Στο 2Ο γύρο των Προεδρικών εκλογών στη Πολωνία, νικητής αναδείχθηκε στο νήμα ο υποστηριζόμενος από το αυταρχικό δεξιό κόμμα του «Νόμου & της Δικαιοσύνης» εθνικιστής Κάρολ Ναβρότσκι με 50,9 έναντι 49,1 του φιλελεύθερου ευρωπαϊστή  Δημάρχου Βαρσοβίας  Ράφαλ Τρζασκόφσκι, επιλογή του κεντροδεξιού μεταρρυθμιστή πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ. Ουσιαστικά επαναλήφθηκε το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών του 2020, όταν πάλι ο Τρζασκόφσκι είχε χάσει με 49% έναντι 51% από τον νυν πρόεδρο συντηρητικό Αντρέι Ντούντα, που είχε επανεκλεγεί.

Μεσολάβησαν οι βουλευτικές εκλογές του 2023, που έθεσαν τέλος στην 8ετή διακυβέρνηση του κόμματος της Δεξιάς του Κατσίνσκι. Χάνοντας πάνω από 8 μονάδες, έπεσε στο 35,4 και έτσι μια δημοκρατική συμμαχία από την φιλελεύθερη κεντροδεξιά του Τουσκ (30,7 με άνοδο), τα κεντρώα κόμματα του «τρίτου δρόμου»(14,4 με άνοδο), και τον συνασπισμό της Νέας Αριστεράς (8,6 με πτώση από 12,6) σχημάτισαν κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τουσκ. Οι ευρωεκλογές επιβεβαίωσαν λίγο πολύ αυτόν το συσχετισμό.

Το έργο της κυβέρνησης αποδείχτηκε δύσκολο, καθώς ο Πολωνός Πρόεδρος έχει μια μόνο αλλά σημαντική αρμοδιότητα, μπορεί να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε κυβερνητικό νομοσχέδιο πλην του προϋπολογισμού, πράγμα που ο Ντούντα έκανε αφειδώς δυσκολεύοντας προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα ο Κατσίνσκι είχε διαλύσει το κράτος δικαίου και έχτισε ένα ισχυρό κομματικό κράτος, ιδιαίτερα στη δικαιοσύνη, κατά τα τραμπικά πρότυπα, που αποδείχτηκε πολύ ανθεκτικό.

Αρχικά ο Τρζασκόφσκι φερόταν ως φαβορί καταγράφοντας στα τέλη Απριλίου δημοσκοπικά 32,0 περίπου στο α’ γύρο, έναντι 26,0 του Ναβρότσκι, και 55-45 στον β’ γύρο. Στις εκλογές η διαφορά μειώθηκε στις 2 μονάδες (31,4 έναντι 29,5), κάτι που έφτασε για τον Ναβρότσκι ώστε να επικρατήσει στο τέλος. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι ψήφοι των ακροδεξιών 3ου και 4ου υποψηφίων (14,8 & 6,4) που συντάχθηκαν μαζί του, ενώ υποστηρίχθηκε ανοιχτά και από τον Τραμπ που τον προσκάλεσε στον Λευκό Οίκο.

Στην Πολωνία οι Σοσιαλδημοκράτες και η Ριζοσπαστική Αριστερά, παρότι ανήκουν σε διαφορετικές Ευρωπαϊκές ομάδες,  κατέβηκαν μαζί και το 2019 και το 2023 ως Νέα Αριστερά, και συμμετέχουν στη κυβέρνηση Τούσκ. Το 2024 το μεγαλύτερο κομμάτι της Ριζοσπαστικής Αριστεράς διασπάστηκε και αποχώρησε από την συμμαχία και την κυβέρνηση. Στις προεδρικές εκλογές κατέβασαν 2 υποψηφιότητες, και ουσιαστικά διχοτομήθηκαν με την Μαγκνταλένα Μπιέζατ(από το κομμάτι των Ριζοσπαστών που έμειναν),  της Νέας Αριστεράς στο 4,3 και τον Άντριαν Ζάντμπεργκ της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που είχαν αποχωρήσει στο 4,9. Στο 2ο γύρο η Μπιέζατ έκανε δήλωση στήριξης του Τρζασκόφσκι, ενώ ο Ζάντμπεργκ ψήφο κατά συνείδηση.

Για μια ακόμη φορά τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την πόλωση και τον διχασμό σε 2 διαφορετικές Πολωνίες, τόσο κοινωνικά όσο και ηλικιακά. Το μεγάλο κομμάτι των αγροτών και των κατοίκων της υπαίθρου στηρίζει τον Ναβρότσκι και το κόμμα του «Νόμου & της Δικαιοσύνης» του Κατσίνσκι που είναι σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία στους άνω των 50. Η Συμμαχία Πολιτών του Τούσκ και ο ιδιαίτερα προοδευτικός δήμαρχος της Βαρσοβίας αντλούν την δύναμή τους από τις μεγάλες πόλεις, τη μεσαία τάξη, τα στελέχη και τους διανοούμενους. Η Άκρα Δεξιά είναι πρώτο κόμμα συνολικά στους κάτω  των 40 ετών,  ενώ στους 18-29 έχει διπλάσιο ποσοστό από το 2ο κόμμα που είναι η Ριζοσπαστική Αριστερά.

Σημαντικό ρόλο στην αναμέτρηση έπαιξαν οι ταυτοτικές ατζέντες γύρω από αμβλώσεις, δικαιώματα, LGBT, θέματα για τα οποία υπάρχουν ισχυρές αντιδράσεις στη καθολική Πολωνία, και η ογκούμενη ανησυχία για την αύξηση των μεταναστών, οικονομικών αλλά και μεγάλου αριθμού προσφύγων από την Ουκρανία.

Βλέποντας συνολικά τα αποτελέσματα της προηγούμενης 6ετίας, φαίνεται ότι στις εκλογές για Κοινοβούλιο, Ευρωβουλή και Τοπικές Αρχές,  η κάθοδος των δημοκρατικών κομμάτων όχι σε ενιαίο αλλά σε διαφορετικά σχήματα, τους επιτρέπει να αντλούν από διάφορες δεξαμενές, και να διαμορφώνουν στο τέλος μια πολυσυλλεκτική συμμαχία διακυβέρνησης. Όταν η εκλογή διχάζεται ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους, η αυταρχική εθνικιστική Δεξιά έχει έστω και οριακά τον πρώτο λόγο.

Τα πράγματα μοιάζουν πολύ δύσκολα για την κυβέρνηση, καθώς η επικράτηση που είχε στις τελευταίες εκλογές λειτουργούσε πιεστικά  και της έδινε ένα πλεονέκτημα απέναντι  στον απερχόμενο πρόεδρο. Τώρα αυτό αντιστρέφεται, ο Ναβρότσκι μπορεί να επικαλεστεί την λαϊκή ψήφο ως κυβερνητική αποδοκιμασία, ενώ ήδη δηλώνει ότι σκοπός του είναι να σταματήσει τον Τούσκ.

Με πληροφορίες από: