τις παθογένειες του παρελθόντος.
Την ίδια στιγμή, η θεσμική λογοδοσία δοκιμάζεται: υποθέσεις υποκλοπών, διογκωμένες κρατικές δαπάνες, εξάντληση της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και εκφυλισμός της δημόσιας συζήτησης εντείνουν το πολιτικό κενό. Και αυτό το κενό δεν είναι μόνο ιδεολογικό. Είναι και έλλειμμα στρατηγικής, αξιοπιστίας, ευθύνης.
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως μια επανεκκίνηση. Ένα σχέδιο που να υπερβαίνει την πρόχειρη διαχείριση. Που να μιλά με σοβαρότητα για εθνική στρατηγική, για αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου, για θεσμική εμπιστοσύνη, για σοβαρή εκπαίδευση και Παιδεία. Που να επενδύει στην κοινωνική συνοχή και την αξιοπρέπεια της εργασίας.
Γιατί, η ασφάλεια ενός κράτους δεν εξαντλείται στη φύλαξη των συνόρων. Χτίζεται στην αυτοπεποίθηση της κοινωνίας του για ένα καλύτερο μέλλον.
* Ο Γιάννης Κουμέντος είναι Εκπαιδευτικός Π.Ε.70 και πρώην Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.
Πατήστε και δείτε τα 22 προηγούμενα άρθρα του Γιάννη Κουμέντου
